Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Όνειρο (IV)

Λευκές καμπύλες αφρίζουν γύρω απ' το θερμό μου τρέμουλο
προσωπεία θανατηφόρα, ανεξέλεγκτα, Εωσφορικά
καβαλούν τα γαλανά θεριά κι ακολουθούν τις κραυγές π'αφήνουν
ανάμεσα στους κατάλευκους θεόρατους Θεούς που με γυροφέρνουν.
Είμαι στη μέση της τελετής-και κάτι με κάνει να αισθάνομαι
ότι είμαι εγώ η ίδια η Τελετή-
πεντακάθαρη, λευκή, οι κόρες των ματιών μου υπέκυψαν
στην καθαρότητα του ονείρου
και την αγανακτισμένη κατηγορία των στοιχειών που μάχονται γύρω μου
να δραπετεύσουν το ένα απ' το άλλο σαν να κάνουν έρωτα πνιγμένα
σ'έναν βρώμικο και βίαιο ρομαντισμό
καταπίνω μία προς μία τις αλληγορικές μου σκέψεις
και δηλητηριάζω σατιρικά το στομάχι για να σώσω το μυαλό μου
μα το αισθάνομαι ακούσιο και σαν προφητεία
διότι δεν θα βγω από αυτό το σκηνικό δίχως άλλη μια θυσία
δική μου και για μένα, κι από εμένα προς εμένα και μ'αυτές
τις μάσκες χωρίς χρώμα που δε θυμίζουν καρναβάλι
και τα κοσμήματα τα χαραγμένα με αριθμούς που δεν
μοιάζουν να έχουν ψηφία-καθρέφτες γνώριμοι
σε γωνίες του δικού μου χάρτινου τσίρκου
όπου στεγάζω το αρωματισμένο μου κορμί και κομμάτια των ζωών των άλλων.
Κρατιέμαι μονάχα απ' τη γύμνια μου κι αυτή
είναι η μοναδική μου τυχούσα σωτηρία
η ηλιόλουστη κι αιμάτινη παραπλανητική μου φύσις, δεν κρατιέμαι να μην το πω
μα η γύμνια των αισθημάτων μου θα 'ταν το Διαβολικό μου τέλος
η δική μου ξεχωριστή κι αιμοβόρα Πόλις, η άτεγκτη Ευθανασία
κι αδυνατώ να πληγώσω το Σύστημα
και το Σύμπαν-θα το βρεις το πρώτο εάν κοιτάξεις ψηλά
και το δεύτερο ευθεία.
Κάτι με βαραίνει ολοκάθαρα μα τα χέρια μου είναι ολόλευκα, καθαρά κι άδεια
κι η πλάτη μου ίσια, δεν κουβαλώ τη Ζωή μου
αυτή τη μοναδική τυχαία φορά
δεν έχει Ζωή εδώ που ακουμπώ-συχνότητες
στ'αυτιά μου φτάνει διαπεραστική η σιγή των κραυγών τους
ουρλιάζουν κι ακούω τις ανάσες τους έγχρωμες να σπαρταρούν
και να καίνε, να στάζουν και να λιώνουν οι ίδιες απ' τη θέρμη τους
η σιωπή τους δεν με φτάνει, μα η ηχώ της μου τρυπάει το κεφάλι
μου σαπίζει τα αυτιά, ζαλίζει τους κατάλευκούς μου βόλους.
Τα ολόλευκα θεριά ακουμπούν τους στεγνούς λαιμούς τους μεταξύ τους
ένας προς έναν, ξωτικά του Διαβόλου χωρίς μορφή
χρώματα δίχως απόχρωση και αριθμοί
χωρίς ψηφία, αποπνικτική καθαρότητα.
Χωρίζονται σε ζευγάρια μ'ακουμπισμένους τους λαιμούς
και τα προσωπεία τους σιγά σιγά γίνονται ένα, διακρίνω τις φλέβες του καθενός
ξεχωριστά να ενώνονται με εκείνες του παρτενέρ τους, ναι
χωρίζονται σε ζευγάρια κι είναι έτοιμα να χορέψουν το κατακόκκινο τάνγκο
μπροστά στα μάτια, στα δάχτυλα και την κρύα μου ανάσα, καίγομαι.
Οι φλέβες τους εκρήγνυνται και σκάνε απάνω στην γυμνή μου αλήθεια
κατακάθονται στις αρετές μου και κρύβονται
στα μυστικά μου καταφύγια, αισθάνομαι τα παιδικά μου φυλαχτά να λιώνουν
και να κατακαίνε ό,τι έχει απομείνει απ' την αγνότητα
τη νεότητα
την αθωότητα
και τη ροκανισμένη μου λευκή δύναμη.
Σκάνε, τρυπάνε τους λαιμούς τους και βγαίνουν έξω
εισχωρούν η μια μέσα σ'εκείνη του παντοτινού τους παρτενέρ
και ρουφούν με μανία η μια τις πορφυρές συχνότητες της άλλης
ο ρυθμός τους καταπίνει το λευκό σιγά σιγά κι εγώ τρέμω
ανάμεσα στα θεόρατα στοιχειά με τα διάφανα προσωπεία
και τους οικείους μου καθρέφτες για κοσμήματα
καθώς εκείνοι μεταμορφώνονται σε ερυθρά ψηλόλιγνα δέντρα
με κατακόκκινους κορμούς, στοιχειωμένα από εβένινα αστραφτερά
και μυτερά φύλλα.
