Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Πυροβολήστε επιτέλους τους καθρέφτες

Πόσους εραστές γεννάει η μουσική και πόσοι
άραγε να 'ναι εκείνοι που την έχουν ερωμένη;

Εγώ μέσα στο πλήθος
της εφήμερης αγανακτισμένης μέθης
των ουρανοκατέβατων τρελαμένων ηρώων της Ζωής
έχω ξεχωρίσει και κουβαλώ στο νου μου

μερικούς αθεράπευτους που ψάχνουν
το αντίδοτο
στα σκέλια πυρετών που δραπέτευσαν
λιγάκι απ' τ' αντικείμενα
τα πλαστικά και τα ξεφτισμένα
φιλιά
και ρίχτηκαν με το κούτελο στην άγνοια της πραγματικής
σιγής των αισθημάτων
που δεν πάλλονται πια· 
αλλά παρέλυσαν με τα χρόνια που ράγισαν
όπως ο καθρέφτης που με μανία του όρμησε στο δωμάτιο
-εκείνου του εραστή των νότων-
και της ξέσκισε τα βλέφαρα.

Και τώρα το αίμα πλημμυρίζει
τους βόλους των ματιών της που στροβιλίζονται ακόμη
και κυλάει απάνω στον ξαπλωμένο κάτω απ' τα χνάρια της καθρέφτη
και σχηματίζει απάνω στο γυαλί
πύρινα ποτάμια και στενά δρόμων
που λούζουν τις ακονισμένες τις σκέψεις με το ερυθρό.

Ξεσκισμένα βλέφαρα
μάτια ορθάνοιχτα
πορφυρά
κι η θολή εικόνα της σιλουέτας του ξεπροβάλλει
χαράζεται στο σκίτσο του δωματίου αχνά
σαν φαντασματική φιγούρα
πορφυρή
και μουσική.

Ρουφάει το αίμα απ' τους βόλους
το φτύνει και βάφει τα χείλη της σκούρο βυσσινί
βιάζει το κορμί της με μουσικά κλειδιά·
εκείνη ριγεί
κυλιέται απάνω στο ακουμπισμένο στο πάτωμα γυαλί
και ανακατεύει τα στενά με τα ποτάμια
τα ενώνει στο χάος
καθώς οι ανασηκωμένες τρίχες των χεριών της
που είναι κρυσταλλωμένα
γρατζουνούν τη σάρκα του-όλο ζωή ήταν.

Ξυπνάει κι εκείνος δεν της είχε φτιάξει πρωινό
και δεν της είχε αφήσει παπαρούνες
στο ποτήρι του καφέ της
έχει πάει στη δουλειά·
εκείνη ντύνεται με τα λερωμένα της ρούχα
απάνω στα μανίκια θηρεύουν τα στενά
και τα ποτάμια
τα παπούτσια δεν μπορεί να τα φορέσει
είναι ραγισμένα
τα παίρνει στο χέρι·
τα μουσικά κλειδιά του
που κύλησαν αφηρημένα μαζί με τον ιδρώτα απ' το κορμί του
τα χώνει στην τσέπη της

ακόμη κι αν γνωρίζει πως η πόρτα δε θα σπάσει με αυτά
ακόμη κι αν τώρα γνωρίζει περισσότερα.


(Στη Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου