Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Παρίσι, 2022

Des gens inconnus, des rues familières.

         
Είμαι στη μέση μιας τεράστιας οδού, είναι νύχτα και όλα γύρω δείχνουν πως κάνει απίστευτο κρύο. Τα παιδιά φοράνε μπλε σκουφάκια, πράσινα γάντια, κίτρινα κασκόλ, ροζ μπουφάν και κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το ένα χέρι. Οι μπαμπάδες φοράνε τζιν σκούρα παντελόνια, σακάκια και καμπαρντίνες σκουρόχρωμες με κατάμαυρα γάντια. Καπνίζουν πούρο και κυνηγούν ασυναίσθητα-μα και με εκλεπτυσμένη διακριτικότητα-με το χέρι τους το χέρι των μαμάδων. Οι μαμάδες φοράνε γκρίζα σκουφιά, μαύρα μακριά παλτά, κομψά φορέματα, χοντρά καλσόν με τακούνια και δεν κρατάνε τους μπαμπάδες απ' το χέρι, καπνίζουν κομψά τσιγάρα και βαδίζουν πληγώνοντας με παθιασμένη σιγουριά για προσοχή τον πλακόστρωτο δρόμο.
         Αναρωτιέμαι μήπως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Φοράω μονάχα ένα μπορντό λεπτό μακρυμάνικο φόρεμα με αμήχανο ντεκολτέ και τα πόδια μου είναι γυμνά. Σκεφτόμουν να βάλω ένα κολάν ή ένα καλσόν, αλλά μάλλον θα το ξέχασα, πάντως θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν. Όπως πάντοτε, ξέχασα και το τζιν μπουφάν μου το σκούρο-είναι ακόμη μες στη βαλίτσα μου. Ίσως θα 'πρεπε να κρυώνω κι εγώ. Θα μπορούσα να είχα βάλει και τις μπότες μου, τώρα που το σκέφτομαι, αυτές που έχω από τότε και τις φορούσα κάτι μεθυσμένες νύχτες παιδικές, αλλά δεν είχα όρεξη να τακτοποιήσω τα πράγματά μου ακόμη στο νέο μου διαμέρισμα κι ούτε θυμάμαι πού ακριβώς έχω βάλει τις μπότες μου, οπότε φόρεσα τα μαύρα μου all star που φορούσα και μόλις έφτασα. Είμαι καλύτερα με τα all star μου-κι αυτά από τότε τα ίδια είναι. Είμαι καλύτερα με το κεφάλι μου-κι αυτό από τότε το έχω.
          Είναι οι πρώτες μου στιγμές σε αυτόν τον κόσμο, τον διαφορετικό, είναι κι η πρώτη μου νύχτα, μιας και, μόλις έφτασε το αεροπλάνο, είχε ήδη βραδιάσει. Μπήκα βιαστικά στο νέο μου διαμέρισμα, αυτό που πλέον θα υποδέχεται τα ξεσπάσματα, τα κουσούρια και τα παραληρήματά μου, άφησα τη βαλίτσα μου και με τα ρούχα που φορούσα βγήκα έξω. Άρχισα να περπατάω και να περπατάω και δεν σταματούσα. Και δεν έχω σταματήσει ακόμα. Τα πόδια μου πονάνε, νιώθω κουρασμένη απ' την πτήση κι απ' την αμηχανία που βρίσκομαι σε μια τόσο συγκλονιστική πόλη, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους εντυπωσιακούς και όμορφους ανθρώπους, με τα παραφορτωμένα ρούχα και τις κομψές ρυτίδες στα πρόσωπά τους, τα στιλπνά τους στιγμιαία και προσεγμένα χαμόγελα. Αισθάνομαι μικροσκοπική, αταίριαστη και χωρίς τη συνήθη αυτοπεποίθηση που με περιβάλλει.
          Πάραυτα, γνωρίζω πολύ καλά πως αυτή είναι η Πόλη μου κι εγώ κομμάτι δικό της. Σκέφτομαι πως θα μπορώ να παραμιλάω στα γαλλικά στους δρόμους και, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα, δε θα μοιάζει και τόσο περίεργο, διότι εδώ δεν έχει σημασία αν παραμιλάς, αρκεί να παραμιλάς στα γαλλικά με τέλεια προφορά. Παραμιλώ κι εγώ τώρα και κάνω στροφές γύρω από ένα παλιό φανοστάτη κι η Πόλη με τους κουκλίστικους κατοίκους της στροβιλίζεται γύρω μου κι ο κρύος άνεμος χορεύει απάνω στο πρόσωπό μου και κατακάθεται στα μάγουλά μου που έχουν κοκκινίσει. Αισθάνομαι εξαντλημένη, μα και όμορφη. Αισθάνομαι αέρινη, ανάλαφρη, ελεύθερη και μικροσκοπική, ελάχιστη και ονειροπλασμένη. Θα μπορούσα να είμαι μια κατάλευκη, αδύναμη, μελαγχολική μαργαρίτα. Μαργαρίτα.
          Έχω την αίσθηση ότι δεν θα με νοιάζει να παρατηρήσω την Πόλη μου απόψε. Διότι αισθάνομαι λες και ήμουν εδώ από πάντοτε. Νιώθω πως βαδίζω σε μια Πόλη όπου ήδη έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει και μια γνώριμη μουσική φωνή στο μυαλό μου μου ψιθυρίζει "Έχεις ξανάρθει εδώ". Κάθε σοκάκι μοιάζει και με ένα προηγούμενο δικό μου παραλήρημα, κάθε φιγούρα που περνάει από δίπλα μου και με μια παθιασμένη νύχτα, κάθε μικρό παιδί και με μια ξεφτισμένη παιδική φιλία. Τα σπίτια μοιάζουν όλα να τα 'χω χτίσει εγώ και τα μαγαζιά τα αισθάνομαι σαν να μ'έχουν φιλοξενήσει άπειρες φορές. Τα παγκάκια μου θυμίζουν οικειότητα και ζαλισμένα ξημερώματα, μέχρι κι ο Σάικο αισθάνεται σαν να βρίσκεται σπίτι, δε γαβγίζει σε κανένα περαστικό και δεν κατουράει σε καμιά γωνία-έχει περάσει ήδη απ' όλες.
          Βγάζω τα all star μου, τα παίρνω στο χέρι και βαδίζω απάνω στις πολύχρωμες κάλτσες μου. Αν και δεν έχει βρέξει, νιώθω την υγρασία να εισχωρεί ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Αύριο θα είμαι άρρωστη. Κοιτάζω γύρω μου, αρχίζω να προφέρω τις πρώτες μου φράσεις στα γαλλικά. Όλοι με κοιτάζουν, όχι όπως στην Ελλάδα, όλοι με κοιτάζουν διακριτικά. Εκλεπτυσμένα, κομψά και προσεγμένα διακριτικά. Να δεις που εδώ πέρα οι τρελοί θα είναι διαφορετικά αποδεκτοί-όχι περισσότερο ή λιγότερο, απλώς διαφορετικά. Εδώ νιώθω πιο άνετα με την τρέλα μου, κι εκείνη νιώθει πιο άνετα μαζί μου, αλλά ίσως να 'ναι κι η ιδέα μου. Το κρύο βουίζει μες στα αυτιά μου-μου τα 'χει ξαναπεί αυτά τα λόγια. Συνέχεια αυτά μου λέει.
          Κρατάω τα παπούτσια μου στο χέρι και κάνω νόημα στον Σάικο για να πηγαίνουμε. Τα παιδάκια καλύπτουν τις μύτες τους με τα γάντια τους. Οι μπαμπάδες πετάνε το πούρο στην πλακόστρωτη πλατεία χωρίς να το σβήσουν. Οι μαμάδες ακουμπούν τα κεφάλια τους απάνω στους ώμους των μπαμπάδων. Δεν τους έχω ξαναδεί, δεν μου θυμίζουν κάτι. Ο φανοστάτης όμως μου φαίνεται γνώριμος. Αυτό είναι το πρώτο μου παραλήρημα στο Παρίσι, το πιο αγνό, το πιο αθώο. Μόλις μπήκα στο διαμέρισμα ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να κουνήσω τα δάχτυλά μου. Ίσως τελικά να κρύωνα κι εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου