Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Προσωπικό

Είμαι έξω. Περνάω καλά. Ξαφνικά έχω τα νεύρα μου.
Έχω τους λόγους μου.
Απομακρύνομαι, φεύγω. Πάω σπίτι.
Έχω τα νεύρα μου και έχω τους λόγους μου.
Προσωπικοί λόγοι.
Και ξεκινάει.
Προσωπική ψυχανάλυση.
Προσωπική παρηγοριά.
Καθρέφτες, ποτό.
Προσωπικό ξέσπασμα και ξεφάντωμα.
Δεν ξέρω καν τι μουσική ακούω. Για να δούμε.
Προσωπικός ο χορός, προσωπική η μουσική.
Δεν τους μιλάω για τις βιβλιοθήκες μου.
Ή τα ημερολόγια.
Προσωπικά βιβλία και διάβασμα, προσωπική γραφή.
Α, το 'χω διαβάσει αυτό. "Ω! Και τι λέει;"
Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι.
Προσωπικά πορίσματα, προσωπικά ερεθίσματα.
Α, ναι.
Και με ρωτάνε. "Πού πας;" "Τι έχεις;"
"Να 'ρθω, ρε;"
Προσωπικά οδικά σήματα, στοπ, κόκκινο φανάρι, πράσινο.
Όχι ακόμα πράσινο. Μόλις αποφασίσουν να πάρουν άλλο δρόμο.
Α, τώρα. Πράσινο.
Γυρνούν το κεφάλι. "Σίγουρα, ρε;"
Όχι, δα. Δεν θα 'μαι μόνη, μωρέ.
Και σπίτι. Στους τοίχους.
Προσωπική παρέα, προσωπικοί φίλοι.
Τα φαντάσματά μου, έχω δεθεί. Προσωπικά.
Προσωπικοί εαυτοί. Όλα έχουν να κάνουν με εμένα.
Με πιάνει ανησυχία. Άγχος, διαταραχή.
Κλείδωσα; Να διπλοτσεκάρω.
Προσωπικές κλειδαριές. Μέσα στα ημερολόγια.
Οι καθρέφτες μου κοιτάζουν μόνο εμένα. Είμαι το επίκεντρο.
Προσωπικά ραντεβού. Θα με δει κάποιος, στο δρόμο για το πάρκο.
Κι αν δεν με δει, εγώ το νιώθω. Αισθάνομαι παρουσίες, ξαφνικά.
Προσωπικά ραντεβού..
Δημιουργώ παρουσίες. Ποιος μου το 'μαθε αυτό;
Αυτοδίδακτη. Στην παρά-
Παρατήρηση..
Νομίζω ότι εξειδικεύομαι στη φαντασίωση.
Προσωπικά, δηλαδή, έτσι νομίζω.
Προσωπική εκτίμηση, αυτοεκτίμηση. Όχι μ'αυτήν την έννοια.
Η ετυμολογική *παράνοια.
Βλέπω το πρόσωπό μου στους καθρέφτες.
Δεν είμαι εγώ.
Εγώ είμαι, δηλαδή. Αλλά αν είμαι εγώ
δεν είναι κανείς άλλος.
Οπότε καλύτερα να μην είμαι εγώ. Γι' αυτό θα με πλάσω.
Ξανά και ξανά. Με χίλια ονόματα.
Εστέλ; Σε περίμενα. Η Έμιλυ; Α, με την Έσθερ.
Στολίζω τους καθρέφτες με διαφορετικά φτιασίδια.
Προσωπικά, όμως. Προσωπική τεχνική.
Και είμαι λέει καλλιτέχνης. Και είμαι λέει συγγραφέας.
Και είμαι λέει ποιήτρια..
Δημοσιογράφος, δικηγόρος και
ψυχαναλυτής. Προσωπικά πάντα.
Επαγγέλλομαι προσωπικώς! Υφίσταμαι προσωπικώς.
Ανασαίνω διαφορετικά. Πιο.. προσωπικά.
Είμαι.

Φοβάμαι να ακούω πια τον εαυτό μου να λέει "είμαι".
Γυρίζει πίσω; Κάνει στροφές η μοναξιά αν είναι επιλογή;
Αν είναι απόφαση ζωής; Αν δεν.
Αν δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ χωρίς αυτήν;
Πώς ανασαίνουν απρόσωπα οι άνθρωποι στα πλήθη;
Πώς είναι μαζί; Πώς είναι μαζί; Πώς είστε μαζί;
Τι είναι το μαζί;
Γιατί το ζητάω μονάχα απ' όσους ξέρω πως δεν θα μου δείξουν ποτέ;
Γιατί αποφεύγω όσους μου το προσφέρουν;

Ανησυχώ ότι εξειδικεύομαι.
Κι έχω εκπαιδεύσει καλά τον εαυτό μου να είμαι μόνη.
Και να είμαι διαρκώς επιζών. Αυτή που επιβιώνει.
Και να αγγίζω το σκοτάδι για να επιβιώνω διαρκώς.
Γιατί είναι μια διαδικασία που έχω μάθει απ' έξω και σε όλες τις περιστάσεις.
Πώς ζει κανείς;
Αν είναι να το κάνω κι αυτό μια διαδικασία
προσωπική
μη μου δείξετε.

[...]
"Να 'ρθω, ρε;"
Κόκκινο.





                                                                                                                                   *παρατήρηση

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Παιδί (Κι ας τρέχει το αίμα απ' τον αυχένα)

Τι να γράψω;
Μα δεν είναι τα πράγματα αυτονόητα;
Τ'αληθινά λουλούδια μπορεί να μαραθούν
Μπορεί και όχι
Τα πλαστικά όμως σίγουρα
Τι να πω;
Πώς κατάφερε να ξανθρωπέψει ο άνθρωπος;
Να πω, τι;
Πως δεν μπορώ να περιμένω
Θέλω να ζήσω όμορφα εδώ και τώρα
Θέλω ν'ανασαίνω τίμια και να χορεύω
Είμαι το παιδί που ήμουν πάντοτε
Απαιτώ την όμορφη ζωή
Δεν ξέρω αν θέλω να αγωνιστώ και να πεθάνω γι' αυτούς
Δεν πλέκομαι με τα συμφέροντά τους
Ανησυχώ
Τι να πω;
Ανησυχώ για το που θα με βγάλει
Για ποιον θα καταλήξω να μάχομαι
Αν μπορώ να διακρίνω τη γραμμή των συμφερόντων
Απ' τη θολούρα της οργής
Απ' την ομίχλη της αγανάκτησης
Ποιες ανάγκες θα με σπρώχνουν στον γκρεμό
Ανησυχώ για το ποια όνειρα θα με εκτοξεύσουν απ' τη γη
Κι αν θα μπορέσω ποτέ ξανά να βρω το γυρισμό για την Αλήθεια
Αν όταν τρελαθώ θα μπορέσω πράγματι ν'αντισταθώ στην ουτοπία
Που ο νους μου θα 'χει χτίσει
Αν θα συνέρχομαι και θα επαναφέρομαι πάντα
Πόσο θ'ανασαίνω ακόμη μέσα στη σκόνη
Πόσο γερά είναι τα πνευμόνια μου
Ή ό,τι απέμεινε απ' αυτά
Τα δικά σου, μπαμπά;
Μαθαίνω τα νέα στα σάιτς, τα μπλογκς, τις εφημερίδες
Ακούω ραδιόφωνο
Βλέπω τη φάτσα μου παντού
Και παντού μιλούν για 'μένα
Με κυνηγούν με καταδιώκουν με σκοτώνουν
Με φυλακίζουν μου αφαιρούν δικαιώματα
Μου παίρνουν το σπίτι μου κλείνουν τα σύνορα για το σπίτι
Μου πήραν την παιδεία μου πήραν τη σούπα της γιαγιάς και
Τη συλλογή μου με τα αυτοκόλλητα-το χειρότερο απ' όλα
Τους βόλους μου και τα πλέιμομπίλ
Έφτιαχνα κάστρα κάποτε με δράκους και μικρά κουνέλια
Έσκαβα λίμνες στην άμμο με τα καθαρά μου χέρια
Αλλά τα χέρια μου τώρα πια δεν τους είναι καθαρά
Σαν του Μιχαλολιάκου
Και με περιγελούν
Μου πήραν το παιδί μου
Τον πατέρα
Και τον αδερφό μου τον βγάζουνε τρελό μ'αντάλλαγμα
Να μην πάει στρατό
Μου πήραν το δικαίωμα να μεγαλώσω στη θάλασσα και το λιβάδι του παππού
Μου τα πήραν;
Ή τους τα δωσα;
Τα ζητάω πίσω
Και θα τα πάρω πίσω
Είμαι άνεμος και φωτιά και άλογα και ήλιος
Φωτιά
Καίγομαι καίγομαι
Και τώρα γεια σας
Κατερίνα;
Είμαι η φωτιά

Για τις πέτρες που μου πετούσες κατακούτελα
Και σε καταδίκαζα
Μέχρι που μια μέρα τα πεισματάρικα μου μάτια
Με άφησαν να δω
Πως την ελευθερία μου εμποδίζει
Αυτό το γυάλινο περιτύλιγμα που μ'έχει αγκαλιάσει.

Τι να πω;
Δεν είναι τα πράγματα αυτονόητα μπαμπά;

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Welcum to Fuckland, Paralirima city

Καλώς όρισες στη διάσταση αυτή όπου πεθαίνεις για να ξεχρεώσεις τη ζωή και ζεις για να δανείζεσαι απ' το θάνατο. Η διαδρομή σου ως εδώ ήταν υποφερτή και πνευματική, όμως τώρα τα πνευμόνια σου κάνουν push ups, η καρδιά σου χορεύει dubstep και το κεφάλι σου κατεβάζει τα ρολά και όλες αυτές είναι διαδικασίες που επιτυγχάνονται με σκοπό να εντυπωσιάσουν το πλήθος. Η ερώτηση-κλειδί: Θα μάθεις να ξεχωρίζεις τον αυθεντικό σκοπό της ιδιοσυγκρασίας και της αλήθειας σου από τον δελεαστικό σκοπό του κοινωνικού σου εαυτού;-α, ναι, δεν σου είπα, θα γνωρίσεις και αυτόν στο εξής, είναι ένας εσύ, αλλά όχι εσύ, βέβαια αυτό θα εξαρτηθεί από εσένα και από την γνώμη σου για τον εαυτό σου ως προς τους άλλους μας είπαν στην Κοινωνιολογία. Κάτι σαν, θα γίνεις η γνώμη του εαυτού σου σχετικά με το ποιος είσαι από τη σκοπιά του άλλου. Θα λες "αυτός τώρα πιστεύει σίγουρα ότι είμαι μεγάλος και τρανός" και θα γίνεσαι μεγάλος και τρανός. Θα λες "αυτοί θα με έχουν για τρελό" και θα γίνεσαι τρελός. Και ο καθρέφτης σου θα αντικατοπτρίζει, όχι αυτό που πιστεύουν οι άλλοι για εσένα, γιατί πάντοτε η πορεία μας στη ζωή είναι αυτιστική, εγωειδής, αυτοπαθής, αλλά αυτό που νομίζεις ότι πιστεύουν οι άλλοι για σένα και αυτή είναι μια διαδικασία τόσο εθιστική που εάν είσαι ματαιόδοξος και αξιοθρήνητος θα βλέπεις αρνητικά στα μάτια των άλλων όταν λάμπουν χαιρέκακα προς εσένα και θετικά εάν είσαι αυτάρεσκος, υπερόπτης, επιτυχημένος-αυτό θα σου πουν θα εξαρτηθεί από το πώς σε έβλεπε η μαμά σου όταν ήσουν μια λίγδα μέσα σε μια πάνα γεμάτη σκατά. Δικά σου. Ναι, γιατί εάν βγεις κακομούτσουνος θα πληγώσεις τη μαμά σου και εάν βγεις ιδεαλιστής θα εξοργίσεις τον μπαμπά. Αν πάλι βγεις όμορφος και μετριοπαθής και στρέιτ θα είσαι το επιτυχημένο γαμήσι των γονιών σου και το απόλυτα ολοκληρωμένο πείραμα ανταλλαγής υγρών. Θα γαμήσεις τόσο πολύ στη ζωή σου που η εκσπερμάτωση θα είναι το μοναδικό πράγμα που θα έχεις συνηθίσει και μάθει και επιθυμήσει να προσφέρεις στους άλλους ανθρώπους. Θα αδειάζεις τόσο πολύ από υγρά και υπεροψία που δεν θα έχεις αντοχή να δώσεις τίποτε άλλο. Και βέβαια τα άλλα θα τα κρατάς για πάρτη σου, οπότε εφόσον θα αδειάζεις από οργανικά υγρά, αυτά θα ζητάς κι απ' τους άλλους για να γεμίσεις-νομίζεις. Αυτό θα είναι το σόφισμα της ζωής σου. Αλλά εγώ πραγματικά σου προτείνω να γαμάς και να χύνεις μέσα σε σακουλάκια με ορό για να έχεις να χορηγείς χύσια στον εαυτό σου όταν γεράσεις και δεν μπορείς πια να γαμήσεις και να σε γαμήσουν. Αυτό ήταν ένα κείμενο γεμάτο στερεότυπα και βαρεμάρα. Δηλώνω ανεπαρκής στον τομέα όπου συνυφαίνεται η ανάγκη μου να γράψω με την ικανότητα, την αυτοσυγκέντρωση και το κίνητρο.
Και αυτό που έχω να πω για τέλος είναι ότι έχω ένα θεματάκι προσωπικό με το "δούναι και λαβείν" των ανθρώπων. Συνήθως λαμβάνω τον πούλο. Ποιον να γαμήσω λοιπόν απόψε για να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν μου αξίζει κάτι τέτοιο, αλλά πως είμαι και εγώ μεγάλη και τρανή;

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Φρούτα και μαύρο

Φλεβάρης.
Στη φλέβα ενός στενού ένα παράθυρο ανοίγει.
Μπαίνει φως.
Ταξιδεύω.
Είναι δωρεάν, δεν με νοιάζει ο προορισμός.
Τα καλύτερα ταξίδια δεν χρειάζονται διαβατήριο και πούλμαν.
-Πάμε Ιρλανδία;
-Ξέρω 'γω.
-Πάμε, έχει τα δάση που μου 'λεγες.
-Παγωτά είναι αυτά εκεί;
-Λέγε ρε!
-Πω, το ψήνω για παγωτό.
-Πόσο λες να μας πάρει μέχρι να φτάσουμε;
-Α, άκυρο. Γιαούρτι λέει παγωμένο. Μούφα.
-Δεν έχει παγωτά πια εδώ.
-Ε, ας φτιάξουμε δικό μας. Ποιος έχει κατσίκα;
-Θα πάρουμε το τραίνο ή τους δράκους;
-Τους δράκους, ρε. Πού θα βρούμε κατσίκα;
-Στην Ιρλανδία θα έχει κατσίκες. Και κατσικοπρόβατα.
-Τέλεια! Κάλεσες δράκο;
-Έλεγα να πάρουμε τους δικούς μας.
-Καλώς.

Βγαίνω απ' το σπίτι και περπατώ.
Καλοκαίρι - μα είσαι;
Στο δρόμο ο ήλιος μου στρώνει χαλί.
Να 'μαστε πάλι, σε ζητούσα.
Ταξίδεψες ως εδώ, μα για 'μένα;
Αυτό το πρωινό δεν σκέφτομαι ποια είμαι.
Γιατί δεν είμαι.
Ένα ζευγάρι ανδρών μοιράζεται το χαλί μαζί μου.
-Φρούτα να πάρουμε.
-Από πότε τρως φρούτα;
-Ρε, για 'σένα το λέω.
-Από πότε αγοράζεις φρούτα για 'μένα;
-Έλα τώρα.
-Πολύ αστυ-εραστικό.
-Χαχα, άρχισες πάλι.
-Αστεραστικό.
-Μικρό ή μεσό;
-Λέγε, τώρα.
-Από τότε που αφήνεις τα ψιλά και τα κομμένα εισιτήρια στον πάγκο μου.
-Οι αστοί πρέπει να δουν τ'αστέρια. Αστερισμός.
-Τα λογοπαίγνιά σου..
-Αστερασμός..

Πεδίον του Άρεως, 16 Φλεβάρη, 9:54 πμ.
Θέλω να τρέξω.
Απορώ γιατί οι άνθρωποι αποζητούν τα φτερά των πουλιών.
Τρέχω και τα παπούτσια μου μαζεύουν λάσπη.
Όλο και περισσότερη, ανεβαίνω ύψος.
Το να πετάς είναι υπερεκτιμημένο.
Στο βάδισμα μπορώ και βρίσκω δύναμη και θάρρος.
Τα όνειρά μου απέχουν μερικά βήματα.
Ο ήλιος ξαπλώνει σε ένα παγκάκι και αράζει.
Δύο μετανάστριες χαϊδεύουν ένα σκυλί.
-Περίεργα δεν είναι τα σκυλιά εδώ;
-Τι θες να πεις;
-Τα σκυλιά, εδώ, στην Αθήνα, είναι παράξενα, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί.
-Τι να σου πω, δεν βρίσκω τη διαφορά απ' τα δικά μας.
-Μα, κοίτα τα.
-Δεν σ'αρέσουν;
-Δεν ξέρω, μα, είναι παράξενα.
-Δεν μου εξηγείς.
-Απλώς είναι παράξενα..
-Κι εμείς.
-Εμείς γιατί;
-Ρώτα τους. Είμαστε.
-Δεν ξέρω καλά τη γλώσσα τους. Ρώτα εσύ.
-Εγώ έχω ρωτήσει.
-Και τι απάντησαν;
-Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.
-Κατάλαβα. Πάντως είναι πολύ όμορφα..
-Τα σκυλιά λες;
-Ναι. Και εμείς.

Αναζητώ τη θάλασσα.
Θέλω να βαδίσω δίπλα στη θάλασσα.
Μακριά απ' τα κύματα, αλλά σε απόσταση αναπνοής.
Αυτό μου λείπει τελικά απ' αυτήν την πόλη.
Η θάλασσα.
Και η δυνατότητα να την βλέπεις και να την συναντάς ανά πάσα στιγμή.
Στην παλιά μου πόλη πάντα τη συναντούσα στις δύσκολες ώρες.
Και της ψιθύριζα και ανταποκρινόταν.
Όμως, τώρα, είναι μακριά, δεν φτάνει ο ψίθυρος.
Αλλά η Ζωή αστράφτει όσο τίποτα.
Θα ανταμώσουμε.
Ξαπλώνω στο έδαφος για να βλέπω τον ουρανό.
Άλλωστε, η θάλασσα είναι καθρέφτης του.
Τον κρύβει μέσα της.
Άνθρωποι περνούν και ξέρω καλά πώς είναι οι ζωές τους.
Όμως, από εδώ κάτω έχουν φόντο τον ουρανό.
Και τους ακούω να μιλάνε σαν να είναι για πάντα καλοκαίρι.
-Θα πάμε για ρακόμελα;
-Ρωτάς;
-Σου αρέσει το αλκοόλ, ε;
-Μου αρέσει το γέλιο σου όταν δεν το ελέγχεις.
-Δεν ξέρω αν μπορώ να γελάσω νηφάλια. Είναι παράξενος ο κόσμος.
-Ξέρεις κάτι;
-Όχι.
-Χαχα. Πάμε για χυμό.
-Κλισέ!
-Τι σε κάνει να το βλέπεις σαν κλισέ;
-Ποιο;
-Το ότι σ'αγαπώ.

Καιρό είχα να την κάνω αυτήν την βόλτα.
Μα, ήταν υπόσχεση παιδική.
Πάντα θα καταλήγω σε αυτήν εδώ
Την βόλτα.



*Δώρα, η Ανατολή έλεγε "The West is the best".
Ποια; Η Ανατολή!

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ανάγκη ψύχρα και φορμόλη (Ε'3)

      Είναι βράδυ Τρίτης. Είμαι στην Αθήνα. Η νύχτα υποστυλώνεται απάνω σε μια εσκεμμένα θολή και ασθενή στην ανάμνηση ημέρα. Δεν θυμάμαι τίποτα από τον ήλιο της Τρίτης. Είμαι στα Εξάρχεια, βαδίζω προς το υποκατάστατο αυτού που αποκαλούμε "σπίτι" και είμαι νευρική. Για τη νευρικότητά μου εξ αρχής το σχολαστικό μου Σύστημα έκρινε ότι οι ευθύνες αποδίδονται-με την απρόσωπη, τυπική και δικαστική έννοια της ευθύνης-στην καινούρια μου γκρι μπλούζα που δεν έχει τσέπες στη μέση για να βάζω τα χέρια μου. Συχνά δεν ξέρω τι να κάνω με τα χέρια μου και βρίσκομαι στην αμήχανη θέση να καταπιέσω την ανάγκη για σταθερότητα και βεβαιότητα και να τα αφήσω στην τύχη να εκπέμπουν τα λάθος σήματα στο κοινωνικό κουκλοθέατρο της παράνοιας γύρω μου. Με τα χέρια στις τσέπες είναι πιο ξεκάθαρο το ότι επιθυμώ το απρόσιτο και αποκρουστικό της υπόστασής μου.
      Βαδίζω με τα μάτια καρφωμένα ευθεία και σχεδόν αυτομάτως-αλλά με ειδική και προσεγμένη ρύθμιση του Συστήματος-αφήνω πανομοιότυπα ίχνη και θόρυβο με τα βήματά μου. Είμαι ένα κινούμενο ρολόι με νοήμονες δείκτες. Είμαι ένα ραδιόφωνο με χιόνι μέσα απ' το οποίο εκπέμπονται μυστικά και κρυφά μηνύματα σε συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες συχνότητες. Είμαι η σταγόνα που στάζει απ' τη βρύση του νεροχύτη της κουζίνας με τυποποιημένο ρυθμό. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου που σκίζει την κοιλιά μιας κυοφορούσας γυναίκας με μαχαίρι και τη βάζει μελωδικά να βαδίζει σε καθορισμένη πορεία με το δαιμονικό έμβρυο στο χέρι, γλιστρώνας απάνω στη λασπαιμάτινη άσφαλτο, στη λίμνη του επιγεννήματός της. Τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια, τόσο ψύχραιμη. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου.
      Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν εισέλθω ξανά στην πορεία του Συστήματος ήταν μια συνέλευση με ανθρώπους που ένα κομμάτι μου αντιλαμβάνεται και συμμετέχει. Από τη στιγμή όμως που μπήκα Εγώ στην πορεία του Συστήματος τα φώτα στο κτίριο έσβησαν και τίποτα πια απ' τον ήλιο της Τρίτης δεν είχε απομείνει. Δεν περπατώ, βαδίζω, περνάω απ' το Μουσείο και καμία σκέψη δε σκίζει το μυαλό μου σε κομμάτια, σαν χαρτί που διαπερνά με βία το κεφάλι. Καμία απολύτως. Όλες μου οι σκέψεις έχουν στεγνώσει μέσα και το Σύστημα κυριαρχεί-συνεπώς και οι σκέψεις δεν είναι σκέψεις πια, είναι οντότητες συγκεκριμένες και προκαθορισμένες, υλικές, που αιωρούνται πλάι μου και βαδίζουν-βαδίζουν-μαζί μου κάτω απ' τα γυμνά δέντρα. Πλήρης ησυχία, άπνοια, γαλήνη. Η ανάσα του δολοφόνου. Οι ανύπαρκτες τσέπες με εκνευρίζουν όλο και πιο πολύ ανά βήμα, η απουσία τους και η σημασία της το κάθιστά ακόμη πιο δύσκαμπτο και ταλαίπωρο να διατηρήσω τη γαλήνη και ίλιγγος νευρικότητας ορίζεται σαν τον νέο κυβερνήτη της αίσθησης του όλου. Του κόσμου. Η εκκοσμίκευση της φρενίτιδας και της αλλοπρόσαλλης ιδιοσυγκρασίας μου. Νομιμοποιούμαι και γίνομαι αποδεκτή από το άτεγκτο της νύχτας. Η αγαπημένη μου, η λατρεμένη μου αποδοχή, η απρόσμενη. Αυτή που τη βρίσκεις εκεί που την απωθούν οι συμβάσεις. Άραγε παρόμοια να 'ναι η αιτία που το άλλο μου κομμάτι πηγαίνει σε αυτό το κτίριο και σε αυτήν την συνέλευση; Είμαι το ένα τρίτο. Η ανάσα του δολοφόνου.
      Θα έλεγα "ξαφνικά", όμως θα ήταν λογοτεχνικό δημιούργημα, διότι γνωρίζω καλά ότι το Σύστημα δεν ξαφνιάζεται από τίποτα. Όλα τα γνωρίζει. Όλα τα προσδοκά. Συνεπώς, κανονιστικά, ναι, κανονιστικά, καθώς βαδίζω και κατευθύνω την πόλη προς την αντίθετη από Εμένα κατεύθυνση, οι αισθητήρες της Ανάγκης του Συστήματος-μια Ανάγκη που λίγες, μα επιδεικτικές φορές έχει απελευθερώσει-αντιλαμβάνονται την σκοτεινή φιγούρα ενός πιθανότατα παρομοίου είδους. Τον αντιλήφθηκε για μένα και μου παραχώρησε το δικαίωμα να τον αντικρίσω ελαχίστως με την περιφερειακή μου όραση, καθώς καρφώνω το βλέμμα μου ευθεία και, σε περίπτωση που επιθυμήσω να "στρέψω αλλού το βλέμμα", οφείλω να "στρέψω αλλού το κεφάλι". Οι κόρες των ματιών δεν κινούνται, είναι καρφωμένες, προσκολλημένες, εξαρτημένες από το Σύστημα και καθοδηγούνται. Εάν αλλάξουν πορεία εκείνες, σημαίνει κάποια καταστροφή καθότι το Σύστημα καθεαυτό παραμορφώνεται και μεταβιβάζομαι, αλλά δεν ανησυχώ γι αυτό τώρα. Τώρα που είμαι Εγώ. Διότι Εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές και δεν έχω να δικαιολογηθώ και να εξηγηθώ σε κανέναν. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις μετά, αέναε Συνοδοιπόρε στηριζόμενη στη δική σου γελοία και ξεπερασμένη Αφετηρία. Κοιτάζω, λοιπόν, ευθεία και βαδίζω.
      Είμαι στην Πατησίων. Έχω μάθει πώς να γυρίζω στο υποκατάστατο τις νύχτες με τα πόδια. Πορεύομαι και κρατώ απ' το λαιμό τη σκιά μου. Η σκιά μου είναι κοφτερή σαν ξυράφι και βαριά σαν τις ενοχές που θα αφήσω στο ένα τρίτο του εαυτού μου μετά από αυτήν την τελετή του Συστήματος για την οποία προορίζομαι. Η σκιά μου αρχίζει να πνίγεται και παραπονιέται. Όμως δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου. Στο πλάι μου άλλη μια σκιά ακολουθεί σιωπηλά και απειλητικά, αυτή η απειλητική οικειότητα που μου εκδηλώνει με κάνει να την εκτιμώ. Είναι η Μοργκάνες. Ο σκοτεινός περαστικός εδώ και μερικά λεπτά κατευθύνεται δήθεν κρυφά από πίσω μου, τον καθοδηγώ, τον ορίζω. Ορίζω την πορεία του και αυτή είναι η πορεία του Συστήματος. Το Σύστημα μας ορίζει και τους δύο. Βρίσκεται πάνω σε ένα μαύρο μηχανάκι, χωρίς φώτα ή πινακίδες. Όπως κι Εγώ. Χωρίς λάμψη, ζωή και ταυτότητα. Ένα φάντασμα. Η ανάσα του δολοφόνου. Μέσα μου ουρλιάζουν οι Ανάγκες του Ντέιμοργκ και αρχίζουν να ροκανίζουν το δανεισμένο σώμα από μέσα. "Ντέιμοργκ, ησύχασε. Το Σύστημα διατάζει." Αφοσίωση. Η ανυπομονησία είναι προδοσία για το Σύστημα. Η Μοργκάνες, όμως, ποτέ δεν με απογοητεύει. Γι' αυτό και αρπάζω με το άλλο μου χέρι το κάτω σαγόνι της και τα δόντια της διεισδύουν συνοδευόμενα από το αντίδοτο της λογικής στις παλάμες του σώματος. Με οικειότητα, πάντοτε. Το σώμα ανήκει στο Σύστημα, ούτως ή άλλως. Δεν χρωστάω σε κανέναν. Απλώς δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου.
      Ο σκοτεινός περαστικός μειώνει την απόσταση μεταξύ μας και προετοιμάζεται για τη δέσμευση στο Σύστημα. Ο ήχος της μηχανής αναστατώνει το Σύστημα και κάνει τη νευρικότητά μου πιο εκκωφαντική, σε σημείο που αμφισβητώ τη θέληση-τη θέληση, όχι την ικανότητα, έχω πάντοτε τον πλήρη έλεγχο-να ελέγχω τον Ντέιμ. Ελέγχω να μην ελέγχω. Τίποτα δεν γίνεται σαν ατύχημα, το καθετί είναι προκανονισμένο, κομμένο και ραμμένο στις δικές Του επιλογές και αποφάσεις. Η Νες γρυλίζει χαμηλόφωνα. Την καθησυχάζω με το να σφίγγω πιο έντονα την παλάμη μου, μπήγοντας τα δόντια της πιο βαθιά στο δάνειο. Ηρεμεί. Η σκιά μου από την άλλη πλευρά είναι ήρεμη και υπομονετική. Έχει σοφία η σκιά. Πολλές φορές με προλαβαίνει, είναι πιο προσεκτική με τις διαδικασίες. Είμαι στο Πανελλήνιο, στα ΚΤΕΛ. Είναι σκοτεινά και δεν ανασαίνει άνθρωπος. Εκτός από τον δολοφόνο. Η Νες και ο Ντέιμ δεν έχουν πνευμόνια. Ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν καταστροφικός και η ανάσα αφήνει ίχνη στον άνεμο. Η σοφία...

-Έλα εδώ να σου πω, μουνάκι.

     Αυτό το δάνειο είναι θαυματουργό. Το Σύστημα ξέρει να επιλέγει. Ο ενθουσιασμός και η αναστάτωση στο στομάχι του να σε προσεγγίζει πρώτο κάτι που αποπειράσαι να προσεγγίσεις εσύ ο ίδιος. Το εκλεκτό θύμα που θα πάρει το ρόλο του θύτη για την τελική του παράσταση. Σαν χάρη απ' το Σύστημα. Ντέιμ, αυτός εδώ είναι της Νες.

-Πού πας; Θα σε πάω εγώ όπου θέλεις. 

      Σε λάθος πορεία βρίσκεσαι εάν το πιστεύεις αυτό. Ανόητε. Σε αυτόν τον μονόδρομο οδηγάω εγώ. Δεν απαντώ. Δεν είμαι των λέξεων.

-Θέλω να μπω μες στο μουνάκι σου παλιοκομμούνι. 

      Βαρετό. Δεν είμαι η Εβίτα για να με απασχολούν οι ανθρώπινες απολιτίκ σου ανησυχίες. Βαρετό, βαρετό. Νες!

-Έτσι, ναι. Γουστάρεις να σε γαμάνε χρυσαυγίτες. Ανέβα.

      Και το κεφάλι έστριψε. Μονάχα το κεφάλι. Το Σύστημα δεν άλλαξε πορεία. Πέρασα τα ίχνη μου απάνω στο όχημά του. Ανέβασα το δάνειο στο μηχανάκι και χαμογέλασα από απροσεξία-ο Ντέιμοργκ! Και ένα μικρό άλικο ρυάκι κύλησε απάνω στα χείλη μου και λέρωσε την γκρι μπλούζα χωρίς τσέπες. Ούτως ή άλλως δεν είχα τι να κάνω με τα χέρια μου. Κρατώ τη σκιά μου με το δεξί χέρι και απορροφώ τη δύναμη και την υπομονή για να αντέξω την ηδονική αναμέτρηση με το ομοειδές. Τοποθετώ περίτεχνα τα χέρια μου στο τιμόνι, πλάι στα δικά του, χωρίς να αφήσω τη σκιά μου. Εκείνος χαμογελάει πρόστυχα και εμετικά. Νομίζω με αγαπάει. Νομίζω και εγώ. Η Μοργκάνες απελευθερώνεται από την παλάμη μου και γρυλίζοντας ξεσκίζει με τα δόντια της τη θνητή σάρκα του σκοτεινού περαστικού κάτω απ' το πηγούνι. Ο σκοτεινός περαστικός ουρλιάζει και το σώμα του είναι ανήσυχο και τρέμει φορώντας τον μανδύα της παράκλησης, της μετάνοιας, της υποδούλωσης. Ο παλμός απ' τα σαγόνια της Νες εναρμονίζεται με τις ολοένα και πιο λυγμικές, πιο υποτακτικές, πιο παραδεδομένες κραυγές του σκοτεινού περαστικού. Εγώ απολαμβάνω τη βόλτα που με πάει απάνω στο ξένο όχημα, το δανεισμένο, έτσι έχω μάθει.
      Η στιγμή της Νες κορυφώνεται με την απαίτηση της σοφής σκιάς μου. "Νες. Φτάνει. Κάτσε." Το βλέμμα της Μοργκάνες μεταμορφώθηκε σε βλέμμα υπάκουου, έντιμου και περήφανου κουταβιού, ενός μωρού λύκου καλά εκπαιδευμένου, και τα σαγόνια της σιγά σιγά υποχώρησαν με μητρική θλίψη από τον ξεσκισμένο λαιμό. Το παιχνίδι της είχε σταματήσει να παίζει μαζί της και οι παλμοί του κεντρικού ζωτικού οργάνου είχαν πάψει. Το αίμα λάσπωνε τη γούνα της και την άσφαλτο από κάτω μας. Το άψυχο σώμα δεν έδειχνε καμία αντίσταση πια στον νόμο της βαρύτητας. Το άφησα να κυλήσει στη λίμνη των εντός δαιμόνων του και απομακρύνθηκα από το όχημα που έπεσε στο έδαφος αφήνοντας έναν νεκρικό απαιτητικό ήχο που σήμανε το τέλος της παράστασης. Κοίταξα κατάματα την Νες και την παρηγόρησα σαν καλός εξουσιαστής που είμαι. "Νες, καλό κορίτσι." Και άρπαξα ένα απ' τα αποκόμματα του λαιμού που είχε προσκολληθεί στο χέρι μου και της το 'βαλα ανάμεσα στα δόντια. Όλοι αξίζουν μια ανταμοιβή για όσα κάνουν με κόπο.
         Έφτασα στο υποκατάστατο. Άφησα γυμνό το δανεικό σώμα και πέταξα τα ρούχα στον καναπέ. Εγώ δεν ξεπλένω αυτά που κάνω. Δεν ντρέπομαι ούτε κρύβομαι. Είναι τρόπαια. Είναι επιβραβεύσεις. Είναι πιστωτικά. Είναι Ανάγκες. Και μη μου ρίξεις εμένα ευθύνες το πρωί που θα ξυπνήσεις, θνητή. Δεν υπάρχει φταίξιμο. Η ευθύνη είναι περιορισμός. Δεν υπάρχουν όρια σε ένα λαμπρό και άπιαστο μυαλό. Δεν υπάρχουν όρια στο Σύστημα. Δεν υπάρχουν σύνορα, όπως στον λυπηρό σας θνητό κόσμο. Μόνο εγώ, το ένα τρίτο, ξέρω τι σημαίνει πραγματικά ελευθερία! Εσύ και οι ανθρώπινοι μίζεροι αγώνες σου δεν θα κατορθώσετε ποτέ να το νιώσετε. Και, στην τελική, ας έβαζες τη μπλούζα με τις τσέπες.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το Αυτό

      Τι έλεγα για τη βία; Για την απάθεια, την καταστολή, την καταπίεση; Δεν χάθηκα τόσο, θυμάμαι τι έλεγα. Αυτή τη βία την καταλαβαίνω. Αυτό που σε καταπιέζει, σε στριμώχνει, σε αποπροσωποποίεί, σε περιορίζει και σε καθιστά ανίκανο να επιθυμείς το παραπέρα, αυτό που βρίσκεται πίσω απ' το τείχος. Ο μηχανισμός που σου απαγορεύει να ονειρεύεσαι να αγγίξεις την αόριστη γραμμή ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, αυτό που σε κάνει να αρκείσαι στο να ακουμπάς τα αστέρια με τον αντίχειρά σου, να περπατάς απάνω στα βουνά κάνοντας κινούμενες φιγούρες με τα δάχτυλά σου, ενώ βρίσκεσαι στο μπαλκόνι του σπιτιού σου. Αυτό το έχω βιώσει. Ο μηχανισμός. Αυτό που σε κάνει να θέλεις να τρέξεις μακριά και στη μέση της διαδρομής να σκοντάφτεις απάνω στις ενοχές σου, αυτό που καρφίτσωσε αυτές τις ενοχές πάνω σου και δεν έχει όνομα. Που δεν σου δίνει δρόμο διαφυγής. Που κάνει τον δρόμο στα μάτια σου να φαίνεται ασταθής, τους ανθρώπους πάνω σ'αυτόν ξένους και βρώμικους και τα αδέσποτα αποκρουστικά. Αυτήν την πίεση την αντιλαμβάνομαι.
      Αυτό που σε καθιστά σωματικά και ψυχοοργανικά αδύναμο να σηκώσεις το χέρι σου στην τάξη για να μιλήσεις ή να ζητήσεις φασολάκια στη λέσχη αντί για μπιφτέκι με πατάτες. Αυτό που σε πιέζει να στριμώχνεις τα δάκρυα και την αγανάκτηση ανάμεσα στα συναισθήματά σου, μέσα, βαθιά. Αυτό που κάνει ντριν ντριν μες στο αυτί σου το πρωί γιατί έχεις να δώσεις μάθημα στη σχολή. Αυτό που ακόμη κι αν πατήσεις το κόκκινο κουμπί στο τηλεκοντρόλ συνεχίζεις να ακούς μες στους διαδρόμους του μυαλού σου που είναι άδειοι κι αντηχούν. Αυτό που σε κάνει να ιδρώνεις όταν λες ψέματα. Ναι, αυτό, αυτό το καταλαβαίνω. Σε αυτό έχω τον έλεγχο. Αυτό που σε πιέζει να κάνεις προσευχή για να γίνει ο κολλητός σου καλά ή να ανάψεις κεράκι για τη γιαγιά σου. Αυτό που δεν σε αφήνει να ξεσπάσεις, αλλά σου επιτρέπει μια ασφαλή και ευτυχισμένη ζωή, σαν ταινία, σαν σήριαλ αμερικανικό, σαν μυθιστόρημα. Αυτό που έχει αποφασίσει για εσένα ότι χρειάζεσαι ομπρέλα για να βγεις στη βροχή, αλλιώς θα βραχείς. Αλλιώς θα βραχείς. "Αλλιώς θα βραχείς". Αυτό που σε πείθει ότι δεν θέλεις ή ότι δεν πρέπει να βραχείς. Αυτό είναι γνώριμο. Αυτό είναι αντιμετωπίσιμο. Αυτό είναι ευκολάκι για εμένα. Αυτό που ..
      Πού το πάω;
      Α, ναι. Αυτό το Αυτό είμαι αρκετά δυνατή και εκπαιδευμένη για να το αντιμετωπίσω. Προετοίμασα και ανέθρεψα τον εαυτό μου έτσι ώστε να αντεπεξέλθει και να χρησιμοποιεί το θράσος και την ειλικρίνεια και την αλαζονεία και όλα αυτά τέλος πάντων για τα οποία καυχιέμαι πως έχω σαν αρετές, αλλά μισώ παράλληλα αναλόγως τις περιστάσεις. Όμως, αυτό; Αυτό εδώ; Αυτό εδώ τι να το κάνω; Αυτό εδώ πώς να το αποφύγω και πώς να το νικήσω όταν δεν ξέρω ποτέ εάν έρχεται απειλητικά ή με καλές προθέσεις; Η βία του έρωτα. Τι πρόσημο έχει; Αυτό δεν ήξερα ότι έπρεπε να μου το διδάξω, όταν μου δίδασκα την επιβίωση.
      Είναι που θέλω και είμαι άνετη και ικανή να κόψω την καρωτίδα του μπάσταρδου που μου έκλεψε το μέλλον και να χαράξω σημάδι στη γλώσσα μου γεύοντας το θάνατό του. Να γεμίσω το στομάχι του μπάτσου με βενζίνη κακής ποιότητας-γιατί σιγά μην του κάνω και τη χάρη-και να του βάλω φωτιά από το άγιο κωλοφώς-γιατί σιγά μην χαράμιζα την δική μου πολύτιμη φλόγα για βδελύγματα. Να βγάλω το αγαπημένο μου περιλαίμιο με τα καρφιά από πάνω μου και να το φορέσω στον καθηγητή του Δικαίου μέχρι η χορωδία του αμφιθεάτρου να κηρύξει την παύση στη μουσική μας. Να είμαι ικανή και να έχω σκέψεις με όλα αυτά. Αλλά να μην μπορώ με τίποτα, με καμία δύναμη ή θάρρος, να υψώσω το βλέμμα και να κοιτάξω στα μάτια έναν άγνωστο που-δεν ξέρω καν τι.
      Μερικοί μοιάζουν να μου λένε ότι η καρδιά πολλές φορές ξέρει περισσότερα από εμάς. Όμως εγώ δεν μπορώ να τους εξηγήσω και δεν θα αντιληφθούν δηλαδή και τίποτε εάν τους το αναλύσω, αλλά όλα τα ερεθίσματα τα αισθάνομαι κάτω απ' τα μαλλιά μου, μέσα στο Σύστημα αυτό, στο μυαλό μου. Ακόμα και τον έρωτα. Και είναι χειρότερο σημείο αυτό. Γιατί μπερδεύει περισσότερο. Η καρδιά μου είναι μόνο για τα άλογα και για τον εαυτό της. Το μυαλό μου είναι που μοιράζεται, που παραδίδεται, που προσφέρει, που αγκαλιάζει. Και εκεί σε νιώθω. Αλλά, αυτή τη βία που αισθάνομαι, πώς τη νικάω; Και πώς επαναστατώ εναντίον της και απαιτώ απελευθέρωση, από τη στιγμή που με παραλύει με εκρήξεις θετικών συναισθημάτων και σκέψεων και εικόνων κινούμενων και ηχητικών μες στο κεφάλι μου; Και πώς σε συνδέω με τα υπόλοιπα μέλη του σώματός μου και όργανα, εάν το επιθυμώ και εάν το θέλεις κι εσύ;
      Είμαι σε μηδενικό στάδιο. Καταλαβαίνω περισσότερα από άλλους, αλλά και λιγότερα από τους ίδιους, το παραδέχομαι. Έχει κανείς την απάντηση; Τι είδους βία είναι αυτή και ποιοι είναι οι σκοποί της; Ποια εξουσία επικαλείται και τι είδους συμφέροντα έχει; Ή είμαι τόσο σπασικλάκι με τις θεωρίες και τις αναλύσεις μου που τώρα δεν ξέρω καν για τι πράγμα μιλάω...; Ε αγαμήσου.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

For the Intellectual Destruction

She had a home but it wasn't built with stone or concrete.
Her body was her home-the only home she'd ever known.
But she had to share this home with two other homeless souls.
And each soul had a spirit within.
The other two had two dragons-Morgone and Daemorge.
And two wolves-Morganess and Dallyamorge.
Mysterious elves, dark fairies, gothic mermaids.
But by her side-what did she have?
She only had a damaged, confused and clumsy horse.
Only nothingness and bare feet she had.
A mortal horse.
But that horse could walk and run on the ground.
And swim playfully in lakes at night.
While raising its head up to the shiniest skies.
And so she was the strongest one.

So that's what she got.
Human bravery and wilderness-a wild mind.
A mind that couldn't be tamed by any creature-human or demon.
But there was a strict curse on her.
Ever since she was a newborn, she was cursed.
Cursed to live in this body of hatred and mutual destruction.
For both souls desired to rule this home of bones.
Cursed to survive both worlds-the internal and the external.
For thy spirit to be eternal, she had to.
And she attempted to fight the demons inside.
Several times in her life, she did.
But the only attempt that shined was the brilliant one.
The one that obtained her the glorious possibility.
The possibility of Death.
The control of both Death and Life.
On a sharp knife she stood barefoot and innocent.
For she was the strongest one.

And from this moment her heart was darkened nevermore.
Her dreams were breathed into nightmares no more.
Thy spirits were seperated and declared peace.
They no longer desired to release the Erebus.
The Erebus of the depth of Darkness.
For the souls could not survive without the home of bones.
And they knew that now she had power on thy skeleton of Misery.
So she controls both the souls and their spirits.
And makes them work together to fight the external ones.
For the Evil has now jumped out of their will.
And runs in the unknown blood of other people around her.
Whose demons and souls are still untamed.
And envy her menacing success.
But now she knows she is the strongest one.

What demons could rule this madness if not her?"



Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Στην Πολύχρωμη / She comes in colors everywhere

     Αυτό το κείμενο δεν είναι για κυνικούς. Αυτό το κείμενο δεν είναι για ρεαλιστές. Αυτό το κείμενο δεν είναι για όσους δρουν και έχουν δύναμη, πάθος και οργή, δεν είναι γι' αυτούς που βγάζουν σπυριά όταν ακούν για αγάπη και άλλες τέτοιες χριστιανικές μπούρδες-συνεπώς και αυτό το κείμενο δεν είναι για 'μένα. Αυτό το κείμενο είναι για αυτούς που είναι αδύναμοι να δράσουν, επειδή νιώθουν τόσο δυνατά που πληγώνονται να πληγώνουν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει αυτοάμυνα. Αυτό το κείμενο, δηλαδή, είναι για εσένα, Έιπριλ. Όπως και αυτός ο κόσμος, δηλαδή. Και αυτή η καθημερινή εναλλαγή από νύχτα σε μέρα, από χειμώνα σε καλοκαίρι μες στον Γενάρη, από πνοή σε λέξεις φορτικές, από νεύρα και θυμό σε απρόσμενες αγκαλιές. Αυτό είναι ένα κείμενο αντισυμβατικό με εμένα και τον ανθρώπινο κόσμο μου. Αυτό είναι για τα ηλιοτρόπια..
     Σε πιέζω και σε μαλώνω. Σε περιορίζω και σου κάνω κήρυγμα. Ότι δεν είναι έτσι ο κόσμος, ότι δεν αρκεί το να αγαπάς τους ανθρώπους, ότι δεν λύνονται όλα με τα λουλούδια και τα μπιχλιμπίδια σου. Ότι τα κίτρινα χαμόγελα που τους δίνεις δεν τους αγγίζουν, όπως δυνατά και με το παιδικό σου θάρρος πιστεύεις. Ότι τα πολύχρωμα all star σου και οι ριγέ χρωματιστές σου παιδικές κάλτσες δεν τους σταματούν απ' το να πληγώνουν. Ότι τα λούτρινα αρκουδάκια σου και τα τραγούδια που ακούς, αυτά που θυμίζουν θάλασσα και ήλιο και ζωή, δεν τους γιατρεύουν το σκοτάδι. Σου γκρινιάζω και γίνομαι σκληρή. Να μην ελπίζεις, γιατί η ελπίδα μας σκοτώνει και τις δύο. Να μην κοιτάς τον ουρανό, γιατί με ζαλίζεις και δεν μπορώ να κοιτάξω καλά στο έδαφος που πρέπει να πατάω. Για εμάς πατάω. Πρέπει να είμαι σκληρή. Γιατί με μπερδεύεις όταν βγαίνεις στους δρόμους και πιάνεις ανθρώπους και τους λες πόσο ερωτευμένη είσαι μαζί τους και με τη ζωή και με τον ίδιο τον έρωτα. Με μπερδεύεις. Και γιατί με μπερδεύεις; Γιατί με τυφλώνει ο κόσμος στον οποίο μόνη σου μες στο κεφάλι μας ζεις. Τον επιθυμώ τόσο πολύ, που πρέπει να σε απομακρύνω από εμένα κάθε φορά που τον επικαλείσαι, γιατί είμαι ευάλωτη ψυχή και φοβάμαι μήπως μεταπηδήσω σε αυτόν μαζί σου και ζήσω για πάντα εκεί. Και δεν πατήσω εν τέλει στο έδαφος για να μας σώσω.
     Αισθάνομαι αυτήν την ανεκδιήγητη ανάγκη να γράψω αυτά τα λόγια για εσένα, γιατί νιώθω ένοχη-συνένοχη. Δεν θέλω να σε πληγώνω. Δεν θέλω να σου δείχνω υποτιμητικά πόσο παιδί είσαι. Δεν θέλω να σου κάνω αυτό που μισείς περισσότερο, να σε μειώσω, να "εξηγήσω" τάχα όλες σου τις ανησυχίες και όσα νιώθεις με την εύκολη δικαιολογία της παιδικότητάς σου, όπως μισούσες πάντα. Δεν θέλω να είμαι η "μεγάλη", η "λογική", η "σώφρων". Αλλά πρέπει. Πρέπει, γιατί εγώ δεν πρέπει να είμαι φιλάνθρωπος όπως εσύ. Πρέπει, γιατί εγώ δεν πρέπει να αφήνομαι στα συναισθήματα και στον ουρανό, όπως εσύ. Πρέπει, γιατί πρέπει να κάνω κάτι για εσένα και για εμένα. Και για αυτούς που αγωνίζονται και είμαι πλάι τους, αν και σιωπηλή. Και το χειρότερο είναι ότι το ξέρεις, αλλά δεν σε νοιάζει. Δεν σε νοιάζει η θυσία, η οργή, το μίσος, η εκδίκηση. Δεν σε νοιάζει να πάρεις πίσω αυτό που σου στέρησαν. Γιατί όλα όσα έχεις είναι η αγάπη και το γέλιο. Και αυτά δεν στα έχει στερήσει κανείς.. Εσύ πάντα δίνεις αγάπη και γελάς με το γέλιο της αποδοχής σε όσους περνούν απ' τη ζωή σου-είτε για να την θίξουν, είτε για να την αγγίξουν. Σε θαυμάζω γι' αυτό. Γιατί είσαι αυθεντική και καμία θρησκεία δεν σε έκανε έτσι. Έτσι γεννήθηκες, πριν από εμένα.
     Κυρίως σε θαυμάζω γι' αυτό. Γιατί είσαι αληθινή. Εγώ δεν είμαι. Είμαι ειλικρινής και χρησιμοποιώ την ειλικρίνεια και την αδεξιότητα πάντοτε εναντίον της διπλωματίας και της πολιτικής. Αλλά η ειλικρίνεια δεν με κάνει αληθινή, αυθεντική. Διότι εμένα με έπλασαν οι συνθήκες. Διότι τα ιδανικά μου τα έπλασε η κοινωνία-η αντι-κοινωνία, δηλαδή. Διότι την οργή που με καθοδηγεί την δημιούργησαν οι άνθρωποι που πληγώνουν. Την αυθάδεια μου την έπλασε η ευγενική κοινωνία και οι κανόνες συμπεριφοράς. Την οργή και το μίσος η εξουσία. Την περιθωριοποίηση ο νόμος και οι συμβάσεις. Την απρόσιτη στάση μου τα πρότυπα συμπεριφοράς. Την περίεργη όψη μου τα πρότυπα ομορφιάς. Την τρομοκρατική μου φύση τα ΜΜΕ και οι πολιτικάντηδες. Την αγένεια, το αλόγιστο θράσος, τον κυνισμό, μου τον δόμησαν οι άνθρωποι. Και το κοινωνικό μου άγχος η αγχώδης κοινωνία. Είμαι πλαστή, από κάθε άποψη. Είμαι ψεύτικη. Δεν είμαι αυθεντική. Είμαι ένα έργο τέχνης-αντιτέχνης, παρατέχνης. Είμαι ένα κοινωνικό πείραμα. Ενώ εσύ... ήσουν όλα αυτά πριν καν υπάρξω. Είσαι όλα αυτά ανεξάρτητα. 
     Ναι, θα σε μαλώνω. Θα το ανεχτείς. Θα σε περιορίζω και θα περιμένω τη μέρα που θα γυρίσω στα γνωστά λιβάδια μας στην Κρήτη για να σε αφήσω ελεύθερη να παίξεις, να τρέξεις, να χτυπήσεις και να έχεις ροδαλά γόνατα για τις επόμενες δυο μέρες. Να είσαι εσύ. Μην με έχεις για κακιά, δηλαδή. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που να μου δίνει δύναμη σε αυτήν την σφαιρική πλατεία. Κανένας αγώνας, καμία πορεία με πλήθος, καμία κατάληψη, κανείς αλληλέγγυος, κανένα βιβλίο, καμία μουσική, κανείς επαναστάτης. Καμία νίκη, κανείς εραστής. Μόνο εσύ. Γιατί αν δεν ήσουν εσύ, εγώ δεν θα ήμουν. Εσύ ήσουν πριν από εμένα. Και θα είσαι και μετά από εμένα-και αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος κι εχθρός του εχθρού μας. Κι αν σου γκρινιάζω, μη σταματήσεις να είσαι έτσι. Γιατί το δικό τους σκοτάδι μπορεί να μην το γιατρεύεις πάντα, το δικό μου όμως μπορείς. Και συγγνώμη, δεν μπορώ να αφήσω την Έρικα. Και οι δύο είστε ανεκτίμητες και απαραίτητες. Ούτε θα την αφήσω να σου κάνει κακό, φυσικά. Μα, τι λέω, είσαι πιο δυνατή από εμένα. Ηλιοτρόπιο..


Έχω φυλάξει τα ροζ σταράκια σου από το καλοκαίρι του '10, εντάξει; 




-Don't people make love?
-Yes, they do. They just can't love like you do.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η παράνοια είναι η αλήθεια, το ξανάπα;

Έξω απ' την πόρτα μου τριγυρνά ένας τρελός.
Τον βλέπω τα πρωινά που βγάζω τα σκουπίδια.
Ή που γυρνάω από τα μέρη μου που δεν είναι δικά μου.
Και τοποθετώ ξανά τα σκουπίδια μέσα εν κατακλείδι.
Γελάει και φωνάζει και χαιρετάει τον κόσμο όταν εκείνος περνά.
Χαιρετάει μονάχα, τίποτε άλλο, γεια σας κύριοι, λέει.
Οι γείτονες λένε πως είναι σχιζοφρενής.
Βλέπει κυρίους με κουστούμια να του δίνουν εντολές.
Να του λένε τι να κάνει, πώς να πράξει.
Και τον καθοδηγούν.
Στο καλό ή στο κακό, δεν έχει σημασία.
Του δίνουν εντολές, λένε, είναι τρελός.
Είναι σχιζοφρενής.
Γιατί δεν τους βλέπει κανείς άλλος, μόνο αυτός.
Γιατί δεν τους ακούει κανείς άλλος, μόνο αυτός.
Γι' αυτό είναι τρελός, επειδή ακούει και βλέπει.
Και του δίνουν εντολές.
Είχε πιάσει λέει μια κλωστή και πήγε να πνίξει τη γάτα του.
Κι έπειτα ένα σύρμα και έπνιξε την μικρή του αδερφή.
Όλα αυτά του τα 'παν λέει οι μαυροφορεμένοι κουστουμάτοι κύριοι.
Τον έβλεπα από την πρώτη μέρα το Σεπτέμβρη που μετακόμισα εδώ.
Και τον έβλεπα μέχρι που κατέβηκα Κρήτη, δηλαδή.
Για τα Χριστούγεννα.
Ναι, είχαν έρθει Χριστούγεννα, γι' αυτό δεν πολυέγραφα δηλαδή.
Δεν ήθελα να με έχετε για μισητή.
Ή για γκρινιάρα, ρε παιδί μου.
Ήθελα να έχω πλάκα.
Και να είμαι καλή στις παρέες.
Και να λέω αστεία και οι άλλοι να γελούν.
Και να λένε αστεία και να κάνω πως γελάω.
Και να δακρύζω μα να λέω πως είναι απ' το γέλιο.
Και όχι απ' την αθάνατη ματαιότητα που κυοφορώ.
Τι πιο όμορφο να δακρύζεις από χαρά, δηλαδή..
Ήθελα.
Μερικές φορές θέλω να φωνάξω πως είμαι κι εγώ αστεία με τον τρόπο μου.
Και πως ερωτεύομαι με τον τρόπο μου.
Και πως είμαι ευγενική με τον τρόπο μου.
Και πως χορεύω, γελάω, παίζω, χαίρομαι.
Και πως είμαι καλή..
Και πως είμαι κοινωνική και ευχάριστη με τον τρόπο μου.
Και πως.
Αλλά δεν με ακούτε.
Κι αυτό κυρίως επειδή-
Δεν έχω πλάκα.
Και μιλάω με γρίφους που δεν είναι γρίφοι.
Και το παίζω περίεργη και εξωπραγματική.
Κι αν είμαι;
Γιατί να μην είμαι;
Τι πειράζει τέλος πάντων και με σκοτώνετε με την άρνηση;
Εμένα δεν με πειράζει που είστε επιφυλακτικοί.
Και ίσως σας πειράζω στο δρόμο και στα πάρκα και στα σπίτια σας με πετραδάκια.
Και ίσως να σας μιλάω για πλανήτες με Έψιλον σταγόνες.
Και λιβάδια με ηλιοτρόπια και άλογα.
Και αριθμούς που δεν ολοκληρώνονται.
Και πρόσωπα και νεράιδες που είναι στείρες και τρανσέξουαλ.
Στο δρόμο και στα πάρκα και στα σπίτια σας με πετραδάκια.
Αλλά δεν θέλω να σας διώξω.
Είναι ο τρόπος μου.
Γιατί ο τρόπος μου είναι ένας τρόπος αλλόφρων και αλλότριος;
Πέρασαν τα Χριστούγεννα που αγαπούσα παιδί.
Κι όταν το λέω αυτό τρομάζω που κατά κάποιο τρόπο δεν είμαι τόσο παιδί.
Ήρθα Αθήνα.
Και έψαξα να βρω τον τρελό.
Να με χαιρετήσει ήθελα.
Με τον τρόπο του.
Όχι ότι κι αυτός θα δεχόταν τον δικό μου.
Και ήρθα και δεν ήταν εκεί πια.
Περίμενα τα πρωινά έξω απ' την πόρτα να τον δω να περνάει.
Και περίμενα και περίμενα.
Δεν έχω πλάκα, σκεφτόμουν.
Και δάκρυζα.
Και ενώ περίμενα εκείνος δε φάνηκε.
Μα ήρθαν άλλοι στη θέση του για μένα.
Ναι, μου 'στειλε ένα δώρο.
Επειδή ήξερε πως τον ψάχνω, λένε τώρα αυτοί.
Μου 'στειλε ένα δώρο.
Τους μαυροφορεμένους κουστουμάτους κυρίους.
Ήρθαν κι ήταν απρόσωποι, μα είχαν σπίτια με καθρέφτες και πιστωτικές.
Και μου έδειχναν το δάχτυλο επιβλητικά να μπω σε μια πορεία.
Και άρχισα να κάνω κύκλους γύρω απ' το τετράγωνο.
Κύκλους κύκλους κύκλους.
Δεν έχω πλάκα.
Κύκλους γύρω απ' αυτή τη φράση την ανούσια.
Γύρω απ' τον κρότο της.
Κάνοντας κύκλους πέρασα από ένα περβάζι με μια γλαστρούλα.
Και απ' το τζάμι καθρέφτιζε μια τηλεόραση και οι γκρίζες ανταύγειες μιας γριούλας.
Και μέσα στην τηλεόραση χρώματα νέον έντονα και προκλητικά.
Ανθρωποι γύρω από τετράγωνα να κάνουν κύκλους στο μπακράουντ.
Και άλλοι άνθρωποι με σπίτια με καθρέφτες και πιστωτικές να τους δείχνουν το δάχτυλο.
Σαν κι αυτούς εδώ που μου άφησε ο τρελός..
Σαν κι αυτούς εδώ γύρω μου που κάνεις πως δεν βλέπεις.