Το σκηνικό τώρα πια είναι το δάσος κι εγώ
βρίσκομαι κατάλευκη μες στις μυστήριες μελωδίες του Ερέβους
κι ο Διάβολος μαζί με τον Θεό μου 'χουν ράψει και μ'έχουν τυλίξει
μ'ένα αιμάτινο κι υγρό φόρεμα κάποιας νεκρής Λαίδης
-αισθάνομαι το πένθος να με κατακλύζει, πενθώ για την άγνωστη Κυρά
εκείνη την παγιδευμένη σε μιαν άρρωστη εποχή που μοιάζει
ν'απέχει δυο αιώνες απ' τη δική μου, ποια είναι; ποια είναι;-
Τρύπιο κεφάλι, χάλκινες μπούκλες, πεντακάθαρο βιασμένο δέρμα
βαδίζω προς το δάσος που είναι έτοιμο να με καταπιεί
παγιδευμένη στο ερυθρό μου ύφασμα-μ'αυτό η Ειμαρμένη
έμελλε να πενθήσει για 'μένα-και με σφίγγει
όλο και περισσότερο καθώς αφήνω τα βαριά μου ίχνη
προς το δάσος, υγραίνει το κορμί μου με την αιμάτινη πίσσα
τα απομεινάρια της καταδικασμένης Λαίδης, είμαι πλούσια τώρα, αχ
πώς να μην σκάω χαμόγελα στο σκότος, το Έρεβος
φοράει ένα γνώριμο προσωπείο κι αισθάνομαι ξανά γυμνή, κρυώνω
μα ακόμη με τυλίγει η υγρότητα του υφάσματος της Κυράς!
Γιατί κρυώνω; Δεν κουνάει φύλλο-και τότε
τα εβένινα αστραφτερά και μυτερά
χαραγμένα με φιλιά και σημάδια της Σιγής των δέντρων, των θεριών μου
κράζουν και πετούν με τα στιλπνά τους μάτια μακριά απ' τα κλαδιά
και πετούν κι έρχονται καταπάνω μου
σαν αρπακτικά που κυνηγούν τη λεία τους, τ'αντιλαμβάνομαι
κι αρχίζω να τρέχω, μα το ύφασμα μ'αγκαλιάζει μ'ευλάβεια
με τυλίγει μητρικό και μου δίνει φιλιά τρεμάμενα στο μέτωπο
καλύπτει το πρόσωπό μου με το ερυθρό πέπλο
-μα, πράγματι κάτι με βαραίνει ακόμη-και βάζω
τα αγνά μου χέρια στο πρόσωπο, με καλύπτουν τα κατάμαυρα γάντια της Λαίδης
και τα λούζω με τα κατάλευκά μου δάκρυα-πώς να κρυφτώ πια από
την παγερή και διαβολική μου καθαρότητα;
Μα, πώς;! Πώς είναι δυνατόν να κρυφτώ
κι απ' τη φύση του Χαμομηλιού μου, πώς να το αφήσω
να χαθεί, πώς να το πνίξω με το Σύστημα που το κατέχει;
Πώς να αρνηθώ το Σύμπαν, που ενώ χάιδευα τα ροδαλά μάγουλα
αισθανόμουν απάνω στα μπούτια μου βαριά και δηλητηριώδη
δυο κρύα ηλεκτροφόρα όμοια με τούτα χέρια;
Μα, δεν είναι δικά μου, δεν μπορεί! Είμαι βεβαία πως αγκαλιάζω τα μάτια μου!
Αισθάνομαι τη ζεστασιά του φορέματος να ξεψυχάει απάνω μου
τα άκρα μου παγώνουν! Τα χέρια ζωντανεύουν, δεν είναι δικά μου, είναι
κατάλευκα, αλλά δεν είναι δικά μου, είναι και
λιγνά και με ροκανισμένο βερνίκι αιμάτινο αλλά δεν είναι δικά μου!
Τα αισθάνομαι βαριά, σαλεύουν, ορθώνονται στο ύψος των κρυμμένων μου ματιών
και κοφτά, απότομα, μ'αποκομμένες κινήσεις
τυλίγουν το τρύπιο μου κεφάλι κι αφήνουν χαραγμένα σημάδια και
φιλιά, σαν κόσμημα αρχαίο, απάνω στο πρόσωπό μου
έως ότου εκείνο πάρει τη μορφή ενός γνώριμου προσωπείου, μα δεν είναι!
Πετάγονται και τ'αστραφτερά εβένινα πουλιά απάνω μου κι απάνω
στη σαπισμένη Λαίδη που κουβαλώ αδίκως
εκείνη, η Μητέρα, με φιλά ξανά στο μέτωπο, διότι όλα φτάνουν στο τέλος
και πρέπει να ησυχάσω, να μην σπαρταρώ, να μην κραυγάζω-με φιλά
και μ'αφήνει εκεί να ξεψυχήσω απ' την οργή των αρπακτικών
απ' τα λυτρωτικά καθάρια χάδια
και τα θεραπευτικά και γεμάτα δηλητήριο
φιλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου