Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Άψυχο

      Ωραία νύχτα, ναι, όμορφο βράδυ. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μες στο σπίτι είναι στολισμένο, ναι, δίπλα στο τζάκι, όπως πάντοτε, όπως κάθε Χριστούγεννα. Και, φυσικά, το τζάκι είναι αναμμένο. Ναι, εννοείται, αυτή η ζεστασιά που βγάζει η φλόγα από τα κούτσουρα μαζί με τις μικρές φλογίτσες απ' τα λαμπάκια του δέντρου τα χρωματιστά γεμίζει όλο το σπίτι οικειότητα και αγάπη, κάλλιστη ατμόσφαιρα. Και τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, τα γλυκά που είναι πάνω στον πάγκο της κουζίνας και οι μυρωδιές που μου σπάνε τη μύτη και με κάνουν να θέλω, χμ, ναι, να ξεράσω.
       Οι καρέκλες του σπιτιού είναι άδειες, οι καναπέδες με ανακατεμένα τα καλύμματα και απάνω τους σκόρπιες δυο τρεις μικρές κουβέρτες που έχουν καιρό να πλυθούν. Τα μαξιλάρια πεταμένα από 'δω κι από 'κει, εγώ δεν έκανα τίποτα, το τραπέζι γεμάτο σκόνη. Απάνω στο τραπέζι, δίπλα από την κουζίνα, σκόρπια χαρτιά με λογαριασμούς για τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, κάτι απ' το φροντιστήριο, για τη ζωή μας όλη, εγώ δεν έκανα τίποτα. Δεν ευθύνομαι, στο πάτωμα περιτυλίγματα από σοκολατάκια και η τηλεόραση έχει γείρει κάπως αλλόκοτα, είναι έτοιμη να πέσει κάτω, αν περάσω από δίπλα και τυχαία την σπρώξω ελαφρά, ναι, θα πέσει, δεν παίρνω την ευθύνη. Δεν έκανα τίποτα, εγώ, δεν έχω ευθύνη γι' αυτό το σπίτι, ούτε γι' αυτά τα συναισθήματα... δεν παίρνω την ευθύνη εγώ.
      Κάθε κομμάτι του εαυτού μου έχει προσκολληθεί στην απέραντη ανάγκη της επιβίωσης ως ελπίδα για μια επερχόμενη ζωή. Κάθε κίνηση του σώματός μου αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση της αδράνειας, της στασιμότητας, της σταθερότητας, ώστε να κατορθώσω να ευνουχίσω την αχαλίνωτη ιδιοσυγκρασία μου, να μη συλλογίζομαι, να μην εξετάζω δεδομένα και, προπάντων, να μη μιλώ στον εαυτό μου για τα συναισθήματά μου. Όχι δα πως θα μ'άκουγε, αλλά, σε αντίθεση με όλους τους άλλους παράγοντες-ανθρώπους, ο εαυτός μου με νιώθει απόλυτα όταν πρόκειται για συναισθήματα και, να 'ναι καλά, δεν με κατακρίνει, ούτε με λυπάται, φυσικά. Α, ναι, εγώ δεν ευθύνομαι..
     Κάθε φορά σκέφτομαι πώς σκατά να ξεκινήσω μια παράγραφο, να τη δομήσω με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορώ να μεταφέρω σε λέξεις αυτά που θέλω να πω, να προετοιμάσω το έδαφος για να με δεχτώ, να μη σκάσω σαν το καρπούζι στην άσφαλτο. Οι αυτοκαταστροφικές μου αισθήσεις και συναισθήσεις έλκονται από μια πολυσχιδή μελαγχολία που ανακατεύει το στομάχι μου και δομεί μια καταπραϋντική διαδικασία κάθαρσης του μυαλού, η οποία μάλλον αποσκοπεί στο να μην με απασχολεί τόσο πολύ η πράξη, όσο η σκέψη του σκοταδιού και των συγγενών εννοιών του Θανάτου. Ένα παρανοϊκό είδος άμυνας του ψυχοοργανισμού μου, εγώ δεν έκανα τίποτα. Είναι σαν να κρατώ την ενέργεια της αυτοκαταστροφής μέσα μου για μετά, για αργότερα, για τη στιγμή που δεν θα με χρειάζεται κανείς και που δε θα φωνάζει κανείς τ'όνομά μου, να μεγεθύνεται όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο περνούν οι μέρες, και να με περιμένει στη στροφή του δρόμου, εκεί πέρα, μακριά, που αδυνατώ από φόβο κι επιλογή να δω και προχωρώ σκυφτά ενισχύοντας την γλυκιά μου ψευδαίσθηση.
      Ποιανού ιδέα ήταν να γράψω πάλι; Καλά ήμουν τόσο καιρό, στην τρύπα της ελπιδοφόρας κατηφόρας μου. Νομίζω πως είχα ξεχάσει πώς ήταν να μένεις ξύπνιος μέχρι αργά, να κοιτάς παλιές φωτογραφίες και να διαβάζεις παλιά άρθρα. Δεν ευθύνομαι. Μια δυο σταγόνες αρμυρές εγκαταλείπουν το σώμα μου για πάντα, εγώ; Εγώ δεν έκανα τίποτα, εγώ δεν παίρνω καμμιά ευθύνη. Ο Νίκος Ρωμανός, οι Σύριοι, το Νέο Λύκειο, η ΕΡΤ, η Ουκρανία, η Παλαιστίνη, η Ελλάδα, οι Έλληνες, η ειρωνεία, η αλαζονεία, η μουσική, τα παιδιά, το παιδί! ο Αλέξης, οι φωνές, όλες οι φωνές, όλα τα βλέμματα, παίρνω, παίρνω όλη την ευθύνη, γαμημένη, όλη δική μου. 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Τι έφαγες σήμερα;

Ξεκάθαρα πράγματα, δεν είμαστε ειρηνιστές. Μας ενδιαφέρει η μεγάλη ανατροπή και οι ανατροπές δεν γίνονται ειρηνικά. Να πείτε στον Γκάντι να ετοιμάσει τα όπλα του. Το τίμημα της εκδικητικότητας είναι μεγάλο και βαρύ, δε θα ηρεμήσει το εκδικητικό μας θεριό με ειρήνες, τώρα. Λυπάμαι, λυπάμαι. Μας ενδιαφέρει η βία. Και ο δικός μας εσωτερικός καλά κρυμμένος φασισμός. Ο δικός μας αυτός φασισμός είναι, κύριοι, μιας χρήσεως. Εκρήγνυται κάθε που καταπιέζεται από τον φασισμό κάποιων άλλων. Και ποτέ πια. Και είναι το κρυφό μας μυστικό τέρας που εκκολάπτεται αργά και να το περιμένετε να εκραγεί. Γιατί ο δικός σας φασισμός δεν μπορεί να κρυφτεί και μας καταπιέζει, κύριοι Τάδε. Κι αυτός θ'αντιμετωπιστεί πια μόνο με τον δικό μας και τα πτώματα, δικά σας, κοινό μου, δικό σας! Τι να το κάνω ένα νεκρό σώμα για μια νέα αρχή.. Εγώ μονάχα το νου μου έχω κάνει αθάνατο. Και δεν περιμένω να μεγαλώσω, δεν προλαβαίνω να μεγαλώσω! Μεγάλωσα, έστω ότι μεγάλωσα. Το σώμα μου είναι παιδικό και νέο, αλλά το κεφάλι μου το νιώθω ώριμο, δυνατό και ενηλικιωμένο. Και οι σκέψεις μου, οι παιδικές μου σκέψεις, είναι το μεγαλύτερό μου όπλο, ας μη με προδώσουν. Δεν θέλω άλλη αγάπη, είμαι απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα που μου πασάρατε για να με κατευνάσετε. Αλλά ούτε μίσος έχω. Μονάχα μια αηδία για τις φάτσες και τις χροιές των φωνών σας. Δεν θα γίνω εγώ υποχείριο ηλιθίων μπαμπουίνων. Εγώ θέλω να μείνω σε αυτό το παρόν και να το ξεσκίσω. Εγώ θέλω να γίνω φονιάς. 

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η παράνοια είναι η αλήθεια

Ακόμα δεν δομώ παραγράφους. Ακόμα είμαι λάθος γραμματικά, ακόμα απέχω από μια πολύ καλή έκθεση. Ακόμα θεωρούμαι έξω απ' τα νερά κι ακόμα θα πνιγώ μέσα σε αυτά. Ακόμα δεν θέλω κανένα χέρι να με σώσει κι ακόμα δεν το βρίσκω. Όλα είναι μια οφθαλμαπάτη, μια κοινωνία. Η αντανάκλαση της φθοράς. Όχι της διαστροφής. Θέλω να ζω μέσα σε έναν κόσμο διεστραμμένο. Κι όλοι αυτόν εδώ τον περνούν για τέτοιο επειδή υπάρχουν πολλοί έξω απ' τους φραγμούς. Μα αυτός εδώ είναι ένας κόσμος φθαρμένος. Όπου ό,τι δεν υποκλίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα θα σταυρωθεί και θα χαραχθεί. Έχω έναν άνθρωπο μέσα μου που θέλει να ζει εδώ και να ορμάει στη λεία για να ζήσει. Δεν απορώ γιατί τον έχω, τον αγαπώ. Έχω και έναν άνθρωπο μέσα μου που ζει σε ένα δικό του λιβάδι και ξεφεύγει απ' την αλήθεια των πολλών κι έχει βρει τη δική του. Δεν απορώ γιατί τον έχω. Έχω και αυτόν εδώ που σημειώνει σε αυτή τη λευκή σελίδα, αυτόν εδώ που θέλει να φέρει αλλαγές και να 'χουν οι γύρω του όσα κι εκείνος ζητάει για να 'χει αξιοπρέπεια. Δεν απορώ..
Θέλω να μάθω να σφραγίζω τις ανάσες. Για να μην προδωθώ, για να μην σου πω κι εσένα την αλήθεια και μάθεις να προδίδεις.. μια άλλη αλήθεια. Και την ξέρω την αλήθεια όπως την ξέρεις κι εσύ. Και θέλω αυτό. Την αλήθεια του καθένα να ζει. Κι ας είναι διάφορες και συγκρουόμενες, θέλω να αντανακλούν αυτές στους καθρέφτες μας. Κι η κοινή να πεθάνει. Να πεθάνει η φθορά της ανθρώπινης ουσίας. Θέλω ανθρώπους αληθινούς. Άνθρωποι αληθινοί είναι μονάχα όσοι γεννιούνται και μεγαλώνουν ανίκανοι να ενταχθούν στην κοινή, αντικειμενική αλήθεια. Ανίκανοι, ευάλωτοι και με μια μοναξιά θηρίο. Οι "παρανοϊκοί", οι "τρελοί", οι "ψυχασθενείς", όπως μας λέτε. Ψυχασθενείς αυτοί με την πιο θεόρατη ψυχή; Δεν αντέχω την αλήθεια μου και θα πνιγώ μέσα σε αυτή. Γιατί είμαι ανίκανη και εγώ. Ανίκανη από τη μέρα που γεννήθηκα και ζω μονάχα μέσα απ' τη δική μου ποίηση. Πόσα όνειρα θα καούν στην προσπάθεια της ψυχής μου να επιβιώσει; Πώς θα αντέξω, πώς δε θα σκάσω σαν μπαλόνι με μπαρούτι; Πότε θα μάθω να 'μαι ψεύτικη; Γιατί κάθε φορά που ένα αστέρι πέφτει εγώ εύχομαι να ξυπνήσω μια μέρα και να 'μαι ηλίθια; Δεν απορώ, δεν απορώ..

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

You never will feel it my way

Μερικές φορές σκέφτομαι ότι το να γράφω δεν αρκεί για να περιγράψω επ' ακριβώς αυτά που αισθάνομαι και σκέφτομαι. Αν μπορούσα να ζωγραφίζω ίσως να 'ταν καλύτερα και να 'μουν πιο ξεκάθαρη. Ίσως όμως και να 'ταν χειρότερα γιατί θα χρειαζόμουν πολύ μαύρο και κόκκινο και οι γραμμές απ' τα γυμνά ξεκοιλιασμένα σώματα δε θα 'ταν και τόσο εμφανείς. Είναι τόσο διεστραμένη η φύση μου, η φύση του ανθρώπου, που πάνω μου φαντάζει ακόμη πιο άρρωστη. Νιώθω άρρωστη και διεστραμένη και ιδρώνω τόσο έντονα στη σκέψη του εαυτού μου και στην καύλα της καταστροφής κάποιου άλλου όντος. Ονειρεύομαι να σου γδέρνω το δέρμα και να το προσκολλώ στο σώμα σου απ' την ανάποδη όψη. Ή να σε ταΐζω τα ίδια σου τα όργανα και να σε κρατάω ζωντανή, ακουμπώντας το στήθος μου στο δικό σου για να αισθάνομαι πιο έντονα την αραχνιασμένη και απεγνωσμένη σου πνοή, να τη νιώθω μέσα μου, να γίνεται ένα με εμένα, να είσαι το μικρό μου σπλάχνο που θα αισθάνομαι ολόκληρο το μέσα του και θα το παρηγορώ. Ακούγομαι τόσο αλαζόνας και υπερόπτης αλλά, ούτως ή άλλως, είμαι. Και είναι τόσο πελώρια η ανάγκη για ανάδειξη της διαστροφής μου που απορώ πόσο ακόμη θα αντέξω να προσποιούμαι πως δεν υπάρχει μέσα μου. Για πόσο ακόμα θα περνάνε από δίπλα μου και θα είμαι μαζί τους, στα ίδια μπαρ, στα ίδια πάρκα, στις ίδιες αίθουσες, στα ίδια κρεβάτια και θα συγκρατώ όλη αυτή την μεγαλειώδη μου αρρώστια. Την βρώμικη ιδιαιτερότητά μου. Μ'αρέσει να με υποτιμούν κατά βάθος και μ'αρέσει να γελάω με τα μικροσκοπικά τους αγκαθάκια. Είναι γλυκούληδες.

I am too far gone for you to bring me back, so, baby, spare yourself.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Η ελεύθερη θηλιά μου

Το κύμα της θάλασσας δεν ξεπλένει τίποτα
εγώ τις αμαρτίες μου τις κουβαλάω
κάτω απ' το δέρμα.
Και όσο φεύγει ο χρόνος
περπατάω όλο και περισσότερο
πιο άκρη
στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.

Λες θα με σώσει η φωτιά μου
γιατί με προστατεύει πάντα.
Μα η φωτιά μου είναι οι αμαρτίες μου
και όσο υπάρχει μέσα μου
φουντώνει
και τα δάκρυά μου εξατμίζονται απευθείας
και αφήνουν μόνο την οσμή
μιας ενοχής καταραμένης

που δεν το έκανα το βήμα στο κενό.

Αδυσώπητη η τρέλα τελικά
μας κατατρώει όλους από μέσα
κι όποιος είναι αδύναμος την αγνοεί
κι εκείνη θα τον φτύσει εν τέλει
τι να τον κάνει αφού αχρήστευσε στα μάτια της.
Δε γουστάρω μακριά της.

Είμαι τόσο χαρούμενη
όσο ένας κατάδικος τη μέρα της εκτέλεσης
όμως όχι όσο ελεύθερη
όσο αυτός που φεύγει.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

"Είμαι μια κλισέ γλαστρούλα"

Ξημέρωσε σε ένα ξένο σπίτι που νομίζεις για γνώριμο
στο κεφάλι σου οι φλέβες καλπάζουν
απ' τα χθεσινά.
Πετάς σχεδόν σπασμωδικά το κάλυμμα του καναπέ
πάλι με αυτό σκεπάστηκες - φυσικά
αφού στο σπίτι αυτό σεντόνι δεν σου ανήκει -
το σώμα σου παραπονιέται καθώς πας να τεντώσεις τα άκρα σου
έχεις κάποιες εικόνες χθεσινές που έπαιρνες φόρα
και έσπαζες τα γόνατά σου μπροστά στις καπνοδόχους
της απέλπιδης νεότητάς σου
κι εκείνες δάκρυζαν με οίκτο απάνω στα μαυριδερά σου μάγουλα
τα σαπισμένα χείλη σου
και θρηνούσαν μ'ευχαρίστηση την απόγνωσή σου.

Θρυμματισμένα τα λερωμένα σου πόδια
και οι αγκώνες
στριγκλίζουν να δραπετεύσουν απ' την Ειμαρμένη
και γατίσια χέρια σ'αγκαλιάζουν και σε παρηγορούν
γεμίζοντάς σε τρίχες πληγές και βρώμα
για μια ακόμη θλιβερή σου παράσταση.
Θερινή η λυπηρή σου ζωή και τα όνειρα
μουχλιάζουν σε ένα έγχρωμο τετράδιο με τον Μίκι Μάους
μέσα σε ένα συρτάρι με μωρουδιακά
κουτιά με προφυλακτικά.
Μύριζε μούχλα ανέκαθεν το μέλλον.

Φυτεύουν μέσα σου ιδέες, αυτοί, εγώ, εκείνες
μα το χώμα σου είναι σάπιο κι αχρηστεύουν
τα πάντα στα χέρια σου
ακόμη και τα άφθαρτα ανέγγιχτα ιδεώδη
κι εσύ όταν σ'αγγίζεις
εγώ δε σ'άφησα όπως δεν ξέρεις.
Κι έπειτα φτύνεις λόγια δευτέρας φύσεως,
τα χρυσομασημένα μπλαβιάζεις με τη γλώσσα σου
και ξεχνιέσαι πως δεν είσαι εσύ τελικά αυτό που φιλοσόφησες
αλλά μια φύσις σ'άλλη διάσταση από 'σένα.
Είσαι, θα 'λεγα, μια σαθρή παρουσιάστρια τηλεόρασης.
Μια γλαστρούλα.

Δε μυρίζεις ζωή, δε μυρίζεις Θάνατο
βρωμάς κοινωνία, καθημερινότητα, ματαιότητα
είσαι η κραυγή μιας καταστροφής μάταιης
και απορώ πώς την βρίσκεις που ανασαίνεις.
Θα μείνεις για πάντα κλεισμένη μέσα σε αυτό το τετράπλευρο
και απ' όπου λείπεις θα 'ναι χώρος γεμάτος.

Μου θυμίζεις κρυμμένο μαργαριτάρι
- και δεν το λέω εγώ μονάχα -
που άμα το ανοίξεις στα δυο θα σε φάνε τα σκουλήκια
που ζουν μέσα του - πώς έκρυψες τέτοια σαθρότητα
μέσα σε τέτοια στιλπνή πνοή
ανάμεσα σε πίσσα και σκατά;
Κλισέ, ενθουσιώδης, λίγα υποσχόμενη κλισέ.

Και παίρνω πια πίσω αυτό που μου ανήκει
- κοροϊδευτικά - γιατί μου ανήκει
κι αφού σ'αρέσουν τόσο τα τετράγωνα
μάθε πως μέσα σε ένα τέτοιο θα το βάλω.

Έτσι, για ένα δώρο τελευταίο. 

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

I'm a bad girl

"Ό,τι έγινε, έγινε κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει." ΣΚΑΑΑΑΣΕ, πες μας και κάτι καινούριο. Όσα έγιναν, τα γουστάρω κι όσα δεν έγιναν κι ήθελα να συμβούν, πάλι τα γουστάρω. Κι όσα έχασα και με έχασαν, κι αυτά τα γουστάρω και μ'αρέσουν και θα τα θυμάμαι πάντα. Γιατί, λένε, είναι πιο ψυχωτικό το να θυμάσαι απ' το να ξεχνάς. Όλα έγιναν για κάποιο λόγο. Ναι, για να νιώθουμε και εγώ αρκετά ένιωσα-και νιώθω ακόμα. Γούσταρα τόσο πολύ τη ζωή τον τελευταίο καιρό που είχα ξεχάσει παντελώς την επιβίωση. Και η επιβίωση ήταν κάτι εύκολο για μένα, αλλά ποιος την προτιμάει αφού έζησε; Ε, εγώ και όχι εγώ. Εσύ θα ζήσεις κι εσύ θα επιβιώσεις, να δούμε ποια θα περάσει πιο καύλα. Κι αφού είστε το ίδιο άτομο, μάλλον καλά θα τα πάμε. Ανταγωνισμός. Εσύ θέλεις να αγγίζεις τους ανθρώπους και μετά να φεύγεις κι εγώ γουστάρω να τους χουφτώνω και να τους κάνω να φεύγουν εκείνοι και να είμαι σκατά και μετά να γελάω. Επειδή όντως γουστάρω. Και μ'αρέσει που δεν μοιάζουμε, γιατί είμαστε το ίδιο άτομο. Είσαι βαρετή για 'μένα και είμαι αναξιόπιστη για 'σένα. Εμένα, πάντως, μ'αρέσει που τα πάμε καλά. Γιατί είμαστε το ίδιο άτομο-και φυσικά και δεν είμαστε καθόλου. Η τρέλα θέλει αξιοπρέπεια, αυτό έχω μάθει εγώ από εμένα την ίδια που δεν είμαι το ίδιο άτομο. Μεγαλείο, όχι ξεφτίλα. Και μια ύπουλη σιωπή. Και την αγαπάω. Και με αυτή είμαστε, ναι, το ίδιο άτομο. Και οι τρεις. Κι άλλοι τόσοι. Να την αφήνω να με κυριεύει και μετά να χάνω την υπόστασή μου μέσα σε αυτή και να γινόμαστε ένα-σε δυο κομμάτια ξεχωριστά. Μ'αρέσει να κάθομαι μέσα στο σαλονάκι μου και να κοιτάζω απ' το παράθυρο, ματαιόδοξα, εμένα που παλεύω να με βγάλω έξω. Και μ'αρέσει να 'μαι έξω απ' το παράθυρο και να πετάω αυγά στο τζάμι μου για να βγω επιτέλους έξω. Και μ'αρέσει να τους οδηγώ όλους άθελα μου στην κάθε περίπτωση ανάλογα. Και μ'αρέσει και να γράφω για όλο αυτό το τσίρκο μέσα μου, που μόνο τσίρκο δεν είναι γιατί λίγοι έχουν γελάσει κι όσοι γέλασαν ήταν ζηλόφθονοι και είχαν χάσει το δικό τους παρόμοιο τσίρκο. "Δεν ξέρεις ποια είσαι", όχι πια. Δεν είναι καθόλου έτσι. Απλώς δεν είμαι κάποια συγκεκριμένη, σκάααστε. Και δεν θα πω ότι κανείς δεν είναι. Γιατί ο καθένας το χάνει ή το βρίσκει μέσα του ανάλογα. Και εγώ μιλάω για εμένα μονάχα και δεν παίρνω κανένα στο λαιμό μου-γιατί τη δική μου τη θηλιά θα τη βάλω εγώ και δεν θα υπάρχουν παράπλευρες απώλειες τότε. Είμαι καλά. Από τότε που συνειδητοποίησα ότι θα δώσω φέτος πανελλήνιες, σταμάτησα να φτιάχνω παραγράφους. Για την ίδια πράξη έχω ακούσει δέκα διαφορετικές κριτικές-και κάποιες συγκρουόμενες. Κι αποφάσισα να σταματήσω να προσπαθώ να-ξέρω εγώ. Πετάω αυγά στο παράθυρό μου, δε μου φτάνει, δε μου αρκεί, ελάτε κι εσείς. Παθιαστείτε μαζί μου κι άλλο, διότι είμαι ιδέα. Είμαι άνθρωπος και δεν είμαι καθόλου, μα τι βαρετή ζωή. Και τι καύλα θάνατος. Και τι γλυκιά επιβίωση. Η ζωή είναι μια ψευδαίσθηση και δεν έχω θέμα με αυτό. Ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα που θα συνεχίσω να βιώνω. Κι η επιβίωση, ένας κρίκος ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Ας υπάρξουμε για λίγο.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

When I was lying on the floor, I couldn't believe you wouldn't save me

Μια ζωή θα με κατηγορείς για όλα όσα κατέστρεψες εσύ και μια ζωή θα προσποιούμαι πως σε δικαιολογώ. Κι έπειτα θα γυρνάω ξανά στο στάδιο όπου σε μισώ και όλα θα κάνουν κύκλους μεταξύ μας. Θα γελάς και θα βρίσκω την ευκαιρία να γελάσω κι εγώ μαζί σου ακόμη κι αν έχω ξεχάσει πώς ακούγεται το γέλιο μου, θα το κάνω απλά για να έχω μια στιγμή όπου γέλασα για λίγο μαζί σου. Κι έπειτα θα θυμώνεις με όσα σκέφτομαι και με όσα κάνω και με τις αποφάσεις μου και με το πώς θεωρείς ότι καταστρέφω τον εαυτό μου και εμποδίζω τη ζωή σου, τη σχέση σου, τη δουλειά σου, την καθημερινότητά σου, τον ύπνο σου. Και θα θυμώνω κι εγώ, όχι τόσο με εσένα, αλλά περισσότερο με εμένα που καταπιέζω τον εαυτό μου να σε μισεί υπό εντολή του εγωισμού και της άμυνάς μου. Θα βρίσκω αποκόμματα ελπίδων πάνω σου διαρκώς. Θα με πληγώνεις και θα σε πληγώνω και θα πληγώνομαι ξανά που σε πλήγωσα. Και το κενό που έχω μέσα μου εξαιτίας της απουσίας και της ανεπαρκούς παρουσίας σου συνάμα, θα μεγεθύνεται διαρκώς κι έπειτα θα γεμίζει με εφήμερες χαρές κι απεγνωσμένες εξαναγκασμένες ελπίδες απέλπιδες. Όμως, όπως και να 'χει, θα μεγαλώνει και, κάθε φορά που εκείνες θα χάνονται, θα πέφτω όλο και πιο μέσα σε αυτό. Δεν έχω συγχωρέσει κανένα απ' τους δύο, όχι, δεν κάνω εξαιρέσεις. Απλώς, εσύ είσαι αυτή που συνεχίζει να με πληγώνει.

And though I screamed and I screamed, well, no one came running
No, I wasn't saved, I wasn't safe from you.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Τριπ (λ) άρεις;

Ήμουν απλά εκεί. Δεν θυμάμαι ποιον πήγα να δω. Οι διάδρομοι ήταν πολύ λευκοί με λίγο γαλάζιο και η ατμόσφαιρα κρύα. Άνοιξα κατά τύχη την πόρτα, έψαχνα κάτι άλλο εγώ άλλωστε. Κι ήταν στην γωνία καθισμένη και ξυπόλητη, με ένα κάτασπρο φόρεμα που δεν θύμιζε τόσο τους διαδρόμους που με πάγωναν πάντα. Το πάτωμα ήταν λευκό και λείο, μύριζε χλωρίνη και φάρμακο. Θυμάμαι ότι έγραφε για τον εαυτό της συχνά, δεν θυμάμαι πότε την είχα δει τελευταία φορά ή αν την είχα δει ποτέ στη ζωή μου ή αν ήταν απόκομμα της φαντασίας μου και απλά έπεφτα τυχαία στα γραπτά κάποιας άγνωστης. Μπορεί και να μην ήταν καν αυτή που είχα στο νου μου εγώ. Ήξερα ότι επισκεπτόταν συχνά αυτό το δωμάτιο. Αισθανόμουν ότι την ήξερα καλά. Δεν κρατούσε τίποτα. Πήγα να πω ψέματα. Τα χέρια της ήταν κενά και τα είχε ακουμπήσει με ανοιχτές και τσιτωμένες τις παλάμες στο πάτωμα σαν να έδινε ώθηση να σηκωθεί, αλλά δεν σηκωνόταν. Τα πόδια της ήταν τεντωμένα κι ακουμπούσε το ένα τ'άλλο. Δεν φορούσε τίποτα εκτός από το φόρεμα, δεν φορούσε εσώρουχα. Τα μαλλιά της ήταν όπως ακριβώς τα περιέγραφε στα ποιήματά της και τα χείλη της το ίδιο. Υπήρχε κάτι που δεν με άφηνε να βγω από αυτό το δωμάτιο. Άνθρωποι σοβαροί με μακριές λευκές ή γαλάζιες μπλούζες μπαινόβγαιναν από το δωμάτιο αυτό, η πόρτα του οποίου ήταν παραδόξως φούξια. Σκέφτηκα να την πλησιάσω και να της μιλήσω, να της πω ότι μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεται, αλλά πως μερικές φορές τη βρίσκω λίγο ιδιόρρυθμη και τελειομανή, ν' αφήσει λιγάκι ελεύθερη την ποίησή της. Κάτι τέτοιο θα της έλεγα, δεν ξέρω. Ωστόσο, όταν κίνησα προς το μέρος της, μια μικροκαμωμένη κοπέλα που δούλευε εκεί-από αυτές με τις γαλάζιες μπλούζες-με πλησίασε και με ρώτησε αν ψάχνω κάτι. Της είπα πως ήρθα να δω τον, ε, δεν θυμάμαι τώρα ποιον είχα πάει να δω, και πως μάλλον χάθηκα. Εκείνη, με οδήγησε προς την φούξια πόρτα και μου έδειξε το δρόμο για το πού μπορώ να πληροφορηθώ γι' αυτό που ψάχνω. Δεν είχα άλλη επιλογή, ε, και δεν έσκαγα κιόλας, δεν είχα τόση περιέργεια να δω εκείνη, όχι τουλάχιστον μέχρι να γυρίσω να την κοιτάξω λίγο για τελευταία φορά, να αποτυπωθεί η εικόνα της στο νου μου για να την έχω ολοκληρωμένη όταν διαβάζω για 'κείνη-δε φημίζομαι και για τις ικανότητες της φαντασίας μου, θέλω να έχω δεδομένα. Και τότε την κοίταξα και με κοίταξε κι εκείνη, παρόλο που δε σήκωσε το βλέμμα της, απλώς ανέβασε λιγάκι τους βολβούς των ματιών της. Με κοίταξε μισοζαλισμένη κι είχε μαύρους κύκλους, έμοιαζε να μη βλέπει πραγματικά τη μορφή μου αλλά κάτι άλλο που ξεπεταγόταν απ' το μυαλό της και κάλυπτε το πρόσωπό μου με κάτι διαφορετικό, που ίσως εγώ να έπρεπε να γνωρίζω καλύτερα από εκείνη. Εντάξει, εγώ είμαι απλός άνθρωπος, δεν πήρα στα σοβαρά το βλέμμα και το ύφος της, ούτε τις σκέψεις μου. Αλλά με ήξερε. Ήξερα απ' το μπλογκ της ότι μένει στην ίδια πόλη με εμένα, οπότε ίσως και να με ήξερε, δεν γνωρίζω. Το μόνο που μου έμεινε μόλις βγήκα απ' το δωμάτιο, ήταν τα κατακόκκινα μάτια της με τις γραμμές σαν γρατζουνιές και ένα μυστήριο αλλόκοτο θέαμα, ένα θέαμα αλλαγής. Σαν να με κοίταξε με τρία διαφορετικά βλέμματα, σαν να με κοιτούσαν έξι μάτια ταυτόχρονα. Κατακόκκινα. Και μόλις γύρισα σπίτι, όλα ήταν κανονικά, συνηθισμένα, φυσιολογικά. Όμως, εγώ κοιτούσα τον καθρέφτη μου και τη σκεφτόμουν. Και ο καθρέφτης ήταν τόσο καθαρός και γλοιώδης, όσο και το πάτωμα του δωματίου όπου είδα εκείνη για πρώτη φορά από κοντά. Κι ωστόσο, εγώ, με πεντακάθαρο τον καθρέφτη μου, έγραψα για πρώτη φορά σε ένα τετράδιο που βρισκόταν μέσα στο συρτάρι του γραφείο μου. Δεν είχα ξαναγράψει. Υποθέτω πως αυτό είναι η έμπνευση, ή αυτή. "Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και ο καθρέφτης μου αιματοβαμμένος. Και τώρα, ποιος θα καθαρίσει;"

Εγώ δεν θέλω να γίνω συγγραφέας, εγώ απλά θα γράψω τουλάχιστον άλλες δυο φορές για εκείνη.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Like a bullet in the back

Τα κοράκια που με ροκανίζουν, είναι η εύκολη κι εφήμερη ευτυχία. Η σφαίρα που θα με αποτελειώσει, θα είναι η αρχή της μόνιμης.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Un feu psychotique, alors

Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Je peux vivre seulement dans une réalité ivre. Vous m'excuser? C'est dommage, car je n'ai pas demandé d'être excusée.

Σήμερα, όταν έβρισα από μέσα μου τον κυριούλη που προσπέρασε υπεροπτικά τη γιαγιούλα που ζητιάνευε σκυμμένη στο πεζοδρόμιο, σκέφτηκα ότι ίσως και να μην είμαι τόσο αρχίδι τελικά. Βέβαια, όταν ήρθε η σειρά μου να περάσω μπροστά απ' τη γριούλα, την έβρισα κι εκείνη από μέσα μου και σκέφτηκα ότι ίσως ο τύπος με το κρύο πρόσωπο να μην ήταν και τόσο άσχημο αρχίδι τελικά. Κι ίσως και να μ'αρέσει, μερικές φορές, τελικά.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

"Nothing really bothers her, she just wants to love herself"

Το τίποτα δεν είναι απλά ένα τίποτα. Και το κενό δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κενό. Το τίποτα είναι πελώριο, θεόρατο, ογκώδες και έχει απ' όλα. Και το κενό είναι βαθύ, βαθύτατο, έχει διακλαδώσεις και πολλές τρύπες που οδηγούν σ'άλλα κενά με απέραντο βάθος. Δεν μπορώ να δω μέσα απ' το τίποτα και δεν μπορώ να βαδίσω μέσα στο κενό. Διότι το τίποτα είναι σκοτεινό και γεμάτο με τα πάντα και ταυτόχρονα αστραφτερό και λευκό και μου καίει τα μάτια, ενώ το κενό είναι κολοσσιαίο και απέραντο, ζοφερό κι εφιαλτικό, γεμάτο ανάσες κοφτές δικές μου και ασυναρτησίες που τρυπούν το δέρμα μου στο φως της ημέρας και εισχωρούν στις φλέβες μου, χαμογελώ, χαμογελώ πολύ τελευταία. Δεν ξέρω πού θέλω να καταλήξω και μ'αρέσει, ξέρω ότι γουστάρω να συνεχίσω να γράφω. Όχι, δεν έχω αλλάξει καθόλου, κάνεις λάθος, μα δεν έχω αλλάξει ποτέ, αυτό είναι το θέμα. Πώς είναι τίποτα το τίποτα αφού αντικατοπτρίζει τα πάντα μου; Και όχι, δεν εννοώ κλαψιάρικα ότι έχω τίποτα κι ότι είμαι ένα τίποτα. Αλλά ότι έχω και είμαι τα πάντα κι όλο αυτό είναι το πιο ποθητό κρυφό μου τίποτα. Ένα για τον πούτσο τίποτα. Και πώς θα μπορούσε το κενό να 'ναι κενό αφού μέσα του αιωρούνται τα πάντα μου και μέσα του βυθίζομαι; Τίποτα, κενό. Κενό, τίποτα. Δεν υπάρχω, είπαμε, επειδή γεννιέμαι και πεθαίνω, δεν υπάρχω, επειδή ζω. Φθείρομαι, δεν υπάρχω. Αν υπήρχα, θα 'μουν άφθαρτη, στο υπόσχομαι. Αν υπήρχα, δε θα γεννιόμουν και δεν θα πέθαινα. Γεννιέμαι και πεθαίνω, άρα δεν υπάρχω. Ζω. Και αυτό το οφείλω στο τίποτα και στο κενό μου. Διότι ζω όσο νιώθω. Όσο αισθάνομαι. Κι αισθάνομαι μονάχα μέσα απ' το τίποτα και μέσα απ' το κενό, στ' άλλα είμαι απαθής. Παρεξηγείς τη σημασιολογία και την κάθε έννοια της λέξης, διότι δεν κολυμπάς μες στο κεφάλι μου, γι' αυτό μην βγάλεις ακόμα συμπέρασμα. Η Ζωή είναι σέξυ, ένα σέξυ τίποτα, ένα καύλα κενό. Και την αγαπώ κι αγαπώ το τίποτα κι αγαπώ και το κενό. Είμαι ένα τίποτα και είμαι κενή. Και νιώθω όσο δεν υπάρχω κι όταν υπάρχω-τότε με πετυχαίνεις συνήθως-δεν αισθάνομαι. No, don't do that. Fucking sympathy. Περιττό. Περιττό.

Ο τίτλος είναι στα εισαγωγικά, φυσικά, όπως και κάθε κατηγορία προς εμένα την οποία δεν ασπάζομαι.

Αυτό που δεν μου λείπει ποτέ είναι ο θυμός.

Το μόνο που μου λείπει όταν δεν υπάρχω είναι ο πόνος. Γι' αυτόν συχνά πετάω το τίποτα και βγαίνω απ' το κενό μου. Αρχίζει και μου λείπει.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

"And she knows that the lights will be there for her"

Η αλλαγή θα 'ναι πάντοτε η παντοτινή κι η πιο έμπιστή μου σύντροφος. Εξαιρετική. Αισθάνομαι ανέμελη και μόνο που κατέληξα να γράφω επιτέλους στο πρώτο πρόσωπο. Δεν ήταν δύσκολη η διαδρομή από το τρίτο στο δεύτερο, απ' το δεύτερο στο πρώτο κι απ' τον πληθυντικό στον ενικό. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν, άλλα μόνο εγώ ξέρω. Εγώ. Μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος. Μου αρέσουν οι βρώμικοι τοίχοι. Μου αρέσει η βρώμικη μουσική. Μου αρέσουν τα βρώμικα λόγια, τα βρώμικα αγγίγματα, οι βρώμικες επιλογές. Ναι, κι οι βρώμικοι άνθρωποι. Απλώς, εγώ, θέλω να είμαι και θα είμαι πάντοτε καθαρή. 

She washes all the young blood from her hands in the sink

Αλλαγή κι αποδοχή. Αλλαγή κι αποδοχή. Αποδοχή κι αλλαγή. Κι αποδοχή. Ίσως να κάνω κύκλους τελικά. Αποδέχομαι τον εαυτό μου. Αλλάζω. Αποδέχομαι την αλλαγή μου. Αποδέχομαι τον εαυτό μου. Αλλάζω. Κάθε φορά κάνω πελώρια και σταθερά βήματα, προσεγμένα, όμως με μια ασταθή και αδέξια ρύθμιση, βαθμίδα, τακτική. Και στο τέλος, πάντοτε έχω επιλέξει σωστά, διότι αγαπώ τη ζωή και αγαπώ και το θάνατο και αγαπώ τη ζωή μου και πιθανότατα να αγαπήσω και το θάνατό μου. End of an Era. End of an Era. Ξανά και ξανά. Και τους βρίσκω πάντοτε-μ'άλλα πρόσωπα.

and she knows that the lights will be there for her

Κι όταν τους βρω, θα τους ξεσκίσω. Θα τους γλείψω έναν έναν και θα τους καθαρίσω από κάθε δική τους αμαρτία, κάθε δικό τους αδίκημα, κάθε κουσούρι και κάθε αρετή, θα τα ρουφήξω, πόσο αγαπώ να το κάνω αυτό. Και δεν θα τους αγγίξω, θα περπατήσω παράλληλα, θα βαδίσω. Και θα 'μαι θεατής, παρατηρητής. Στις συναυλίες, στους χορούς, στα μπαρ, στα σαλόνια. Και στις τουαλέτες. Άλλωστε, εγώ δεν διψώ για τους ίδιους, εγώ διψώ για τις αιμάτινες σταγόνες που θα στάζουν απ' τους λοβούς τους και θα 'μαι σε ετοιμότητα.

breaks down the bodies to dark subtle ink

Και μετά ξανά. Η πτώση. Η απειροελάχιστη ύπουλη κι ανυπόφορη στιγμή όπου θα ήθελα να άγγιζα κι όχι να βάδιζα παράλληλα. Μια μικρή καμπύλη. Η απόσταση. Η ανακοπή. Η αποστροφή. Οι πιο γρήγορες ανάσες και μια εύθραυστη καινούρια πάντα πληγωμένη Κολομπίνα. Πόσο τη λατρεύω. Ειδικά εκείνες τις στιγμές που το μοναδικό που της έχει μείνει απ' όλους αυτούς τους παλιάτσους που αλλάζουν πρόσωπα είναι η πένα η δική της και κάτι πένες δικές τους που γλίστρησαν απ' τις κιθάρες. Και ανασαίνει μέσα απ' αυτά. Εκμετάλλευση.

and she scrawls on the parchments that hang in the air.

Τα υπόλοιπα

She rides a horse over stones in the night
and she closes her eyes and lets go off the reins
she knows the radios run through the night
and she knows that the lights leave the prettiest stains
She builds a shrine and a typing machine
and she curls up to write down her tales from the black
prays for a soft breeze and cool gentle rain
and she prays for the bodies that rise slowly back

μου αρκούν να τα γνωρίζω εγώ.


Shame on you. You lighted on your life on yourself, maybe.
(I love what you've done, girl, but still, shame on you!)

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Όνειρο (IV)

Λευκές καμπύλες αφρίζουν γύρω απ' το θερμό μου τρέμουλο
προσωπεία θανατηφόρα, ανεξέλεγκτα, Εωσφορικά
καβαλούν τα γαλανά θεριά κι ακολουθούν τις κραυγές π'αφήνουν
ανάμεσα στους κατάλευκους θεόρατους Θεούς που με γυροφέρνουν.
Είμαι στη μέση της τελετής-και κάτι με κάνει να αισθάνομαι
ότι είμαι εγώ η ίδια η Τελετή-
πεντακάθαρη, λευκή, οι κόρες των ματιών μου υπέκυψαν
στην καθαρότητα του ονείρου
και την αγανακτισμένη κατηγορία των στοιχειών που μάχονται γύρω μου
να δραπετεύσουν το ένα απ' το άλλο σαν να κάνουν έρωτα πνιγμένα
σ'έναν βρώμικο και βίαιο ρομαντισμό
καταπίνω μία προς μία τις αλληγορικές μου σκέψεις
και δηλητηριάζω σατιρικά το στομάχι για να σώσω το μυαλό μου
μα το αισθάνομαι ακούσιο και σαν προφητεία
διότι δεν θα βγω από αυτό το σκηνικό δίχως άλλη μια θυσία
δική μου και για μένα, κι από εμένα προς εμένα και μ'αυτές
τις μάσκες χωρίς χρώμα που δε θυμίζουν καρναβάλι
και τα κοσμήματα τα χαραγμένα με αριθμούς που δεν
μοιάζουν να έχουν ψηφία-καθρέφτες γνώριμοι
σε γωνίες του δικού μου χάρτινου τσίρκου
όπου στεγάζω το αρωματισμένο μου κορμί και κομμάτια των ζωών των άλλων.
Κρατιέμαι μονάχα απ' τη γύμνια μου κι αυτή
είναι η μοναδική μου τυχούσα σωτηρία
η ηλιόλουστη κι αιμάτινη παραπλανητική μου φύσις, δεν κρατιέμαι να μην το πω
μα η γύμνια των αισθημάτων μου θα 'ταν το Διαβολικό μου τέλος
η δική μου ξεχωριστή κι αιμοβόρα Πόλις, η άτεγκτη Ευθανασία
κι αδυνατώ να πληγώσω το Σύστημα
και το Σύμπαν-θα το βρεις το πρώτο εάν κοιτάξεις ψηλά
και το δεύτερο ευθεία.
Κάτι με βαραίνει ολοκάθαρα μα τα χέρια μου είναι ολόλευκα, καθαρά κι άδεια
κι η πλάτη μου ίσια, δεν κουβαλώ τη Ζωή μου
αυτή τη μοναδική τυχαία φορά
δεν έχει Ζωή εδώ που ακουμπώ-συχνότητες
στ'αυτιά μου φτάνει διαπεραστική η σιγή των κραυγών τους
ουρλιάζουν κι ακούω τις ανάσες τους έγχρωμες να σπαρταρούν
και να καίνε, να στάζουν και να λιώνουν οι ίδιες απ' τη θέρμη τους
η σιωπή τους δεν με φτάνει, μα η ηχώ της μου τρυπάει το κεφάλι
μου σαπίζει τα αυτιά, ζαλίζει τους κατάλευκούς μου βόλους.
Τα ολόλευκα θεριά ακουμπούν τους στεγνούς λαιμούς τους μεταξύ τους
ένας προς έναν, ξωτικά του Διαβόλου χωρίς μορφή
χρώματα δίχως απόχρωση και αριθμοί
χωρίς ψηφία, αποπνικτική καθαρότητα.
Χωρίζονται σε ζευγάρια μ'ακουμπισμένους τους λαιμούς
και τα προσωπεία τους σιγά σιγά γίνονται ένα, διακρίνω τις φλέβες του καθενός
ξεχωριστά να ενώνονται με εκείνες του παρτενέρ τους, ναι
χωρίζονται σε ζευγάρια κι είναι έτοιμα να χορέψουν το κατακόκκινο τάνγκο
μπροστά στα μάτια, στα δάχτυλα και την κρύα μου ανάσα, καίγομαι.
Οι φλέβες τους εκρήγνυνται και σκάνε απάνω στην γυμνή μου αλήθεια
κατακάθονται στις αρετές μου και κρύβονται
στα μυστικά μου καταφύγια, αισθάνομαι τα παιδικά μου φυλαχτά να λιώνουν
και να κατακαίνε ό,τι έχει απομείνει απ' την αγνότητα
τη νεότητα
την αθωότητα
και τη ροκανισμένη μου λευκή δύναμη.
Σκάνε, τρυπάνε τους λαιμούς τους και βγαίνουν έξω
εισχωρούν η μια μέσα σ'εκείνη του παντοτινού τους παρτενέρ
και ρουφούν με μανία η μια τις πορφυρές συχνότητες της άλλης
ο ρυθμός τους καταπίνει το λευκό σιγά σιγά κι εγώ τρέμω
ανάμεσα στα θεόρατα στοιχειά με τα διάφανα προσωπεία
και τους οικείους μου καθρέφτες για κοσμήματα
καθώς εκείνοι μεταμορφώνονται σε ερυθρά ψηλόλιγνα δέντρα
με κατακόκκινους κορμούς, στοιχειωμένα από εβένινα αστραφτερά
και μυτερά φύλλα.
Το σκηνικό τώρα πια είναι το δάσος κι εγώ
βρίσκομαι κατάλευκη μες στις μυστήριες μελωδίες του Ερέβους
κι ο Διάβολος μαζί με τον Θεό μου 'χουν ράψει και μ'έχουν τυλίξει
μ'ένα αιμάτινο κι υγρό φόρεμα κάποιας νεκρής Λαίδης
-αισθάνομαι το πένθος να με κατακλύζει, πενθώ για την άγνωστη Κυρά
εκείνη την παγιδευμένη σε μιαν άρρωστη εποχή που μοιάζει
ν'απέχει δυο αιώνες απ' τη δική μου, ποια είναι; ποια είναι;-
Τρύπιο κεφάλι, χάλκινες μπούκλες, πεντακάθαρο βιασμένο δέρμα
βαδίζω προς το δάσος που είναι έτοιμο να με καταπιεί
παγιδευμένη στο ερυθρό μου ύφασμα-μ'αυτό η Ειμαρμένη
έμελλε να πενθήσει για 'μένα-και με σφίγγει
όλο και περισσότερο καθώς αφήνω τα βαριά μου ίχνη
προς το δάσος, υγραίνει το κορμί μου με την αιμάτινη πίσσα
τα απομεινάρια της καταδικασμένης Λαίδης, είμαι πλούσια τώρα, αχ
πώς να μην σκάω χαμόγελα στο σκότος, το Έρεβος
φοράει ένα γνώριμο προσωπείο κι αισθάνομαι ξανά γυμνή, κρυώνω
μα ακόμη με τυλίγει η υγρότητα του υφάσματος της Κυράς!
Γιατί κρυώνω; Δεν κουνάει φύλλο-και τότε
τα εβένινα αστραφτερά και μυτερά
χαραγμένα με φιλιά και σημάδια της Σιγής των δέντρων, των θεριών μου
κράζουν και πετούν με τα στιλπνά τους μάτια μακριά απ' τα κλαδιά
και πετούν κι έρχονται καταπάνω μου
σαν αρπακτικά που κυνηγούν τη λεία τους, τ'αντιλαμβάνομαι
κι αρχίζω να τρέχω, μα το ύφασμα μ'αγκαλιάζει μ'ευλάβεια
με τυλίγει μητρικό και μου δίνει φιλιά τρεμάμενα στο μέτωπο
καλύπτει το πρόσωπό μου με το ερυθρό πέπλο
-μα, πράγματι κάτι με βαραίνει ακόμη-και βάζω
τα αγνά μου χέρια στο πρόσωπο, με καλύπτουν τα κατάμαυρα γάντια της Λαίδης
και τα λούζω με τα κατάλευκά μου δάκρυα-πώς να κρυφτώ πια από
την παγερή και διαβολική μου καθαρότητα;
Μα, πώς;! Πώς είναι δυνατόν να κρυφτώ
κι απ' τη φύση του Χαμομηλιού μου, πώς να το αφήσω
να χαθεί, πώς να το πνίξω με το Σύστημα που το κατέχει;
Πώς να αρνηθώ το Σύμπαν, που ενώ χάιδευα τα ροδαλά μάγουλα
αισθανόμουν απάνω στα μπούτια μου βαριά και δηλητηριώδη
δυο κρύα ηλεκτροφόρα όμοια με τούτα χέρια;
Μα, δεν είναι δικά μου, δεν μπορεί! Είμαι βεβαία πως αγκαλιάζω τα μάτια μου!
Αισθάνομαι τη ζεστασιά του φορέματος να ξεψυχάει απάνω μου
τα άκρα μου παγώνουν! Τα χέρια ζωντανεύουν, δεν είναι δικά μου, είναι
κατάλευκα, αλλά δεν είναι δικά μου, είναι και
λιγνά και με ροκανισμένο βερνίκι αιμάτινο αλλά δεν είναι δικά μου!
Τα αισθάνομαι βαριά, σαλεύουν, ορθώνονται στο ύψος των κρυμμένων μου ματιών
και κοφτά, απότομα, μ'αποκομμένες κινήσεις
τυλίγουν το τρύπιο μου κεφάλι κι αφήνουν χαραγμένα σημάδια και
φιλιά, σαν κόσμημα αρχαίο, απάνω στο πρόσωπό μου
έως ότου εκείνο πάρει τη μορφή ενός γνώριμου προσωπείου, μα δεν είναι!
Πετάγονται και τ'αστραφτερά εβένινα πουλιά απάνω μου κι απάνω
στη σαπισμένη Λαίδη που κουβαλώ αδίκως
εκείνη, η Μητέρα, με φιλά ξανά στο μέτωπο, διότι όλα φτάνουν στο τέλος
και πρέπει να ησυχάσω, να μην σπαρταρώ, να μην κραυγάζω-με φιλά
και μ'αφήνει εκεί να ξεψυχήσω απ' την οργή των αρπακτικών
απ' τα λυτρωτικά καθάρια χάδια
και τα θεραπευτικά και γεμάτα δηλητήριο
φιλιά.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Πάντα με τίτλο

Δεν είναι ποίηση, μην κοιτάς το μέτρο.
Είναι που μέρα με τη μέρα
δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να χωρίσω τις παραγράφους. Αλήθεια

και δεν είναι μάσκα, είναι απλώς
μια
δεύτερη λύση-κάτι είναι ψέμα απ' όλα αυτά που έχω πει έως τώρα
το δηλώνω με απορία διότι δεν γνωρίζω τι ακριβώς, βοηθήστε,
και δεν άρχισα ακόμα.

Θα ήθελα να μπορούσα να ελευθερώσω το άγγιγμά μου και να αγγίξω
κάποιον με τον ίδιο τρόπο που αγγίζω και τα βιβλία μου. Την κάθε
σελίδα, μία προς μία, με την διακριτική οδύνη
την παθιασμένη, παράφορη απαλότητα, αγαθότητα
τις βαμβακερές μου αυτές γρατζουνιές, τις δικές μου
τη ζεστασιά και το κρύο και κάτι παραπάνω απ' όλα αυτά.
Θα ήθελα επίσης να ήμουν λίγο λιγότερο θαρραλέα
ώστε να μην είμαι με τα πάντα τόσο ορμητική κι αδέξια
είμαι αδέξια
και να μην το παρατραβούσα τόσο με το πόσο παθιασμένη είμαι
με το κάτι παράφορο, με το κάτι παθιασμένο και δυνατό
σε σημείο που το τρομάζω και το διώχνω μακριά μου η ίδια
και δεν μπορώ να το φτάσω εν τέλει, το τρομάζω.
Θα ήθελα αυτό, να είμαι λιγάκι δειλή κι αμήχανη
και να μην τρομάζουν τόσο πολύ οι άνθρωποι μαζί μου.
Τι είδους κατάρα είναι αυτή;

Θα ήθελα να σταματήσω πια να ερωτεύομαι τους πάντες
διότι δεν ερωτεύομαι εκείνους αλλά
το πάθος μου για εκείνους και το πάθος που ωρύεται
μέσα σε εκείνους για εμένα
ακόμη κι αν δεν υφίσταται αυτό, τότε ερωτεύομαι
την ιδέα του πάθους τους που κρύβεται μέσα τους
και θα μπορούσε να 'ναι για μένα
και καταλήγω εν τέλει πάντοτε μέσα απ' αυτή την αρρώστια
αρρώστια
αρρώστια
αρρώστια-με συγχωρείτε για την επανάληψη, ηχεί κι αντηχεί κι αντηχεί-
να ερωτεύομαι ξανά και ξανά το ίδιο πρόσωπο
ξεκάθαρα, χωρίς να κρύβομαι, τον εαυτό μου.

Και θα 'θελα να σταματήσουν να θεωρούν ότι με είδαν
όσοι τάχα με είδαν κι όσοι τάχα έλαβαν κάτι από εμένα
διότι όσα δίνω από μένα είναι εσκεμμένα
και τίποτα δεν βγαίνει στην επιφάνεια τυχαία
όλα είναι εσκεμμένα, όλα ελέγχονται
κι όλοι πέφτετε στην ίδια παγίδα-αποκαλυπτική απόψε,
σιγά, ποιος θα πιστέψει μια που ψεύδεται για καλοπέραση-
δεν κερδίζετε τίποτα χωρίς την έγκρισή μου και τα
περισσότερα σας τα πετάω εγώ κι είναι
απ' τη μια ερεθιστικός ο έλεγχος αλλά απ' την άλλη
αντικατοπτρίζει μια οξύμωρη-θα λέγατε-ανάγκη
να με δει έστω και ένας, έστω και λίγο.
Και, αυτό, όσα δίνω είναι εσκεμμένα, επομένως δεν δίνω
διότι είναι πολύτιμα όσα έχω και δεν θα τα έδινα
γιατί αν τα έδινα θα σας ζητούσα να τα διαλύσετε
να τα σπάσετε, να τα κάψετε, να τα καταστρέψετε, να μην υπάρχουν
τα πολύτιμα, δεν θέλω τίποτε πολύτιμο πάνω μου πια
αλλά έχω πολλά, μην σκέφτεσαι έτσι για εμένα
όχι, δεν είμαι τρελή ούτε άρρωστη ούτε κολλημένη
αλλά μπορεί να σου λέω πάλι ψέματα, το ψέμα μου είναι η αλήθεια σας
σας το προσφέρω κι είναι τόσο αποδεκτό
κι η αλήθεια μου, η δική μου, είναι το μεγαλύτερό σας ψέμα, ε,
το δικό σας, σας είναι τόσο δυσάρεστη, όπως είναι και σε εμένα το ψέμα σας.
Είμαι πάλι δυσνόητη, σας συγχωρώ γι' αυτό.

Προσπαθώ να δηλώσω κάτι τόση ώρα που παρανοώ
σε ένα άσπιλο κατάλευκο πλαίσιο-πότε κιόλας γέμισε με τόσες λέξεις;
και νόμιζα πως δε θα 'γραφα πάλι τίποτα κι απόψε-
κάτι που με βαραίνει καθημερινά και με συνοδεύει στα πάντα μου
ότι είμαι μια αδέξια, κακομαθημένη, ψεύτρα
κι ότι λέω ψέματα συνέχεια
κι ότι γουστάρετε
να το ξέρετε, γουστάρετε να λέω ψέματα
γουστάρετε να τα ακούτε, να τα ζείτε, να τα σκέφτεστε
να τα ζητάτε, να προσεύχεστε εις ταύτα, να τα ερωτεύεσθε
αλήθεια, γουστάρετε-αλλά αυτό είναι ψέμα, εντάξει;

Και όσες αλήθειες έχω πει τις πήρατε για περίεργες, αλλόκοτες
παραμυθιακές, ουτοπικές και περιττές, γαμώτο, περιττές.
Και δε γουστάρατε και τόσο.
Οπότε μη με κατηγορείτε που σας λέω ψέματα.
Γιατί σας γουστάρω και είμαι άνθρωπος που δεν μπορεί να μη ζει ανάμεσά σας
σκατοκαρκινάκια, να 'στε σίγουροι γι' αυτό και να το εκμεταλλευτείτε
και να μου φερθείτε πολύ άσχημα
για να εξαλειφθούν με κάποιο τρόπο οι ενοχές που με δηλητηριάζουν
διότι είμαι μια ψεύτρα.
Τιμωρήστε με, αλήθεια



Σου είπα ότι τα χείλη μου λένε την αλήθεια κι ότι
οι πράξεις μου ψεύδονται
και δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ με μπέρδεψε αυτό
που η ίδια ξεστόμισα, ίσως να 'ταν αλήθεια εκείνη τη φορά-δική μου;



Οι λέξεις είναι όλες δικές μου
και το θάρρος μου
το οποίο συνειδητοποίησα πως χρησιμοποιώ
κυρίως
αδέξια.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Αναλγησία

Αγγίζεις και φεύγεις
δεν πιάνεις, δεν χώνεσαι, δεν σπρώχνεις
και, προπάντων, δεν ζητάς.
Αγγίζεις 
και φεύγεις.
Δεν χρειάζεσαι και πολλά από εκείνους
δεν θα πρόσφερες κι εσύ τίποτα δικό σου
διότι τα δικά σου είναι
πολύτιμα, σωστά;
Να το, τώρα
τους άγγιξες,
τι περιμένεις;



Δεν αισθάνεσαι

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

"Er lässt sich nicht lesen"

Χειρόφρενο.  Γνώριμη στριγκλιά απειλητική προς το στήθος και το κεφάλι
θύμισε τον καιρόν π'αγαπούσε μάλλον τα γλειφιτζούρια
και έτρεμε τα δυναμιτάκια και τις πέτρες στις πλατείες και τους δρόμους
-μονάχα τις πέτρες που δεν πετούσε εκείνη κι όσες δεν εδύνατο να προβλέψει.
Εκείνη η Άνοιξη του Δεκέμβρη ζήτησε ξανά απ' το χρόνο να γυρίσει για λίγο πίσω
να κάνει μια χορευτική στροφή γύρω απ' τον 'Ηλιο και τις νύχτες
κι εκείνος-για έναν ακόμη σύμπαντα βίο-στροβιλίστηκε γύρω απ' τον εαυτό της
και μεταμφιέστηκε ξανά σε φιγούρες εβένινες της Εύφλεκτης χαίτης
που χόρευαν μεταξύ τους πανομοιότυπες σ'ένα κύκλο γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Ελεύθερες λικνίζονται τώρα οι κοφτές ανάσες απ' τα κάγκελα του κορμιού
αντανακλώντας τώρα με ορμή τα τρομοκρατημένα της στεγνά χείλη
εκείνης που παραμέρισε διστακτικά με τα δάχτυλα τα μαλλιά απ' το πρόσωπο.
Δίπλα, στο κάθισμα του οδηγού, ξαφνικός κρότος, ξέσπασμα που γρύλισε στο στήθος
τόσο που οι πληγές κι οι μώλωπες τραβήχτηκαν αντανακλαστικά προς το παράθυρο
κι αγκαλιάστηκαν απ' τις χάλκινες τούφες που κάλυπταν ξανά τα κοκκινισμένα μάγουλα
ενώ τα εβένινα πέταλα κάλπαζαν γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Οι προσευχές δε λάμβαναν ποτέ μέρος, το σκηνικό έχει πάντοτε ένα τέλος
μα αυτό το σκηνικό δεν ήτο ανάμεσα σ'εκείνη και τις ηλεκτροφόρες μέδουσες
και κάθε τέλος αποτελούσε την αφορμή για μια πιο ανυπόφορη αρχή. Και δεν
τελείωνε και κάθε φορά τα χέρια έτρεμαν περισσότερο μπροστά στην ορμή
και οι λέξεις δεν εδύναντο ν'αποδράσουν απ' τα καταδικασμένα χείλη
-καταδικασμένα να 'ναι όμορφα, να της κοστίζουν κάτι παραπάνω-
και τα γόνατα ήσαν κρύα και πληγωμένα μ'ερυθρές ρωγμές, λαβωμένα
κι οι σχισμές στην πλάτη και το στήθος αιμάσσουσες, πορφυρά κεριά που έλιωναν
κι έφταναν ως τα γυμνά πόδια και τα πάγωναν κι ήτο τέλη χειμώνα η πλάνη και

οι δυο πόλεις που επροβάλλοντo κάτω απ' τα χάλκινα φίλτατα ερπετά
δήλωναν κρυσταλλωμένες με τα νυχτερινά τους φώτα να τρεμοπαίζουν και να
αστράφτουν αποπροσανατολισμένες απ' την ανιαρή υγρασία, την παγερή υπνηλία
και τα φεγγαροφώτιστα σοκάκια που ενεπλάκησαν μεταξύ τους και σχημάτισαν
μουτζουρωμένες λευκές κόλλες με νερομπογιές-φλογομπογιές, ολοκάθαρα-
στην ντουλάπα του δωματίου μικρού παιδιού με μαγικά πινέλα-μαγεία, πάντοτε η μαγεία
ότε ελάμβανε μέρος, υπολόγιζε στην αγνότητα και την αθωότητα του δέρματος της Άνοιξης. 
Δεν εδύνατο να δραπετεύσει, τούτο να κρατήσετε καλά κάπου στο κεφάλι σας
όταν την κατηγορείτε για τις απροσεξίες και τις επιπολαιότητες της παρόρμησής της
τις απερισκεψίες και τις αδέξιες κι ακατανόητες συλλαβές της, συλλάβετέ τη-μ'επιείκεια.
Η φωνή είχε αυξηθεί, είχε υψωθεί στο έπακρο λόγω της αδιαφορίας που εκλάμβανε-ναι,
ούτω τη μετέφραζε, ούτω την εξέταζε την αλληγορία των αισθήσεών της,
των άγριων αλόγων που δεν εδύνατο να ελευθερώσει απ' τα χαλινάρια-
ενώ τα εβένινα πέλματα κάλπαζαν γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες.
Τότε, τη στιγμή που τα βρόμικα χείλη εκτόξευαν αμυδρές σπίθες-αμυδρές, μπροστά
στη δική της φλεγόμενη φύση, αμυδρές και μηδαμινές-κι οι φράσεις έβγαιναν με βία
σπασμωδικές και εξαναγκασμένες, με μια ροή απρόσεκτη και ελαττωματική,
με έναν ειρμό ανεπαρκή και αμφίβολα προσεγμένο, 
οι χαίτες του ερέβους γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες, τα εβένινα περήφανα πέλματα,
μεταμορφώθηκαν σε φλεγόμενα πορτοκαλιά θηρία με το εβένινο στοιχείο τους
να αντανακλάται επιβλητικά στα πελώρια μάτια τους, τις σκοτεινές κλειδαριές
κι άρχισαν να τρέχουν μανιωδώς, με μια εξαιρετικά θαυμαστή ψύχωση
για απελευθέρωση-σαν να την κατείχαν ήδη την ελευθερία, σαν να την κυριαρχούσαν
εκείνα τώρα, σαν να 'ταν αυτή φυλακισμένη μορφή, η Ελευθερία, κι είχαν τα θεριά αυτά
την υπόσταση της ιδέας της για την οποία διψούσε η ίδια τώρα, η Ελευθερία
διψούσε πια για τα φλεγόμενα στοιχειά που τα στερούταν, διότι κάποια άλλα
γκρίζα κι ανιαρά ανθρωπόμορφα και μη τέρατα την είχαν φυλακίσει μακριά τους
την είχαν μάθει να ζει δίχως αυτά, μα εκείνη τα νοσταλγούσε και θλιβόταν
περί της σκέψεώς τους και τα ζητούσε και τα έψαχνε.
Η αφήγηση έχει αλλάξει χαρακτήρα, μα και προσωπικότητα, όπως είχε αλλάξει
κι εκείνη τη στιγμή που περιγράφεται και δεν ήτο πια η Άνοιξη του Δεκέμβρη,
μα ήτο ο Χειμώνας ο ίδιος ο παγερός με τα ολοδικά του ξεχωριστά χειμερινά και
φλεγόμενα ηφαίστεια και έμοιαζε η πλάνη με προσευχή που 'χε πραγματοποιηθεί
μα δεν δύναμαι ακόμη στη ζωή μου να ξεχωρίσω εάν στη ζωή της η Άνοιξη αυτή έχει
κατανοήσει και ξεχωρίσει μες στο κεφάλι της εάν προσεύχεται σε κάτι Θείο ή σε κάτι
Διαβολικό, μα όπως και να 'χει, η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι δεν ακούμπησε ούτε λεπτό
το τζάμι-διότι η παραμικρή επαφή θύμιζε απειλή προς την αταραξία του συστήματος,
λόγω της προηγουμένης νύχτας που του 'χε αφήσει μια υφή εύθραυστης φύσεως. Και
η πόρτα άνοιξε κι εκείνη πήρε αγκαλιά την Άνοιξη και την τράβηξε προς τα έξω και
τα θεριά είχαν βγάλει φτερά μα δεν πετούσαν ακόμη, τις περίμεναν και τις δυο
για να φύγουν για πάντα, για πάντα, για πάντα και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ
στη χώρα αυτή των καταδικασμένων στην αιώνια ανία ψυχών που έκαναν
τις χορδές της λογικής της-της τρελογικής της, θα λέγατε-να τρεμοπαίζουν και να
απελευθερώνουν αθόρυβες ακατανόητες και διακεκομμένες κραυγές, περιφρονημένα
άλικα ουρλιαχτά και στριγκλιές που έχουν υφή, τραχιά και σαν από πέτρα.
Εκεί που τα εβένινα φλεγόμενα πέλματα κάλπαζαν, λοιπόν,
γύρω απ' τις τέσσερις ρόδες του οχήματος, η φωνή είχε πάψει, αν και τα χείλη
ακόμη κινούνταν και τα βρομερά σκουριασμένα δόντια ακόμη έβγαζαν χολή
και έφτυναν προς το μέρος των δύο αγκαλιασμένων τρελογικών ανθών,
το βλέμμα της εύφλεκτης, της μεσαίας, εκείνης που τύλιγε την Άνοιξη στα λιγνά της χέρια,
καρφώθηκε απάνω σε κάτι γελοία και περίεργα ποστ-χαρτάκια μπλε και κίτρινα
που ένα-ένα είχαν εμφανιστεί κι ήσαν κολλημένα στο τιμόνι, στα τζάμια, στο χαλάκι,
στο πρόσωπο της φωνής, στα χέρια της φωνής, στα μπούτια της φωνής,
κάποια έπεφταν απ' τον ουρανό και άγγιζαν την τσιμεντένια, υγρή άσφαλτο
και κάποια άλλα τα 'παιρνε ο άνεμος και περνούσαν μπροστά απ' το πρόσωπό της.
Τα αισθάνθηκε μόλις την άγγιξαν και, δίχως να τους ρίξει βλέμμα, είδε πως ήσαν
όλα γεμάτα με τα δικά της ερωτηματικά τα ανυπόφορα
τις δικές της αιώνιες κι αναρίθμητες απορίες, τα ερωτήματα, τις ακατανόητες
αυτές ερωτήσεις που δεν εδύνατο να διακρίνει ποτέ της την απάντησή τους
μονάχα με το χρόνο, πού και πού, εμφανιζόταν μια ή δυο σε γρίφους άλυτους
και δυσνόητους και, κάθε φορά που κατόρθωνε έπειτα από όσα υπέφερε να λύσει κι έναν
απ' αυτούς και να οδηγηθεί σε μια απάντηση-τις μισούσε τις απαντήσεις περισσότερο από τα ερωτήματα-το σύστημα μεταβαλλόταν κι αυξανόταν,
το κεφάλι υψωνόταν και η όψη της ζωής της άλλαζε ριζικά γύρω της και
καινούριοι δαίμονες για να στοχαστεί γεννιόντουσαν και νέα θηρία κατακάθιζαν
στο κορμί της και εγένετο η ίδια ακόμη πιο ακατανόητη και αδέξια και απερίσκεπτη
και, κυριότερα, η αλληγορία έπαιρνε άλλη τροπή και τα πάντα εγένοντο ακόμη πιο
ανυπόφορα και δεν είχε άλλη λύση παρά να οδηγηθεί ενστικτωδώς στην απάθεια,
την αδιαφορία και, προπάντων, την αναλγησία. Η αφήγησις έχει χάσει το δρόμο της.
Ο δρόμος χάθηκε περί της αφηγήσεως. Ο δρόμος έχει χάσει την αφήγησίν του. Η αφήγησις χάθηκε περί του δρόμου. Αισθάνομαι χαμένη στον δρόμο μιας χαμένης αφηγήσεως.
Κενό μνήμης.
Δεν δύναμαι να θυμηθώ εάν εκείνες ανέβηκαν αμφότερες απάνω στα φτερωτά θεριά.
Ούτε εάν η Εύφλεκτη διάβασε έστω και ένα ποστ-χαρτάκι.
Κενό μνήμης, να με συγχωρείτε.
Πάντως, μισώ τα ποστ-χαρτάκια.
Πάντως, εγώ δεν επιθυμώ τα φτερά, διότι δεν θέλω να πετώ.
Πάντως, κενό μνήμης, να τη συγχωρείτε.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Μεθυσμένη Κομέντια ντελ άρτε

Υπάρχουν απάνω στο κεφάλι μου ανθρωπάκια
μικροσκοπικά και υπερκινητικά, κατακλύζουν
με τις στάλες κραυγών τους το κρανίο μου
-δε θα φανούν κι αν κοιτάξεις καλά.
Το βάδισμά τους θα 'ταν βλέμμα άτεγκτο
οι παλάμες τους ξίφη διακαή και διάπυρες κορδέλες
άλικες και τρυφερές γύρω απ' τα μάτια μου· διάπυρες·
τυλίγονται γύρω απ' τους βόλους των ματιών μου
παραμερίζοντας περιφρονητικά τα βλέφαρά μου
για να μη βλέπω σκοτάδι εγώ-μονάχα πυρακτωμένες τις εικόνες
που υπογράφουν γύρω μου με περιδινήσεις
ενώ χαράζουν στις επιφάνειες βλέμματα εωσφορικά
που δε μ'ανήκουν
παντελώς.
Εξαιρετικός ο ίλιγγος των γελοτοποιών
γύρω μου και απάνω μου
με κάνει να αισθάνομαι μέλος κι εγώ της κωμωδίας
της πλάκας που δεν αγγίζω με τις αισθήσεις μου
την αντίληψη
-το να κατανοήσεις διαφέρει απ' το να αντιληφθείς κατά πολύ.

Αναφέρω πως τ'ανθρωπάκια μου είναι αλλόφρονα
έχουν πελώρια ερωτηματικά αντί της κεφαλής
επιβλητικά και με αλαζονεία τοποθετημένα
επ' ακριβώς στη θέση που θα ταίριαζε το κεφάλι
-χτυπάνε με τ'αντίστοιχα κεφάλια τους το έδαφος
και με τρυπάνε μοχθώντας να διεισδύσουν.

- Μη μου τρυπάς το κεφάλι.
- Δε σ'άγγιξα.
- Μ'άγγιξες.
- Δεν ήμουν εγώ.

Άθελά τους-δεν τα κατηγορώ
καθώς χτυπούν με μανία το κρανίο
για ν'ανοίξουν, να φιλοξενηθούν-είναι μόνα-
χαράζουν ανάμεσα στις μπούκλες μου φράσεις τάχα συμπτωματικές
που όλες μ'ερωτηματικά μου προσφέρονται:
Εαυτός είσαι ή γίνεσαι;
Η ιστορία έχει άραγε σημασία;
Ελεύθερος πρέπει να είσαι ή να νιώθεις;
Κι αν νιώθεις και δεν είσαι;
Κι αν είσαι και δεν νιώθεις;
Πότε λήγει αυτή η κονσέρβα;

Πλησιάζουν οι Απόκριες-αυτές που ψευδαισθησιακά
προσποιούμαστε ότι ζούμε μονάχα μια στιγμή
μέσα στο χρόνο-κι η μεταμφίεση μοιάζει άφευκτη.
Τα ανθρωπάκια συσσωρεύονται στα χείλη μου
τα σφραγίζουν με τα κρύα τους γυμνά πόδια
και δε μ'αφήνουν να τα υποδείξω
να ουρλιάξω την ύπαρξή τους για να με δουν
πίσω απ' αυτά κι εκείνοι οι εκκεντρικοί Αρλεκίνοι,
οι πληγωμένοι, οι αναρχικοί, οι καταναλωμένοι.
Κι η μεταμφίεση παίρνει μέρος.

Υπάρχουν απάνω στο κεφάλι μου ανθρωπάκια
μελαγχολικά, αθόρυβα, ακίνητα
χασκογελούν με μάτια θλιμμένα και βλέφαρα μισάνοιχτα
στους παλιάτσους απέναντι, στα πλάγια και πιο πέρα
με κρύβουν πίσω απ' τα μαλλιά μου και
συμμετέχουν στην ίδια παράσταση μ' εκείνους
τους αναρχικούς κλόουν-με τα δικά τους αντίστοιχα ανθρωπάκια
και τις σκιές
στα κεφάλια τους τώρα ευθείες γραμμές και τελίτσες!
τέντωσαν το σώμα όσο μπορούσαν για να φτάσουν
τους ανθρώπους
να αισθανθούν μαζί
με τους ανθρώπους
να συμμετέχουν
στους ανθρώπους·
Και δεν έχουν ιδέα από ανθρώπους.

Φέτος σκέφτηκα να ντυθώ Κολομπίνα.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Παρίσι, 2022

Des gens inconnus, des rues familières.

         
Είμαι στη μέση μιας τεράστιας οδού, είναι νύχτα και όλα γύρω δείχνουν πως κάνει απίστευτο κρύο. Τα παιδιά φοράνε μπλε σκουφάκια, πράσινα γάντια, κίτρινα κασκόλ, ροζ μπουφάν και κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το ένα χέρι. Οι μπαμπάδες φοράνε τζιν σκούρα παντελόνια, σακάκια και καμπαρντίνες σκουρόχρωμες με κατάμαυρα γάντια. Καπνίζουν πούρο και κυνηγούν ασυναίσθητα-μα και με εκλεπτυσμένη διακριτικότητα-με το χέρι τους το χέρι των μαμάδων. Οι μαμάδες φοράνε γκρίζα σκουφιά, μαύρα μακριά παλτά, κομψά φορέματα, χοντρά καλσόν με τακούνια και δεν κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το χέρι, καπνίζουν κομψά τσιγάρα και βαδίζουν πληγώνοντας με παθιασμένη σιγουριά για προσοχή τον πλακόστρωτο δρόμο.
         Αναρωτιέμαι μήπως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Φοράω μονάχα ένα μπορντό λεπτό μακρυμάνικο φόρεμα με αμήχανο ντεκολτέ και τα πόδια μου είναι γυμνά. Σκεφτόμουν να βάλω ένα κολάν ή ένα καλσόν, αλλά μάλλον θα το ξέχασα, πάντως θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν. Όπως πάντοτε, ξέχασα και το τζιν μπουφάν μου το σκούρο-είναι ακόμη μες στη βαλίτσα μου. Ίσως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Θα μπορούσα να είχα βάλει και τις μπότες μου, τώρα που το σκέφτομαι, αυτές που έχω από τότε και τις φορούσα κάτι μεθυσμένες νύχτες παιδικές, αλλά δεν είχα όρεξη να τακτοποιήσω τα πράγματά μου ακόμη στο νέο μου διαμέρισμα κι ούτε θυμάμαι πού ακριβώς έχω βάλει τις μπότες μου, οπότε φόρεσα τα μαύρα μου all star που φορούσα και μόλις έφτασα. Είμαι καλύτερα με τα all star μου-κι αυτά από τότε τα ίδια είναι. Είμαι καλύτερα με το κεφάλι μου-κι αυτό από τότε το έχω.
          Είναι οι πρώτες μου στιγμές σε αυτόν τον κόσμο, τον διαφορετικό, είναι κι η πρώτη μου νύχτα, μιας και, μόλις έφτασε το αεροπλάνο, είχε ήδη βραδιάσει. Μπήκα βιαστικά στο νέο μου διαμέρισμα, αυτό που πλέον θα υποδέχεται τα ξεσπάσματα, τα κουσούρια και τα παραληρήματά μου, άφησα τη βαλίτσα μου και με τα ρούχα που φορούσα βγήκα έξω. Άρχισα να περπατάω και να περπατάω και δεν σταματούσα. Και δεν έχω σταματήσει ακόμα. Τα πόδια μου πονάνε, νιώθω κουρασμένη απ' την πτήση κι απ' την αμηχανία που βρίσκομαι σε μια τόσο συγκλονιστική πόλη, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους εντυπωσιακούς και όμορφους ανθρώπους, με τα παραφορτωμένα ρούχα και τις κομψές ρυτίδες στα πρόσωπά τους, τα στιλπνά τους στιγμιαία και προσεγμένα χαμόγελα. Αισθάνομαι μικροσκοπική, αταίριαστη και χωρίς τη συνήθη αυτοπεποίθηση που με περιβάλλει.
          Πάραυτα, γνωρίζω πολύ καλά πως αυτή είναι η Πόλη μου κι εγώ κομμάτι δικό της. Σκέφτομαι πως θα μπορώ να παραμιλάω στα γαλλικά στους δρόμους και, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα, δε θα μοιάζει και τόσο περίεργο, διότι εδώ δεν έχει σημασία αν παραμιλάς, αρκεί να παραμιλάς στα γαλλικά με τέλεια προφορά. Παραμιλώ κι εγώ τώρα και κάνω στροφές γύρω από ένα παλιό φανοστάτη κι η Πόλη με τους κουκλίστικους κατοίκους της στροβιλίζεται γύρω μου κι ο κρύος άνεμος χορεύει απάνω στο πρόσωπό μου και κατακάθεται στα μάγουλά μου που έχουν κοκκινίσει. Αισθάνομαι εξαντλημένη, μα και όμορφη. Αισθάνομαι αέρινη, ανάλαφρη, ελεύθερη και μικροσκοπική, ελάχιστη και ονειροπλασμένη. Θα μπορούσα να είμαι μια κατάλευκη, αδύναμη, μελαγχολική μαργαρίτα. Μαργαρίτα.
          Έχω την αίσθηση ότι δεν θα με νοιάζει να παρατηρήσω την Πόλη μου απόψε. Διότι αισθάνομαι λες και ήμουν εδώ από πάντοτε. Νιώθω πως βαδίζω σε μια Πόλη όπου ήδη έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει και μια γνώριμη μουσική φωνή στο μυαλό μου μου ψιθυρίζει "Έχεις ξανάρθει εδώ". Κάθε σοκάκι μοιάζει και με ένα προηγούμενο δικό μου παραλήρημα, κάθε φιγούρα που περνάει από δίπλα μου και με μια παθιασμένη νύχτα, κάθε μικρό παιδί και με μια ξεφτισμένη παιδική φιλία. Τα σπίτια μοιάζουν όλα να τα 'χω χτίσει εγώ και τα μαγαζιά τα αισθάνομαι σαν να μ'έχουν φιλοξενήσει άπειρες φορές. Τα παγκάκια μου θυμίζουν οικειότητα και ζαλισμένα ξημερώματα, μέχρι κι ο Σάικο αισθάνεται σαν να βρίσκεται σπίτι, δε γαβγίζει σε κανένα περαστικό και δεν κατουράει σε καμιά γωνία-έχει περάσει ήδη απ' όλες.
          Βγάζω τα all star μου, τα παίρνω στο χέρι και βαδίζω απάνω στις πολύχρωμες κάλτσες μου. Αν και δεν έχει βρέξει, νιώθω την υγρασία να εισχωρεί ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Αύριο θα είμαι άρρωστη. Κοιτάζω γύρω μου, αρχίζω να προφέρω τις πρώτες μου φράσεις στα γαλλικά. Όλοι με κοιτάζουν, όχι όπως στην Ελλάδα, όλοι με κοιτάζουν διακριτικά. Εκλεπτυσμένα, κομψά και προσεγμένα διακριτικά. Να δεις που εδώ πέρα οι τρελοί θα είναι διαφορετικά αποδεκτοί-όχι περισσότερο ή λιγότερο, απλώς διαφορετικά. Εδώ νιώθω πιο άνετα με την τρέλα μου, κι εκείνη νιώθει πιο άνετα μαζί μου, αλλά ίσως να 'ναι κι η ιδέα μου. Το κρύο βουίζει μες στα αυτιά μου-μου τα 'χει ξαναπεί αυτά τα λόγια. Συνέχεια αυτά μου λέει.
          Κρατάω τα παπούτσια μου στο χέρι και κάνω νόημα στον Σάικο για να πηγαίνουμε. Τα παιδάκια καλύπτουν τις μύτες τους με τα γάντια τους. Οι μπαμπάδες πετάνε το πούρο στην πλακόστρωτη πλατεία χωρίς να το σβήσουν. Οι μαμάδες ακουμπούν τα κεφάλια τους απάνω στους ώμους των μπαμπάδων. Δεν τους έχω ξαναδεί, δεν μου θυμίζουν κάτι. Ο φανοστάτης όμως μου φαίνεται γνώριμος. Αυτό είναι το πρώτο μου παραλήρημα στο Παρίσι, το πιο αγνό, το πιο αθώο. Μόλις μπήκα στο διαμέρισμα ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλά μου. Ίσως τελικά να κρύωνα κι εγώ.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Στ'ακροδάχτυλα, στα βλέφαρα, άλικες σχισμές

          Κρατούσε το βιβλίο σφιχτά αγγίζοντας τις άκριες μονάχα με τ'ακροδάχτυλά της. Απάνω στο θρανίο υπήρχε ένα ημερολόγιο του 2014 από το Πειραματικό Λύκειο, μια κασετίνα μαύρη με κάτι αλλόκοτα σύμβολα σχηματισμένα με μπλάνκο, ένα μολύβι γαλλικό ροζ και πράσινο με απαλή μύτη και άλλο ένα βιβλίο-όχι του ποιητή που κρατούσε στα χέρια της, ένα του Oscar Wilde. Δε θυμάμαι ποιο. Ήταν ξεκάθαρες οι χαρακιές μες στο κεφάλι της που άφησε η χθεσινή νύχτα, η οποία στροβιλιζόταν επιδεικτικά γύρω απ' το σώμα της κι έπλαθε φιγούρες στην ατμόσφαιρα που την έκαναν να μην δύναται να τη βγάλει απ' το μυαλό της.
          Οι χθεσινοβραδινές στιγμές την είχαν ζαλίσει και παραλύσει. Ένιωθε τα κόκαλα του κορμιού της ένα ένα να θρυμματίζονται, να σπάνε και ο ήχος που έκαναν καθώς κατέρρεαν έκανε τη μύτη της να τσούζει και μες στα αυτιά της αισθανόταν την ηχώ της οδύνης. Το σώμα της ήταν πιο νέο, πιο παιδικό και πιο διαλυμένο, θρυμματισμένο από ποτέ. Τα πόδια της δεν μπορούσαν να την κρατήσουν στο αληθινό της ύψος και το κεφάλι της δημιουργούσε κύματα παραληρήματος πού και πού που τη χτυπούσαν κατευθείαν και την έριχναν και λίγο πιο κάτω. Το κουδούνι χτύπησε.
          Εκείνος ο ήχος έμοιαζε να κατευθύνεται απότομα και απειλητικά προς τις ρωγμές που είχε στο λαιμό της. Ρωγμές που δεν είχε κάνει η ίδια μα και κανείς άλλος, ρωγμές που, ακόμη και τα μαλλιά της να σήκωνες, αν σ'άφηνε-δε θα σ'άφηνε-δε θα διέκρινες. Η πληρωμή ήταν αυτή, για την δυνητικά καταστροφική ζωή της. Για ένα φταίξιμο που δεν ανήκε σε κανένα, εν τέλει. Το βιβλίο είχε αρχίσει να βράζει μες στ'ακροδάχτυλά της, τα κατάλευκα, με τα νύχια τα ξεφτισμένα. Ξεφτισμένα χρώματα, σαν εκείνα της τηλεόρασης στο σαλόνι κάποιου σπιτιού που πάλι δεν της ανήκε. Θα 'θελε να 'χει ένα σπίτι να της ανήκει και να 'ναι μόνο δικό της, κάπου να ακουμπάει το κορμί της κάθε δεύτερο ξημέρωμα.
          Οι εξαθλιωμένοι παλιάτσοι της ημέρας είχαν ήδη πλημμυρίζει την αίθουσα με τα εξαναγκασμένα, σκουριασμένα τους χαμόγελα-ήταν ολοκάθαρος και δίχως ίχνος γαλήνης ο τσιριχτός αγανακτισμένος ήχος, το τρίξιμο κι η στριγκλιά που έβγαζαν οι νεανικές τους ρυτίδες σε κάθε αλλαγή έκφρασης του προσώπου τους. Περίλυπα χαχανητά που βάραιναν απευθείας μόλις έβγαιναν απ' τα κιτρινισμένα τους δόντια κι έπεφταν στο πάτωμα σαν να ζύγιζαν τόνους κι ο κρότος τους συνοδευόταν απ' τα τριξίματα των αγκώνων τους που κινούνταν απαθή. Περιδεής η ελευθερία τους, τα κλειδιά τους-και βάζω το χέρι μου στο νερό γι'αυτή την αλήθεια-τα 'χουν κλειδωμένα κι εκείνα σ'ένα κελί κάτω απ' το μαξιλάρι του κρεβατιού τους. Και μες στο δωμάτιο διεισδύει μια αχτίδα φωτός μισομουχλιασμένης λάμπας μονάχα μες απ' την κλειδαρότρυπα-η απόδειξη της υπόστασης του ήλιου για 'κείνους.
          Η τάξη μπήκε σε τάξη-το χάος το δικό της θα 'λεγαν πως όχι, μα το ίδιο ήταν η τάξη της, η ολοδική της τάξη. Τα χαχανητά ίσως να έπαψαν, ωστόσο οι ανάσες τους συνέχισαν να σκοντάφτουν ασίγαστα απάνω στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της ανίας και να πέφτουν, αυτή τη φορά, με ύψιστη ταχύτητα απάνω στα τρυπημένα τους παντελόνια με τα μπαλώματα-μα ήταν γυμνοί. Μπορούσε να διακρίνει με ευκολία τις ξεχασμένες βελόνες που διαπερνούσαν το δέρμα τους και κρατούσαν τα παντελόνια στο ύψος το δικό τους. Το βιβλίο της είχε αρχίσει να στάζει σιγά σιγά κόκκινο κρασί, μισοφαγωμένα σάντουιτς και το βερνίκι που κολλούσε στα δόντια της κάθε που ροκάνιζε τα νύχτια της. Ένιωθε το σώμα της να παραδίδεται στο αληθές.
          Τα λιγνά της πόδια έτρεμαν κι ο ήχος τους τάραξε τη ροή της απραξίας, της αδρανούς κακομεταχείρισης των αυθεντικών στην τάξη. Υψώθηκαν τα βλέμματα ως τις πυρόξανθες μπούκλες της, το βλέμμα της το 'χαν ρουφήξει μέσα τους με επιείκεια και ένα αίσθημα υπερπροστασίας-μα ακόμη μπορούσαν να αισθανθούν τους σχισμένους της βόλους, με τα ερυθρά τους ποτάμια και τις διακλαδώσεις, να γρατζουνούν με υγρότητα τα στήθη τους-πέτρες κοφτερές της καθημερινότητας που ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να τους προσφέρει. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι ως τα ματωμένα της γόνατα που είχαν πρηστεί απ' το περπάτημα-δεν είχε ποτέ της φτερά κι έτσι τη διαδρομή κολάσεως και παραδείσου την έκανε πάντοτε με το βάδισμα. Διπλώθηκε έτσι σαν γέρικο δέντρο που 'χει λυγίσει με τα χρόνια ο άνεμος, μα οι κινήσεις οι δικές της ήταν σπασμωδικές κι απειλητικές, σαν σκελετός που σπάει στα δυο.
          Την επόμενη ακριβώς στιγμή, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και είχαν μια πηχτή αίσθηση, σαν λουσμένα στο παιδικό της γάλα. Ήταν βαριά κι είχαν σκουρύνει ιδιόμορφα, ενώ μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς, καλοσχηματισμένες πορτοκαλιές μπούκλες στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ξεπετάγονταν στεγνές κι επιβλητικές μέσα απ' το καστανό της σκότος. Το βιβλίο τ'ακούμπησε στα μπούτια της κι απ' τους παλιάτσους μπορούσε πλέον να φτάσει στ' αυτιά της μονάχα μια παραλλαγμένη υφή των χροιών τους, μια αλλοιωμένη ηχώ που θύμιζε παράπονο μωρού παιδιού ή και γριάς κυρίας. Την κοίταξαν για μια στιγμή κι έπειτα συνέχισαν την παράδοση-όχι του μαθήματος, του εαυτού τους του ίδιου-ενώ απ' τα χείλη τους έπεφταν με βία στο έδαφος ξανά οι λέξεις κι οι ανάσες τους συνάμα.
          Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μόλις τα κεφάλια ξαναγύρισαν πίσω στο προσκύνημα της επίσημα ανιαρής εξαθλίωσής τους, το στήθος της έμοιαζε να το ποδοπατούν χιλιάδες μικροσκοπικά ανθρωπάκια και να το υποσκάπτουν με βιάση και αναστάτωση, με βιάση. Όλα είχαν τα πρόσωπά τους, τα πρόσωπα εκείνων των παλιάτσων, ορισμένα έφεραν και δεύτερο κεφάλι μα λιγότερα δάχτυλα στα χέρια, ενώ το χρώμα του δέρματός τους μεταβαλλόταν διαρκώς και τρεμόπαιζε σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου και δεν έμενε σταθερό ούτε ένα δευτερόλεπτο. Οι λέξεις κι οι ανάσες τώρα απ' τα χείλη των παλιάτσων, στους οποίους βαθιά, κατάβαθα, είχε εναποθέσει τις τελευταίες τις ελπίδες, έπεφταν μουχλιασμένες σαν σκόνη στο πάτωμα και δημιουργούσαν λόφους με αμμώδη υφή, πορφυρούς.
          Ξεκάθαρα, στα μάτια της, τα οποία δεν έπαυαν να κινούνται σπασμωδικά πέρα κείθε σαν το μικρό δείκτη δαιμονισμένου ρολογιού, η σκόνη έλιωνε απειλητικά, μα και με μια αίσθηση απελευθέρωσης, και κάθε της κόκκος έπαιρνε τη μορφή μιας μικροσκοπικής, απειροελάχιστης αιμάτινης σταγόνας. Τα μάτια της δεν γούρλωσαν ούτε στιγμή, μοχθούσε ωστόσο να τα κρατήσει ανοιχτά, μα τα βλέφαρά της τη βάραιναν με βία. Δεν πέρασε αρκετή ώρα μέχρι ολόκληρη η αίθουσα να πλημμυρίσει με την αιμάτινη λίμνη που πήγαζε απ' τις συσκοτισμένες και πνιγμένες στο ανιαρό μένος και την λαγνεία που πρόσφεραν στους εαυτούς τους με τόκο λέξεις κι ανάσες των γελοτοποιών που δεν έβαφαν πλέον ούτε το πρόσωπό τους. Η ψευτιά είχε αποτυπωθεί κι είχε ριζώσει στις ρυτίδες τους, δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν.
          Εκείνη, αγκαλιασμένη με τον γαληνεμένο της φόβο-μια συνήθεια έγινε και τούτος εδώ-μοχθούσε να μείνει ξύπνια έως ότου να τραβήξει την προσοχή τους και να τους δείξει το δρόμο για την έξοδο απ' αυτή την σχιζοειδή πλάνη, απ' αυτό το φρενοβλαβικό δωμάτιο. Ξάφνου, κατορθώνοντας να υψώσει ελάχιστα το κεφάλι της και να δει μες απ' τις σχισμές των μαλλιών της που κάλυπταν τα μάτια της, παρατήρησε τα κεφάλια των συμμετεχόντων του τσίρκου της τάξης και διέκρινε ξεκάθαρα ένα επιβλητικό κι αποκομμένο από καθετί άλλο κενό ανάμεσα στους ώμους και τα κρανία τους. Σάμπως κάποιος είχε αφαιρέσει μια μικρή, ασήμαντη ίσως, λεπτομέρεια απ' την εικόνα των βολβών της, τα κρανία τους αιωρούνταν απάνω απ' τους ώμους τους κι οι λαιμοί τους έμοιαζαν να 'χαν ξεριζωθεί. Άρχισε να γελάει επιδεικτικά, χλευαστικά.
          Ήταν ξεκάθαρο για 'κείνη αυτό που είχε συμβεί εκεί μέσα, ήταν ξεκάθαρο κι αυτό που συνέβαινε πάντα. Δεν υπάρχουν παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Μπορούσε να τους δει ξεκάθαρα και δίχως εκείνη τη λεπτομέρεια που τους αφαιρούσε και την έκφραση των βλεμμάτων και των χειλιών τους. Δεν υπάρχει παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Εκείνη ήταν πάντοτε κομμάτια πολλά ακανόνιστου σχήματος που δεν κολλούσαν μεταξύ τους, δεν ενώνονταν και δεν εναρμονίζονταν ποτέ. Κι αυτή ήταν η ισχυρότερη κι η πιο σχολαστική της αρμονία. Η τρέλα είχε αρχίσει να ροκανίζει τ' αυτιά της και ένιωθε κάτι να βουίζει μες στο δικό της το βασανιστικό της το μυαλό. Τα βλέφαρά της βάραιναν όλο και περισσότερο, ζύγιζαν τόνους κι εκείνα και, στην επόμενη στιγμή, ήταν σίγουρη πως θα 'χαν καταρρεύσει στο πορφυρό υγρό έδαφος και θα 'χαν γίνει χυλός. Αλλά όχι, θα την έπαιρναν μαζί τους και δεν το 'θελε με τίποτε, εκείνη δε θα συμμετείχε ποτέ στη λίμνη τη δική τους.
          Δίχως να το σκεφτεί-μα το είχε σκεφτεί μες σε κλάσματα δευτερολέπτου, απλώς δεν προλάβαινε να αντιληφθεί τις σκέψεις της πριν γίνουν πράξεις-έπιασε το γαλλικό ροζ με πράσινο μολύβι με την απαλή μύτη και το κάρφωσε στο ένα της βλέφαρο που 'χε αρχίσει να υποκύπτει. Η μύτη του μολυβιού ήταν τραχιά και πιο σκληρή κι επιβλητική από ποτέ. Το αίμα της έσταζε απάνω στα πληγωμένα της γόνατα, δεν την ένοιαξε, δεν ξεχώριζε άλλωστε, το αίμα της είχε το ίδιο χρώμα σ' όλα τα μέρη του σώματός της. Το αίμα της. Το 'σχισε και το πέταξε με μανία στο αιμάτινο έδαφος, στην υγρή σκόνη. Το ίδιο έπραξε και στ'άλλο της βλέφαρο. Κοίταξε με τις άλικες σχισμές της προς τα πάνω, ενώ γευόταν τη μαγευτική ευωδιά που έσταζε ως τη μύτη της και την ηδονική γεύση που κυλούσε ερωτικά απάνω στα χείλη της.
          Το κουδούνι χτύπησε κι οι λαιμοί επανήλθαν. Το βιβλίο ήταν ακόμη στη βιβλιοθήκη του δωματίου της και όλοι μαζεύτηκαν γύρω της, άθικτη και φρεσκολουσμένη απ' τη βροχή καθώς ήταν, κι απορούσαν μεταξύ τους για το καρφωμένο της βλέμμα απάνω στ'αδειανά της χέρια που τα διαπερνούσε και έπεφτε απάνω στο στεγνό έδαφος. Στ'ακροδάχτυλά της υπήρχαν σχισμές αμυδρά επουλωμένες, μα εκείνοι απλώς χαχάνισαν με την αφηρημάδα της και την αλλόκοτη στάση της κι επανήλθαν με τις σκουριασμένες τους κινήσεις πίσω στους κλειδωμένους τους εαυτούς. Και τα χαχανητά τους άγγιξαν εκκωφαντικά το έδαφος. Σιωπή.
          

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η Ζωή φταίει



Ε, δείτε τις ξέρω γω. Το πλοίο φεύγει και τις αφήνει πίσω στο λιμάνι. Κι ωστόσο, εκείνες είναι που σαλπάρουν σήμερα και σχίζουν τα κύματα της θάλασσας στα δυο. Σηκώνουν τα χέρια, και τα δυο χέρια, οι βαλίτσες πέφτουν απότομα στο βρεγμένο πάτωμα. Είχε βρέξει την προηγούμενη νύχτα. Αυτό ήταν το πλοίο που θα τις έπαιρνε μαζί του, το πλοίο όπου βρίσκονται όλοι οι υπόλοιποι ανιαροί που θα 'ταν οι συνταξιδιώτες τους. Μα δεν είναι αυτό το πλοίο τους. Και σίγουρα δεν είναι αυτοί οι στόκοι οι συνοδοιπόροι τους. Σηκώνουν τα χέρια ψηλά, λοιπόν, και τους μουτζώνουν, αντίο, αντίο σας, καλό σας ταξίδι, ψοφήστε!



Α, να τες, λοιπόν. Καταναλώνουν τους εαυτούς τους και ζουν όπως τους κατέβει, όπως τύχει, όπως κάτσει, ρε παιδί μου. Πίνουν και καπνίζουν και χορεύουν. Η μια τραγουδάει κι η άλλη αγγίζει τους περαστικούς κλεφτά και προσέχοντας να μην την πάρουν χαμπάρι. And baby, and baby, remember, remember.. It's my life and I'll do what I want, it's my mind and I'll think what I want.. Show me I'm wrong, hurt me sometime, but some day I'll treat you real fine! 
Η πόλη δεν έμοιαζε ποτέ τόσο ξένη και τόσο συναρπαστική. Το Ηράκλειο δεν ήταν ποτέ τόσο ενδιαφέρον, τόσο μαγευτικό, τόσο μυστηριώδες και αδιανόητο. Απίστευτα φώτα και άγνωστα σοκάκια, ε, κάτι θύμιζαν, κάτι πόθους και κάτι βόλτες, όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Και τα χρώματα και οι τοίχοι και τα μπαρ. Και τα συνθήματα στις πλατείες. Ξένες πολιτείες, αδέσποτοι σκύλοι, αδέσποτες κι εκείνες. Ξέχασαν πού είχαν πει πως θα μείνουν απόψε, ξέχασαν ποιος θα τις περίμενε εκείνη τη νύχτα, ας είναι.



Ε, ξημερώνει. Μπα, δεν ξημερώνει. Εκεί που βρίσκονται δεν ξημερώνει ποτέ, δεν ανατέλλει ο ήλιος. Το πλοίο όπου να 'ναι θα φτάσει, θα ξεράσει την ανία που το βαραίνει, τις βόλτες στα βαρετά μουσεία και τους κανονισμούς, τα προγράμματα, τα συγκεκριμένα ωράρια, τις κανονισμένες βόλτες. Πέθανε ο αυθορμητισμός εκεί μέσα. Κι εκείνες που ξέφυγαν απ' την ανυπόφορη ανία θα πρέπει να τρέξουν, να το προλάβουν, να φτάσουν πριν απ' αυτό. Να 'χει την εντύπωση πως δεν φύγαν ποτέ από το λιμάνι και πως έμειναν εκεί να το περιμένουν μ'ανυπομονησία και λίγη νύστα. Ε, και λίγη βρώμα απ' το κρασί.
Και το πλοίο φτάνει. Κι εκείνες κατεβάζουν τα απλωμένα τους χέρια, σκύβουν και πιάνουν ξανά τις βαλίτσες.
Ε, δε φταίνε αυτές, ρε.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Πυροβολήστε επιτέλους τους καθρέφτες

Πόσους εραστές γεννάει η μουσική και πόσοι
άραγε να 'ναι εκείνοι που την έχουν ερωμένη;

Εγώ μέσα στο πλήθος
της εφήμερης αγανακτισμένης μέθης
των ουρανοκατέβατων τρελαμένων ηρώων της Ζωής
έχω ξεχωρίσει και κουβαλώ στο νου μου

μερικούς αθεράπευτους που ψάχνουν
το αντίδοτο
στα σκέλια πυρετών που δραπέτευσαν
λιγάκι απ' τ' αντικείμενα
τα πλαστικά και τα ξεφτισμένα
φιλιά
και ρίχτηκαν με το κούτελο στην άγνοια της πραγματικής
σιγής των αισθημάτων
που δεν πάλλονται πια· 
αλλά παρέλυσαν με τα χρόνια που ράγισαν
όπως ο καθρέφτης που με μανία του όρμησε στο δωμάτιο
-εκείνου του εραστή των νότων-
και της ξέσκισε τα βλέφαρα.

Και τώρα το αίμα πλημμυρίζει
τους βόλους των ματιών της που στροβιλίζονται ακόμη
και κυλάει απάνω στον ξαπλωμένο κάτω απ' τα χνάρια της καθρέφτη
και σχηματίζει απάνω στο γυαλί
πύρινα ποτάμια και στενά δρόμων
που λούζουν τις ακονισμένες τις σκέψεις με το ερυθρό.

Ξεσκισμένα βλέφαρα
μάτια ορθάνοιχτα
πορφυρά
κι η θολή εικόνα της σιλουέτας του ξεπροβάλλει
χαράζεται στο σκίτσο του δωματίου αχνά
σαν φαντασματική φιγούρα
πορφυρή
και μουσική.

Ρουφάει το αίμα απ' τους βόλους
το φτύνει και βάφει τα χείλη της σκούρο βυσσινί
βιάζει το κορμί της με μουσικά κλειδιά·
εκείνη ριγεί
κυλιέται απάνω στο ακουμπισμένο στο πάτωμα γυαλί
και ανακατεύει τα στενά με τα ποτάμια
τα ενώνει στο χάος
καθώς οι ανασηκωμένες τρίχες των χεριών της
που είναι κρυσταλλωμένα
γρατζουνούν τη σάρκα του-όλο ζωή ήταν.

Ξυπνάει κι εκείνος δεν της είχε φτιάξει πρωινό
και δεν της είχε αφήσει παπαρούνες
στο ποτήρι του καφέ της
έχει πάει στη δουλειά·
εκείνη ντύνεται με τα λερωμένα της ρούχα
απάνω στα μανίκια θηρεύουν τα στενά
και τα ποτάμια
τα παπούτσια δεν μπορεί να τα φορέσει
είναι ραγισμένα
τα παίρνει στο χέρι·
τα μουσικά κλειδιά του
που κύλησαν αφηρημένα μαζί με τον ιδρώτα απ' το κορμί του
τα χώνει στην τσέπη της

ακόμη κι αν γνωρίζει πως η πόρτα δε θα σπάσει με αυτά
ακόμη κι αν τώρα γνωρίζει περισσότερα.


(Στη Μ.)

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Ηρώ

           
               Νυχτώνει το βλέμμα της κάθε που κολλάνε απάνω της τα ρούχα απ' τη ζάλη
πλαγιασμένη στις μαρμάρινες αρετές των πενιχρών σιλουέτων
που γυροφέρνουν το κορμί της, ψιθυρίζουν μελωδίες και χαχανητά
με αλκοολούχες νότες· κι εκείνη αδιαφορεί και με τα χείλη της που μπλαβίζουν
ρίχνει χαστούκια στους εφήμερους παλιάτσους του ερέβους.
Ανασηκώνει τα μουστάκια σπασμωδικά με χάρη αποχαιρετιστήρια
και τους χαϊδεύει τις μουσούδες με την εξαίσια της ουρά
καθώς το χρώμα τ' ουρανού προσκολλήθηκε απάνω στο κορμί της
αυτή την ατέρμονη νυχτερινή γιορτή των πεινασμένων
ζαρκαδιών που της δείχνουν τα δόντια με λαχτάρα να την κερδίσουν
κι εκείνη τους τα σημαδεύει με τα νύχια και ματώνουν στο χρώμα των βολβών της·
Κι εκείνος την αγγίζει στα βρεγμένα της πόδια περιμένοντας
να φιλήσει με τα μάτια του τα νύχια της τα υγρά
που πατούν σε νερά βρόμικα και ερυθρά που έχουν πήξει
κι έχουν αφήσει πιτσιλιές πορφυρής βροχής καρφιτσωμένες στους πίνακες
που αγναντεύουν τ'άστρα και τον Κρόνο τα πρωινά που δεν ξημέρωσαν·
Μπήγει τα νύχια της και χαράζει ράγες απάνω στα χέρια του
ν'ανοίξει δρόμους να ταξιδέψει ως τις αγαλμάτινες σχισμές στο λαιμό του
μα δεν θα φύγουν τα τρένα αυτό το βράδυ.
Ρουφάει μέσα της τα νύχια, ακουμπάει την αιλουροειδή της πλάτη στη δική του
τραβάει το χέρι του, ακούγεται η στριγκλιά του βουβή κι αθόρυβη στ' αυτιά της
κι αρχίζει να ταράζει με μανία και λαγνεία τις χορδές
που μέσα τους κυκλοφορεί το αίμα που στερήθηκε η ίδια
κι ελευθερώνει το μουσικό θεριό που τη στοίχειωνε τα πρωινά που δεν ξημέρωναν
και τα περνούσε πετώντας τους πίνακες στον τοίχο
κι υπνοβατώντας στους πόθους δορυφόρων·
Ακόμη θα τη δεις στα κεραμίδια στην Πανσέληνο να γουργουρίζει
και να γρυλίζει ως κανένας λύκος δεν ούρλιαξε ποτέ του,
έχοντας για προσκεφάλι τη χημική ουσία απ' το κορμί το δικό του·

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Can't blame ya, Laleña

      Θέλω απλώς να πω πως κάπου εδώ εκείνη αποχωρεί. Δεν τα παρατάει, καθόλου δεν τα παρατάει, απλώς, αποχωρεί. Μισή, ούσα το ένα γαμημένο τρίτο του εαυτού της και αυτό ξεφτισμένο, φθαρμένο. Δεν μπορώ να την κατηγορήσω, εσείς μπορείτε, το γνωρίζω. Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ. Την ημέρα τη σιχαίνομαι λιγάκι γιατί προσπαθεί να δείξει όσα δεν είναι για να καλύψει τις πληγές. Μ'αλάτι. Τη μισώ με μια συμπάθεια δε που θα 'λεγα πως μου 'χει κινήσει την περιέργεια. Την μισώ με συμπάθεια διότι την κατανοώ και την αντιλαμβάνομαι όσο κανείς άλλος δεν θα κατορθώσει ποτέ για εκείνη. Συγγνώμη, λυπάμαι, λυπάμαι, αλήθεια λυπάμαι, στεναχωριέμαι, πώς να το πω. Που δεν μπορείς να βρεις το δρόμο σου. Κι είναι κι εκείνη που σ' άφησε και δεν ξέρεις τώρα πια αν θα ξαναγυρίσει. Λυπάμαι. Ναι, ναι, κι εσύ λυπάσαι, κι εσείς λυπάστε και λυπούμαστε όλοι μαζί. Ω, μα φυσικά. Καταλαβαίνω. Δηλαδή, όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τίποτα. Συγγνώμη γι' αυτό, πραγματικά. Αλλά αυτό είναι. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κι είναι πράγματι ανυπόφορο για κάποιον να 'ναι δίπλα της, άσε δε που ποτέ δεν τυχαίνει να 'ναι πιο δυνατοί από 'κείνη, όσοι τη συνόδεψαν, και ναι, είναι ανυπόφορο για 'κείνους, είναι. Το ξέρει. Και δεν το ξέρει. Μακάρι να της δινόταν η ευκαιρία να αντλήσει λίγη δύναμη κι από κάπου αλλού, να είναι για λιγάκι ελεύθερα αδύναμη, χωρίς να τιμωρηθεί γι' αυτό. Ας είναι, μωρέ. When the sun goes to bed, that's the time you raise your head. That's your lot in life, Laleña. Can your part ever get much sadder? 

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

And satisfaction feels like a distant memory

Πώς θα ήταν δυνατόν για έναν άνθρωπο να ανοίξει διάπλατα τα χέρια και τα όνειρά του και να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους απάνω σε τούτο τον πλανήτη; Όχι μια αγκαλιά για τον καθένα, μια αγκαλιά που να τους χωρέσει όλους μέσα. Και τη μουσική τους μαζί και τα χρώματά τους και ό,τι άλλο στο οποίο εγώ υστερώ τέλος πάντων. Τα πάντα τους. Δυσκολεύομαι να ανασάνω κάθε φορά που συλλογίζομαι γι' αυτή μου την επιθυμία, που είναι θεόρατη, πιο έντονη κι απ' τις επιθυμίες και των τριών μας ξεχωριστά κι απ' τις εμμονές τους μαζί. Αυτοί, αυτοί έχουν τη δική μου θεραπεία. Αλλά θα μπορούσα να λέω και ψέματα.






Αυτή γεννήθηκε εύφλεκτη στη βροχή
και δεν ήταν θέμα γονιδίων
κάπως έτσι νομίζω φαντάζει
το να μην φταίει κανείς·

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Δεν έχει τέλος - και δε θα 'χει - μα ας είχε

Πρέπει να φύγεις. Ήρθε η ώρα, να τη, έφτασε. Πρέπει να φύγεις. Δε θέλεις να φύγεις, θέλεις να μείνεις. Έχεις πολλά να μαγέψεις, να δημιουργήσεις και να καταστρέψεις ακόμα, έχεις πολλά. Αλλά εσύ, τώρα, θα φύγεις, εντάξει; Θα φύγεις, γιατί μου το υποσχέθηκες. Ότι θα φύγεις μακριά απ' όσα πληγώνεις. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσεις να τα πληγώνεις. Και, ω, μα τι ειρωνεία, κυρία μου, θα φύγεις και θα τους πληγώσεις που θα φύγεις μακριά τους, ξανά, ξανά και ξανά. Και ποιος ξέρει, ίσως και με την απουσία σου, άθελά σου, να τους πληγώνεις. Να τους χαρακώνεις όσο λείπεις, ε, μα, πώς το κάνεις αυτό πια; Θέλεις να φύγεις για να μην τους πληγώνεις πια κι όμως, θα τους πληγώσεις πάλι. Γιατί να υπάρχεις, απορώ. Γιατί; Υπάρχεις τελικά; Αποφάσισε. Τι θέλεις; Όχι. Δεν θα αποφασίσεις τι θέλεις. Δεν θα πράξεις ανάλογα με αυτό που θέλεις. Γιατί, αν το κάνεις, θα κάνεις ξανά κάτι για 'σένα. Για τον εαυτό σου που τόσο αγαπάς, ε, σωστά; Αυτή είναι η άρρωστη αγάπη, τελικά, αυτή είναι. Η δική σου για 'σένα. Η δική μου για 'μένα, ναι, για 'μένα μιλάω φυσικά. Άσε τα κόλπα. Ξεκίνα να ψάχνεις διαδρομή γιατί θ α  φ ύ γ ε ι ς, φύγε! ΦΥΓΕ! Μακριά, εντάξει; Πολύ μακριά. Μη γυρίσεις. Ποτέ. Ξανά. Ποτέ. Μη γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω, μην κοιτάξεις καν. Ναι, αν κάνεις αυτό που θέλεις, τότε θα μείνεις, διότι ξέρεις ότι μπορείς να τους αγαπήσεις κι αυτό το θες τόσο πολύ, το ξέρω. Αλλά κάνε κάτι για εκείνους. Φύγε. Και, πράγματι, δε θα 'ναι κι αυτό κάτι αξιόλογο. Δεν ήσουν δα και ποτέ κάτι το αξιόλογο κι εσύ η ίδια, το γνωρίζεις. Οπότε, γιατί να 'ναι κι αυτό αξιόλογο; Σκατά θα 'ναι. Αλλά και οτιδήποτε άλλο θα 'ναι το ίδιο άθλιο και αισχρό. Δεν ξέρεις να αγαπάς, στο είπα και πριν μερικές ώρες. Ξέρεις να αγαπάς εσένα. Και είναι το μόνο που ξέρεις να κάνεις. Πόσο άχρηστη είσαι; Δεν σε χρειάζονται, ελπίζω, δηλαδή, να μην σε χρειάζονται. Γιατί μόνο κακό μπορείς να κάνεις. Και δεν θα τους είσαι χρήσιμη. Θα τους είσαι κάτι που θα τους αφήσει σημάδια και πληγές, εντάξει; Μα, το ξέρεις. Και στον εαυτό σου δεν αφήνεις τίποτα. Από σημάδια εννοώ, φυσικά, χαχαχαχαχα. Αστείο. Μόνο σημάδια δεν αφήνεις. Όλα τα άλλα τα κρατάς έτσι κι αλλιώς για τον εαυτό σου. Μη φτιάξεις βαλίτσα. Μην πάρεις αυτή τη φορά μαζί σου τίποτα, τίποτα. Τίποτα. Φύγε μονάχα με τον εαυτό σου. Τόσο πολύτιμος που είναι, θα σου φτάσει, σωστά; Α, κοίτα, θυμάσαι την έννοια αυτής της λέξης, έτσι; Φιλαυτία. Ναι, τη θυμάσαι. Πού την είχες διαβάσει; Α, σωστά, πουθενά. Ω, μα ναι, την είχε χρησιμοποιήσει κάποιος για να σε περιγράψει, χαχα, αστείο, ξανά. Ναι, είσαι σημαντική για πολλούς. Θυμάσαι αυτή την κοπέλα που σου είχε μιλήσει τυχαία και σου 'χε πει ότι είσαι σημαντική για πολλούς ανθρώπους και τους πληγώνεις; Και την άλλη, την άλλη που σου 'χε πει πως, έι, πρέπει να 'ναι αρκετά επώδυνο να νοιάζεται κανείς για 'σένα. Δεν έχεις ιδέα. Μάλλον έχεις. Γιατί νοιάζεσαι για τον εαυτό σου, οπότε, ναι, πάντα ήξερες πόσο επώδυνο είναι αυτό. Γιατί είσαι άρρωστη, αυτό που έχεις είναι αρρώστια, όχι ο αυτισμός, δεν μιλάω γι αυτό, λέω, είναι αρρώστια αυτό που έχεις. Και αυτοκαταστροφή. Και αρρώστια. Και δεν ξέρεις εάν γιατρεύεται. Ποια η θεραπεία; Δεν θα στη δώσει κανείς, έτσι. Ναι, έτσι. Να τη βρείς μόνη σου. Καλή τύχη. Εγώ σ'αγαπώ, το ξέρεις. Μα, φυσικά και σ'αγαπώ. Ναι, σε μισώ, αλλά σ'αγαπώ το ίδιο κι ειν' πολύ. Να προσέχεις. Και να είσαι ο εαυτός σου που τόσο αρρωστημένα αγαπάς. Και να προσέχεις το δρόμο, τα αυτοκίνητα, είσαι αφηρημένη πάντα. Η Έιπς σε άφησε, έτσι κι αλλιώς. Η άλλη παραμονεύει, δεν σε νοιάζει, ας κάνει ό,τι θέλει. Και να είσαι ευγενική στους περιπτεράδες και τους ταξιτζίδες. Σου δείχνουν το δρόμο οι δεύτεροι, ξέρεις. Και να μην ξαναγυρίσεις, η ευχή μου η τελευταία είναι αυτή. Να μην ξαναγυρίσεις. Φύγε.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Ντελίριο

  Ήταν κι η Ηρώ εκεί γύρω. Κι η φωτιά κι η βροχή και τα ηλιοτρόπια κι οι δράκοι. Και ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσω να γράψω ένα άρθρο ή οτιδήποτε που να μεταφέρει έστω και στο ελάχιστο κάποιες εικόνες θολές που τυχαίνει να θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα. Δηλώνω ανίκανη να γράψω. Και να μιλήσω. Και να σκεφτώ. Θέλω απλώς

να μην μου μείνει ξανά μονάχα το κόψιμο. Θέλω απλώς
-ή συνθέτως, τώρα που το ξανασκέφτομαι-
να μου μείνεις κι εσύ.