Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Κέρινος καπνός, παγιωμένη ζάλη

Αυτή γεννήθηκε για να 'ναι μόνη
οι αρετές της δε φτάνουν την ηδονή
της ένωσης των χεριών
και των σωμάτων·
γεννήθηκε για να βλέπει από μακριά
τη ζωή των άλλων
τη ζωή τη δική της
κι οι άλλοι να μη ρίχνουν ματιά πάνω της
και να μην την αγγίζουν
ούτε σπρώχνοντάς τη να περάσουν
να προσπεράσουν.

Αυτή γεννήθηκε για να 'ναι μόνη
η ζωή της είναι βλέμματα ξένα
από περαστικούς και συνοδοιπόρους
και της φτάνει να γεμίζει απ' αυτά
μου είπε μια μέρα·
γεννήθηκε, αυτή, για να 'ναι αόρατη
και η παρουσία της εκκωφαντική σ' ένα
κενό δωμάτιο
όπου στέκεται μονάχη·
το δωμάτιο άδειο, εκείνη μόνη στη μέση
στο πάτωμα
κι οι υπόλοιποι εραστές της φτηνής διασκέδασης
απλωμένοι στο χώρο να μυρίζουν τσιγάρα
στριφτά και τσαπατσούλικα
και να κολλάνε τα χέρια τους
απ' τους λερωμένους τοίχους
που παραδόθηκαν
με τα χέρια ψηλά και τις παλάμες ανοιχτές·

Γεννήθηκε αυτή
για να μην της είναι ποτέ
τίποτα αρκετό
αν κι έχει βρει τον εαυτό της
να ξεχειλίζει πάνω στους άλλους
να ξεχειλίζουν κι εκείνοι απάνω της
και να τους φτάνει
να τους φτάνει
εκείνη
η κάτι-παραπάνω-από-αρκετή
και να τη ζητούν και να ανοίγουν ξανά τις παλάμες
και να κολλάνε στον τοίχο το δεξί τους μάγουλο
και να οδύρονται
στην έξαρση των παλμών
και στην εξάρτηση απ' τους δικούς της
που βροντοχτυπούν απάνω στα στήθη τους
πιο συχνά απ' όσο εκείνη περίμενε πως θ' άντεχε·

Και δεν αντέχει και γεννήθηκε
για να αντέχει
μα τώρα πια ούτε ν'αντέξει δεν μπορεί
την αντοχή
γιατί θα 'ταν αρκετή για τον καθένα
τι άλλο της έλειπε;
δεν μπορούσε να ευχαριστήσει
τίποτα απ' την ίδια
μόνο εκείνους·

Γεννήθηκε
λοιπόν
αυτή
για να 'ναι μόνη
μονάχη
για να ζει απ' τα βλέμματά τους
να διαβάζει τα ίχνη τους
που άφησαν σε χώμα βρεγμένο
και να φιλάει τα μουσκεμένα τους μάγουλα
για να 'ναι αόρατη
διάφανη
κι ανεπαρκής·

Μα περισσότερο απ' όλα
γεννήθηκε πανέμορφη και εξαίσια
για τον καθένα
και με την κατάρα
να μην μπορεί να αντικρίσει αυτή την αρετή
στον εαυτό της·

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ανίδεοι για τα θαύματα που γίνονται τις νύχτες

  Μια μουσική σκηνή που έμοιαζε λιγάκι με εκείνη της Μ* κάπου στο μέλλον. Ένα ποδήλατο στον τοίχο στολισμένο με φωτάκια χριστουγεννιάτικα, εικόνα που μύριζε σαν κάτι απ' τον πόθο της Δ*. Ένας καθρέφτης και μια αμηχανία στα βήματα στο χορό που αντικατοπτρίζονταν μέσα του και θύμιζαν κομμάτια σκορπισμένα της Ν*. Και μια ατμόσφαιρα εκρηκτική βασανισμένη από σπίθες καινούριες, ολόφρεσκες και παρωχημένες συνάμα-για 'μένα ίσως μονάχα-μαζί με τον ερυθρό φωτισμό που είχε μια γεύση καυστική από την Έ*.
  Το σκηνικό ήταν ζεστό, έκαιγε, έβραζε και έξω το κρύο οδυρόταν-ψωλόκρυο, Δ*. Οι ανάσες είχαν υφή και για κάποιους ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν εάν την δέχονταν απ' το κρύο ή απ' τα τσιγάρα που ίσως οι ίδιοι κρατούσαν. Καπνός και παγωνιά. Και ζέστη. Μολονότι το μέρος ήταν άδειο με το πρώτο μας βήμα, όταν κάθισα στη σκηνή μαζί με τη Μ* και τους κοιτούσα, αυτούς τους μετρημένους στα δάχτυλα, γέμισε ο τόπος, σαν να φούσκωνε ολόκληρο το μπαρ και ήταν έτοιμο να σκάσει. Άνθρωποι παράλληλοι και μόνοι, άνθρωποι που δε χωρούσαν στα σώματά τους, άνθρωποι που η πληγή τους έγινε μίσος, άνθρωποι φουγάρα, άνθρωποι επαναστάτες, άνθρωποι ασυμβίβαστοι που ταξιδεύουν με ποδήλατα ιπτάμενα, άνθρωποι που τραγουδούν και κολυμπούν, μικρές γοργόνες που δεν αντάλλαξαν τη φωνή τους για μια ουρά, αστροναυτάκια και πρεζάκια.
  Δεν κοιτούσα γύρω μου, κοιτούσα ευθεία. Και συνέχιζε όλη αυτή η πλάνη για το υπόλοιπο της νύχτας· συνέχιζαν να γεννιούνται άνθρωποι απ' τους ανθρώπους εκείνους, υπάρξεις και υποϋπάρξεις. Άνθρωποι αερικά, αγέρας και καπνός, λύκοι θλιμμένοι, ροκ εν ρολλ ψυχές και χορευτές, ερασιτέχνες και καλλιτέχνες, χορευτές έμπειροι κι αδέξιοι, φωνές που τρέμουν και σώματα που ιδρώνουν με την επαφή, τραγουδιστές! τραγουδιστές και υπνοβάτες αστροναύτες, φεγγάρια και κοχύλια, κορδέλες, παιδιά μικρά, αφελή και ενθουσιώδη, η απουσία κι η αμηχανία, η λατρεία κι η λαγνεία. Και σώματα φυλακή. Σώματα τάφοι της ψυχής, σώματα τάφοι μεγαλείων. Εγώ δεν έχω ιδέα πώς χώρεσα και τις τρεις τους εκεί μέσα! Εγώ κι η Ε*. Κι η Ε*. Ήμουν για ακόμη μια βραδιά παρατηρητής.
  Την είχα ξαναζήσει αυτή τη βραδιά, όπως πολλές άλλες ατελείωτες. Κι εκείνη, όπως φαινόταν να θυμάμαι, ξεκίνησε με τη Μ*. Βάδισε προς τα μέσα και κάθισε απάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν πως εάν ήξερα να ζωγραφίζω θα ήταν ένας πίνακας στο δωμάτιό μου και έκανα το συνειρμό ότι μου θύμιζε λιγάκι και τη δική της μουσική σκηνή που θα χτίσει σε μερικά χρόνια. Της πήγαινε πάρα πολύ. Η μουσική περιέπλεκε τα συναισθήματά της και ο καπνός απ' τα χείλη του τη στόχευε παρόλο που στεκόταν βήματα μακριά της. Πού και πού προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή με παιδικές φιγούρες και χορευτικές κινήσεις αστείες, μα εκείνη περίμενε εκείνον να γυρίσει την πλάτη για να του χαρίσει ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που νιώθω απαίσια που πήρα εγώ όταν την κοίταξα, ενώ ήταν δικό του.
  Εκείνη στροβιλιζόταν απάνω στη σκηνή, δίπλα μου, κι άλλαζε πρόσωπα, ενώ μου ψιθύριζε μια ιστορία-απ' αυτές τις τρομακτικές που ακούς σε κάτι ξενύχτια παιδικά. Μιλούσε για ένα εγκαταλελειμμένο μπαρ, κάπου έξω απ' το χρόνο, στο οποίο πήγαιναν κάθε βράδυ δυο άγνωστοι μεταξύ τους σκελετοί, μα όχι ξένοι, και συστήνονταν ο ένας στον άλλο με τον ίδιο τρόπο. Γνωρίζονταν, όπως πάντα, ξανά απ' το τέλος και δεν πρόφταναν ποτέ να καταλήξουν στην αρχή. Κάθε βράδυ επισκέπτονταν εκείνο, το δικό τους, το μπαρ και μονάχα ο μπάρμαν τους συντρόφευε, μα κι εκείνος ήταν σαν να μην υπήρχε. Συστήνονταν και γνωρίζονταν απ' το τέλος.
  Και κάθε τέτοια νύχτα, έξω απ' το χρόνο, εκείνη έβαζε φωτιά στον εαυτό της και έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της μέσα σ' εκείνο το μπαρ, ενώ εκείνος στεκόταν απέναντί της υπομονετικός και την κοιτούσε με οικειότητα σαν να 'ταν το πιο όμορφο πλάσμα που επρόκειτο να καταστραφεί μαζί του. Κι έβρεχε εκείνος απάνω στη φωτιά της σιωπηλός, στο σκοτάδι του, κι εκείνη έσπαγε τα πάντα και ωρυόταν, διότι εκείνος πάντα περίμενε μέχρι εκείνη να πάρει φωτιά για τα καλά και μετά έσβηνε κι εκείνη και τα σημάδια απ' τα εγκαύματα που είχαν σχηματιστεί στο κορμί της.
  Ώσπου, εν τέλει, εναρμονίζονταν στον χορό του πάθους τους, δυο σκελετοί με πόθους, και κάθε πρωί, σε αυτό το εγκαταλελειμμένο μπαρ, ξυπνούσαν κι όλα ήταν στη θέση τους, τίποτα δεν ήταν σπασμένο ή καμένο, κοιτάζονταν σαν δυο άγνωστοι και έπαιρναν άλλους δρόμους μέχρι να ξανάρθει το βράδυ. Δεν θυμάμαι το τέλος της ιστορίας της Μ*, αλλά ένιωθα περί τίνος πρόκειται, κάτι τέτοιες ιστορίες, δεν είναι προβλέψιμες-άλλωστε, η συνέχεια τείνει προς την αρχή κι η αρχή δεν είχε επιτευχθεί ποτέ σε καμία γωνία του χρόνου.
  Η Ν* χόρευε. Μαζί με την Δ*, χόρευε και βάδιζε άτεχνα απάνω στους καθρέφτες της. Η απουσία του εκείνη τη νύχτα δεν σήμαινε και πολλά γι αυτήν, γιατί γνώριζε πως σε ένα παράλληλο σύμπαν εκείνος βρισκόταν εκεί, δεν απουσίαζε, χόρευε μαζί της. Και σε ένα άλλο, απουσίαζε εκείνη κι εκείνος έπαιρνε τους δρόμους και έψαχνε το χρυσόψαρο που τη συντρόφευε στη γυάλα που είχε πάνω στο κομοδίνο της, να του περάσει το λουρί και να το ωθήσει να τον σύρει μέχρι τα χνάρια της. Μα, και σ' ένα άλλο παράλληλο σύμπαν δεν ήταν καν εκείνος, δεν υπήρξε ποτέ.
  Και κάπου εκεί μπήκε το τραγούδι εκείνου που δεν υπήρξε ποτέ για τη Ν* "Μια ιστορία θα σας πω, για τον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον Φλου.." κι άρχισε να εκπνέει το αφελές της ενθουσιώδες χαμόγελο πάνω στην Μ* και λίγο σ' εμένα, την Ε*, και να ωθεί ξανά αυτές τις ρημαδοϋπάρξεις να χαμογελάσουν μαζί της με τη μεταδοτική της χαρά. Το μοναδικό μεταδοτικό χαμόγελο που γνώρισα μέχρι σήμερα, Ν*. Κι ήταν λες και είχε φέρει ολόκληρο το φεγγάρι, το 'χε σύρει και το 'χε φέρει μέσα εκεί σ' αυτό το μπαρ, μαζί μας. Και-ξαναλέω, όπως έχω ξαναπεί για 'κείνη-και χάρη μας έκανε.
  Κι η Δ*. Κι εκείνη χόρευε. Και τραγουδούσε. Για μια στιγμή ένιωσα έντονα την ανάγκη να την αγγίξω, να τη σφίξω, να με σβήσει λιγάκι, να ηρεμήσω όσο μπορώ τη φωτιά μου, γιατί έτσι όπως ήταν το μέρος και τόσο φορτωμένο από ανθρώπους που το έβλεπα, η έκρηξή μου θα ήταν αναπόφευκτη. Εκείνη μοχθούσε να ελέγξει την παλίρροια μέσα της, να ηρεμήσει τη φουρτούνα, να μην ξεχειλίσει και άθελά της τον πνίξει μέσα της-κι ίσως θα 'ταν νωρίς για μια τέτοια δημιουργική καταστροφή. Εκείνη χόρευε για εκείνον, για κανέναν άλλο, χόρευε και τραγουδούσε τα τραγούδια που αγαπούσε-μα περισσότερο τα τραγούδια που λάτρευε εκείνος-και το 'κανε για 'κείνον. Η Ζ* κι η Α* ήταν ένα βήμα πριν ξεχειλίσουν. Η επανάσταση την Ανατολή. Ζωή και κότα. Ζωή!
  Ξαφνικά-και για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά η συχνή δήλωση της Μ*-τα ηχεία δεν έπαιζαν δίσκους, αλλά ήταν συνδεδεμένα με την παλίρροια της Δ*. Τα ηχεία έπαιζαν τη μουσική της. Κι άρχισε η μουσική να θυμίζει εκείνο το αρμυρό και σκουριασμένο τραγούδι που αρκετά καλά γνωρίζαμε όλοι, μα περισσότερο η Δ* κι εκείνος. "Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα και τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμένα.. Μας τραγουδούσαν πουλιά παραδεισένια.. Ήταν ωραία η Ζωή, ήταν ωραία.."
  Και δεν θέλω να πω πολλά εδώ. Μόνο να θυμηθώ λιγάκι τα δάχτυλά της που κλείδωναν γύρω απ' τη μέση του και τα δικά του που χάιδευαν τα μαλλιά της. Τα βλέφαρά τους κλειστά και τα βλέμματα τα ίδια, σαν να 'ταν το ίδιο άτομο, σαν να 'ταν ένα. Τυφλός είστε κύριε, τυφλός! Βία στη βία σας, κύριε. Παλίρροια στον έρωτά σας!

  Κι εγώ; Παρατηρητής. Σαν να μην μπω ποτέ μέσα τους, μόνο ανάμεσα, παρατηρητής. Και τ'αγαπώ τώρα πια κι ας λένε. Τ'αγαπώ. Κι ας ήταν θλιμμένες κι οι δυο Ε*-και μην σ'ακούσω να διαφωνείς, χαμομήλι. Εγώ ξέρω ότι είχα επιστρέψει απ' την αρχή και ξαναζούσα το τέλος. Κι ότι, αυτοί οι τελευταίοι, οι αμοιβαίοι χορευτές, με μάγεψαν. Γιατί τους είχα δει εκεί κάπου έξω απ' το χρόνο να πεθαίνουν. Μα τώρα είχα γυρίσει στο τέλος, και να που τους βλέπω ξανά να χορεύουν. The dance of the dead. The dance of the dead.

  Και καλύτερα που έλειπες, να σου πω την αλήθεια. Δεν θ' άντεχε άλλη φλόγα εκείνο το ρημαδομπάρ. Και δεν είναι που θα 'σκαγε. Είναι που θα 'πρεπε ξανά να βγω απ' το χρόνο, να ψάξω να σε βρω μες στα κομμάτια μας.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Βία στη βία, κύριοι

Θα πνίγομαι πάντα στη στιγμή εκείνη
στην έξαρση των αισθήσεων
στα απανωτά χτυπήματα της φωνής του
της γλώσσας του
-μαστίγιο που χάιδευε τις αμαρτίες τους
χωρίς ρυθμό
με εφηβικό τρέμουλο.

Μηχανισμός
κάτι ψιλά, μωρέ, κι απ αυτόν
με τρώει αθόρυβα όταν γυρνάω την πλάτη
κι είχα πει πως θα τον γδάρω
απ' το κορμί μου, θα τον ποτίσω
με το δηλητήριο της Έψιλον
όχι της δικής μου,
εκείνης
μα ήταν ο πιο εκκωφαντικός μου φόβος
μη μισήσω το μοναδικό μηχανισμό που ζει πάνω μου
στο κορμί μου
που χωρίς αυτόν δεν υφίσταμαι
και μαζί μ'εκείνον φουσκώνω
και ξεφουσκώνω αναστεναγμούς
-μην τον μισήσω, φοβόμουν,
και του δώσω να καταλάβει
και τον γδάρω κι εκείνον από πάνω μου
και γίνω.

Τα ούλα του είναι τώρα ματωμένα
αισθάνομαι στα ακροδάκτυλά μου
τα δόντια του που σφίγγουν
και καρφώνουν βαθιά
και κόβουν το μαστίγιο κομμάτια
θερμός, έβραζε 
απάνω στην καύση των δειλών
σκέψεών του
στη βία
στο μίσος
στην οργή
στα συναισθήματα
στην ένταση
στην εκρηκτικότητα
στο στήθος του που έτρεμε
και στις παλάμες του που δεν κυλούσε αίμα πια
μα πόνος
και μίσος-πληγή.

Βία στη βία;
στη βία της εξουσίας
και πόσες από δαύτες υπάρχουν
εγώ απάνω μου σκορπισμένη
και διάχυτη σα δηλητήριο
μπορώ μόνο μια να αισθανθώ
και δεν είναι ο μηχανισμός
και δεν ειναι η αναπνοή
και δεν είναι η απάθεια

-Να διαδηλώσουμε, κύριοι!
-Ένα παιδί πέθανε, κύριοι,
ας διαδηλώσουμε.
-Πολλοί πεθαίνουν από δαύτη, κύριοι!
-Ας διαμαρτυρηθούμε!

κι εγώ που έλαβα το μήνυμα αλλιώς
και το δικό μου πανό έγραφε πάνω με κόκκινα δάκρυα
και φλόγες
Βία στη βία
του Έρωτα
κύριοι

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Την Άνοιξή μου την αναγέννησε η βροχή

  "Πώς τα πας με την αστάθεια;" την είχε ρωτήσει κάποια καλοκαιρινή νύχτα η Alice. "Με ποια;" ανταποκρίθηκε η Έ. -μια από εκείνες, δε θυμάμαι- αφηρημένη ως συνήθως, αφού σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα της και την κοίταξε στα λιγνά δάχτυλα. "Με την αστάθεια, λέω, πώς τα πας;" ξαναρώτησε παύοντας την κίνηση των χεριών της κι αφήνοντας τα δάχτυλά της κρυσταλλωμένα και μπλεγμένα μεταξύ τους, απάνω στα λυγισμένα της γόνατα. Κι εκείνη αναφώνισε με ενθουσιώδη σαρκασμό "Α, τέλεια! Πολύ καλά. Τα βρίσκουμε." κι έπειτα έστρεψε τα γουρλωμένα της μάτια προς την γαληνεμένη θάλασσα που ηχούσε μες στο σκοτάδι τους πόθους εκείνων που της χαρίζουν τα μοναχικά τους βλέμματα. "Πατάω σταθερά, ξέρεις. Δυναμικά, σταθερά. Απλώς το έδαφός μου είναι ακόμη ασταθές. Πατάω σταθερά σε ένα ταραγμένο και ασταθές έδαφος. Ένα τρεμάμενο ασανσέρ, πατάω με σιγουριά και δύναμη απάνω σε μια αναστατωμένη σκηνή και προσπαθώ να βρω τα βήματα του χορού."
 
Πόσο έντονα τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα. Ήμουν πίσω απ' τα σκηνικά και τις κοιτούσα, το κομμάτι μου και το κομμάτι του κομματιού μου. Ήταν σαν να συναντήθηκε η Άνοιξη επιτέλους με τον εαυτό της και τον δέχτηκε μέσα της. Απ' τη σκοπιά μου τουλάχιστον, έτσι ήταν. Πού να 'σαι τώρα Έ.; Είμαστε ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πιο κοντά, κι εσύ λείπεις; Πού να 'σαι; Ζαλίζομαι, στο έδαφός μου κάτι άλλαξε, ζαλίζομαι.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Δεν ακούω την αγάπη

Και δεν βρίσκεται καν ανάμεσα στις σκέψεις μου.
Την βλέπω μόνο απάνω σε όσους δεν μου επιτρέπουν να τους αγγίξω.
Και με ελκύει και μ'απωθεί.
Θέλω να εκθέσω τον εαυτό μου, να μείνω πλήρως εκτεθειμένη,
να σηκώσω ψηλά τις μπούκλες μου για να δουν το πρόσωπό μου
και να εισχωρήσουν ελεύθερα στο κεφάλι μου.
Ένας-δυο, μωρέ.
Να, εσύ, μωρέ.


Αλλά ίσως δεν θα 'ναι για 'μένα εκείνη.
Δεν την ακούω.
Με κουφαίνουν οι σκέψεις μου.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

La passion de Loupe et le loup lui-même

Μες στο χορό των ανεκπλήρωτων ποθών
μες στην πλάνη της ατέρμονης λειψής ικανοποίησης
μες στο κενό
μες στον άνεμο, στους στροβιλισμούς της
ξαφνικά σεισμός.

Κάτω απ' τα μαύρα του γυαλιά
πίσω απ' τα μάτια του τα γυάλινα
πέρα απ' τις κινήσεις τις μετρημένες
μέσα στο σώμα του που το φάντασμά της τον στοιχειώνει
ξαφνικά το χάος.

Γύρω τους όλοι οι ρημαδοκοπρίτες χορεύουν και μπερδεύουν
τα καλωδιωμένα τους χέρια το 'να με τ' άλλο.

Βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα τα σάπια
ακουμπάει ένα ανάμεσα στους ποθητούς της στόχους
χαμογελάει αχνά και την κοιτάζει στα βλέφαρα
καθώς οι βόλοι στροβιλίζονται πίσω απ' αυτά.
- Άναψέ με.

Στροβιλίζει λίγο ακόμη τους βόλους της
γυρνάει προς το μέρος των ανεκπλήρωτων εκείνων ρημαδιών
-έχουν αρχίσει κιόλας να χορεύουν καταστροφικά
και να τυλίγουν τους εαυτούς στους στις έσχατες εφήμερες ηδονές-
ανοίγει τα μάτια και ελευθερώνει τη φωτιά.

Και παίρνει εκείνος φωτιά κι εκείνη χώνεται μέσα της, μέσα του
και γύρω τους οι δολοφόνοι εραστές ορμάνε απάνω στη φωτιά τους που μαγνήτιζε.

Ο χορός σταμάτησε.
Η φλόγα τους αγκάλιασε και τους παγίδεψε όλους.
Τα σώματα απλώθηκαν στο δωμάτιο.
Τα κεφάλια τους μια έκρηξη.
Η ηχώ μια σιωπή.
Πυροτεχνήματα σ' όλη τη χώρα
και φωτιά σ' όλο τον κόσμο.
Όχι, ο χορός δεν σταμάτησε.

Κι όλα αυτά για ένα γαμημένο τσιγάρο
για τον καπνό που βγαίνει απ' τα χείλη του και τη μεθάει
και της καίει τα μάτια
και μια έλξη που την βασανίζει.

Κι οι πόθοι της να ουρλιάζουν σαν σκυλιά
κι εκείνη να πυροβολάει επιτέλους τη γάτα της που κλαίει.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Viva el riesgo, Viva la locura!

  Ήταν τέσσερις κι ήταν τέσσερις. Τέσσερις ανακατεμένες ψυχασθενικές υπάρξεις κι ήταν τέσσερις το πρωί σ' ένα επώνυμο πάρκο πλημμυρισμένο από ανώνυμους πόθους. Αραγμένες στα λερωμένα τους blue jeans, ατημέλητες μετά από ένα βράδυ πνιγμένο σε αλκοολούχα γέλια και φουγαρισμένους λυγμούς, έτυχε και πάλι να βρεθούν μπερδεμένες, δεμένες με νοητούς ιστούς μεταξύ τους, μα κι ελεύθερες συνάμα, σ' αυτό το πολυσυζητημένο πάρκο των δειλών εραστών-κι αν ζητούσατε τη γνώμη μου, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
  Το γρασίδι ήταν βρεγμένο κι εκείνες ξυπόλητες. Βάδιζαν πάνω σ' αυτό κουβαλώντας η καθεμιά τη φύση της ενδεικτικά, η μια να χορεύει και να τραγουδά προσπαθώντας να μην πατήσει την ουρά της, η άλλη να πηδάει ψηλά παλεύοντας να φτάσει τη σφαίρα εκείνη που τη γέννησε, η τρίτη να καλπάζει χωρίς πέταλα και να κυλιέται στο υγρό έδαφος κι η τελευταία να αιωρείται πάνω απ' αυτό και να τ' αγγίζει πού και πού με τα ακροδάχτυλά της. Όλα θύμιζαν μια λέξη αρκετά οικεία, μα καμία δεν ήταν σίγουρη-ή ίσως και να 'ταν μία.
  Έπιναν και χόρευαν και βάδιζαν πάνω σε στίχους που τις σημάδεψαν, μιλούσαν για ανθρώπους που τις σημάδεψαν, έγραφαν γι ανθρώπους που τις σημάδεψαν, έβριζαν ανθρώπους που τις σημάδεψαν κι ύστερα γελούσαν με το πώς εν τέλει σημάδευε η μια την άλλη. Σκόρπιες λέξεις ενδεικτικές που συμβόλιζαν την παλίρροια που συμπίεζε το κεφάλι και το στήθος τους, διασκορπισμένες φράσεις και στίχοι καρφιά που πίεζαν τα κορμιά τους από μέσα προς όλες τις κατευθύνσεις για να τα σπάσουν, για να σκάσουν και να βγουν έξω. Κι όσο η θερμότητα των πόθων αυξανόταν, τόσο πιο έντονη και πιο τάχιστη ήταν η κίνηση και η πίεση των δαιμόνων και των πολύχρωμων τόξων στα κρανία τους.
  Ακούω καλύτερα τη γάτα μου να κλαίει, παρά τους πόθους μου να ουρλιάζουν σαν σκυλιά. Θέλω μες στις γιορτές να σβήσεις το χθες, να μου λες πως με θες, για να χτυπάει η καρδιά μου παραπάνω φορές. Οι δαίμονες που στέλνεις τελικά, τα μπλέξανε τα μαύρα κέρατά τους.. Του ενός η φλόγα καίει του άλλου τα φτερά, μυρίζω γύρω μου καμμένα πλαστικά.. Θα 'ρθει ο καιρός που θα σπάσω την πόρτα και η καρδιά μου στο φως θα χιμήξει. You are the moon child and pretty soon child I've got a feeling that one day I'll make you smile forever. Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.. Οι ώρες έφευγαν γρήγορα, πολύ γρήγορα κι όμως εκείνες είχαν ξεφύγει απ' αυτές κι ήταν ακόμη τέσσερις το πρωί κι ο ήλιος ήταν ακόμη πολύ μακριά. Δε θα ξημέρωνε, μου τα λέγανε. Θα ερχόταν η μέρα που δε θα ξημέρωνε κι έχουν να 'ρθουν κι άλλες ακόμη.
  Τώρα, οι στίχοι και τα βήματα, τα γέλια και οι βρισιές γυρνούσαν με μη κανονικό ρυθμό γύρω από ορισμένες κι αόριστες μορφές. Άλφα βήτα και γάμα τα. Ο Μπάμπης ο Φλου κι ο Χ. Χημικές ασυναρτησίες που κυλάνε πάνω στα κορμιά τους και τις καίνε, μα κανείς δεν ένιωθε το νόημα των παλμών τους και κανείς δεν καταλάβαινε τι πρόφεραν εκείνες οι παράξενες κοπέλες, που μόνο ένα blue jean η κάθε μια φορούσαν κι ήταν ξυπόλητες και γυμνόστηθες. Έτοιμες για βουτιά, στόχοι. Τα βέλη θα εκτοξεύονταν από στιγμή σε στιγμή κι εκείνες ήταν απροφύλακτες μα θα το άφηναν να συμβεί-ίσως μια να μην το άφηνε εν τέλει.
  Ξαφνικά, τα πνεύματά τους ηρέμησαν για μια στιγμή όταν η Δέλτα έπιασε την κιθάρα κι άρχισε να τη χαϊδεύει τρυφερά, όπως θα χάιδευε κι εκείνος τα μαλλιά της, κάπου, κάποτε, σε αυτό το σύμπαν. Οι κινήσεις της ήταν απαλές κι αργές και το βλέμμα της είχε χαμηλώσει. Η κιθάρα έπαιζε μόνη της, τα χέρια της κινούνταν αυθόρμητα, όχι μηχανικά, αυθόρμητα κι εκείνη δεν ήταν εκεί, ήταν αλλού. Αφηρημάδα, αποχαύνωση, πού κοιτάς; Μου φάνηκε για μια στιγμή πως η ουρά της σπαρταρούσε στο βρεγμένο χώμα κι άφηνε σχήματα αρμυρά στο έδαφος.
  Από πίσω της ακριβώς, και με την πλάτη ακουμπισμένη στη δική της, ήταν η Νι. Κρατούσε ένα βιβλίο με τα δυο της χέρια, το χε σηκώσει ψηλά, ψηλά στον αέρα, κόντεψε να της βγάλει το μάτι της Μι. "Αμάν ρε Νι!", κόντεψε να την αγγίξει κι αν την άγγιζε, θα έσκαγε. "Καλά, συγγνώμη." Το βιβλίο είχε ένα σφαιρικό σχήμα πάνω στο εξώφυλλο, σαν παραφουσκωμένο πορτοκάλι ήταν, έτσι μου φάνηκε. Το 'χε σηκώσει ψηλά και το φανταζόταν να παίρνει φυσική μορφή και να υψώνεται στο άπειρο, να την παίρνει μαζί της, να τη σηκώνει και να την αφήνει να χορέψει πάνω στις θεόρατες μικροσκοπικές αυτές κουκίδες που άραζαν πάνω στο σκούρο μπλε θηρίο. Κι αν και δεν ήταν πραγματικότητα, το πρόσωπό της κάτι το 'χε φωτίσει πολύ έντονα, κάτι που μόνο νύχτα το συναντάς και σε πρόσωπα νόμιζα πως δε θα το 'βρισκα ποτέ. Κι έτσι το πρόσωπό της μαζί με το χαμόγελο είχε αστράψει κι η Δέλτα γύρισε και την κοίταξε γιατί τυχαία την σκούντηξε, μα δεν ήθελε κάτι. "Αχ, Νι."
 
Σε απόσταση μερικών χλιμιντρισμάτων, λίγο πιο πέρα, στεκόταν όρθια η Έψιλον, που, εκτός από το blue jean, φορούσε κι ένα κόκκινο καουμπόικο μαντήλι στο λαιμό της. Ήταν όρθια, γιατί τ' άλογα κοιμούνται πολλές φορές όρθια, αλλά αυτό τι σχέση έχει, δεν έχει σχέση αυτό. Κρατούσε έναν αναπτήρα σφιχτά, πολύ σφιχτά, τόσο σφιχτά που ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί. Τον κρατούσε και με τα δυο χέρια, τα λιγνά, ώστε μπορούσες να διακρίνεις ξεκάθαρα ένα ένα τα κόκαλα του χεριού της, τα λεπτά της δάχτυλα. Τον έσφιγγε δυνατά, τον άναβε συνεχώς κι άφηνε τη φλόγα να εισχωρήσει καλά ως τις κόγχες των ματιών της, να την τυφλώσει με φως, μπας και σταματήσει να βλέπει σκοτάδι πια. Μα πώς; Η φωτιά την διέγειρε και την έκανε να νιώθει ζωντανή, θερμή.
  Τέλος, ήταν και η Μι που κρατούσε ένα τσιγάρο τεράστιο, σαν πελώριο δυναμιτάκι, σαν φουγάρο ήταν. Περιτριγύριζε διαρκώς την Έψιλον και της ζητούσε φωτιά απ' τον αναπτήρα για ν' ανάψει το θεόρατο αυτό τσιγάρο και ν' αφήσει τον καπνό να διεισδύσει μέσα της μπας και βρει την άκρη εκείνος και τρόπο να βγει ξανά έξω. Και θα 'λεγα με σιγουριά πως ήλπιζε να μπορούσε να μπει κι εκείνος μέσα της σαν καπνός, σαν αέρας και να κάψει ό,τι βρει. "Έλα ρε μαλάκα Παβό, ξεκόλλα, ξεσκάλωσε λίγο και δώσ'μου τη φωτιά, θέλω τη φωτιά!". "Μα, η φλόγα είναι πορτοκαλί. Πορτοκαλί και κόκκινη κι ο αναπτήρας μαύρος, δεν βλέπεις;". "Πω, ρε μαλάκα άναψέ με σου λέω και τα λέμε μετά αυτά, θα σκάσω, θα σκάσω!" Και αιωρούνταν συνεχώς γύρω της, πάνω απ' το κεφάλι της, γύρω απ' το κορμί της, έκανε κύκλους γύρω της και της ψιθύριζε στ' αυτιά κάτι για τη φωτιά που δεν καταλάβαινε. Στροβιλιζόταν.
  Δε θα πετάξουμε μαζί ποτέ ξανά. Κούπα, κούπα, βάλε, βάλε, γέμισέ την ως απάνω, κούπα, τι φευγάτη ζωή, άσπρο πάτο, πάτο, κούπα σάλτο μορτάλε, βίβα στο ρίσκο! Βίβα στην τρέλα! Κούπα τι φευγάτη ζωή, πάνω κάτω, πήγαινε έλα! Suzie Q, I like the way you walk, I like the way you talk. My body is a cage that keeps me from dancing with the one I love, but my mind holds the key. Αφού σου το 'πα, πως των πόθων η ντόπα είναι η πρώτη! Ψηλά, το κεφάλι ψηλά, θα βγουν πάλι φτερά και ψηλά θα πετάξω, θα φύγω, θα ψάξω αυτούς που δεν ζουν χαμηλά!
 
Κι εκεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στο σκηνικό εκείνο με τις ολοζώντανες συγχορδίες της Δέλτα, τους αλλόκοτους συνδυασμούς κουκίδων της Νι, τη διεγερτική ηδονική φλόγα της Έψιλον και τους ασταμάτητους στροβιλισμούς της Μι, συνέβη αυτό το αναπόφευκτο κάτι που θα τις σημάδευε για το υπόλοιπο της διαδρομής τους και θα έκανε εκείνη τη νύχτα να μην ξημερώσει ποτέ όσους κύκλους κι αν έκανε ακόμη η γη γύρω απ' τον ήλιο. Η Δέλτα σταμάτησε να γραντζουνάει την κιθάρα. Η Νι έκλεισε το βιβλίο με τα δάχτυλά της μέσα σε αυτό. Η Έψιλον άφησε τον αναπτήρα να καταπιεί τη φλόγα μέσα του. Η Μι διέκοψε τους στροβιλισμούς και προσγειώθηκε στο βρεγμένο γρασίδι αυτού του πάρκου, τις κοίταξε και τις τρεις με τα μάτια ορθάνοιχτα και φώναξε "Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ.."
"ΦΑΣΑΡΙΑ"
είπε η Δέλτα ματώνοντας τα δάχτυλά της πάνω στις χορδές της κιθάρας.
"ΦΕΓΓΑΡΙ" αναφώνησε η Νι ρίχνοντας ένα γερό σάλτο και κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
"ΦΩΤΙΑ" ψιθύρισε αναστενάζοντας η Έψιλον αφήνοντας ελεύθερη την πυρομανή της φύση και αγγίζοντας τη φλόγα στο λαιμό της.
"ΦΟΥΓΑΡΟ!" ούρλιαξε η Μι, αρπάζοντας τον αναπτήρα από την Έψιλον, ανάβοντας το πελώριο τσιγάρο κι αφήνοντας τον καπνό να χύνεται σαν ομίχλη ανάμεσα στις σιλουέτες τους και να καίει τα μάτια τους που είχαν ήδη βουρκώσει από την ξεσηκωτική αυτή γαλήνη.
  Και τότε συνέβη. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα διαδραματίστηκε ολόκληρη αυτή η πλάνη. Η Δέλτα βαρούσε με μανία την κιθάρα στο έδαφος κάνοντάς τη χιλιάδες μικρά κομματάκια, αφού είχε σκίσει με τα νύχια της τις χορδές δείχνοντας τα δόντια στην παρόρμηση του πόθου. Η Νι έσκιζε μία μία τις σελίδες του βιβλίου με τη σφαιρική αυτή μπάλα και χοροπηδούσε κάθε που πετούσε και μια σελίδα πάνω στα απομεινάρια της κιθάρας. Κι έπειτα η Έψιλον έβαλε φωτιά στους θησαυρούς αυτούς και, αφού περίμενε λίγο τη φωτιά να δυναμώσει και να φτάσει ελάχιστα ως τις κουκίδες της Νι, βούτηξε μέσα της και χόρευε καλπάζοντας ανάμεσα στις πορτοκαλοκόκκινες φλόγες.
  Η Δέλτα και η Νι έκαναν ν' ακολουθήσουν αλλά κάποιοι περίεργοι ήχοι, ένας αλλόκοτος θόρυβος τους τράβηξε την προσοχή ΒΖΖΖΝ ΜΠΖΖΖΖ ΜΠΑΜ ΚΡΑΣ ΜΠΖΖΖ ΜΠΑΜ ΒΖΖΖΝ! ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ! Η Μι είχε ανάψει το τσιγάρο-φουγάρο κι αυτό είχε εκραγεί στα χέρια της, οι σπίθες είχαν διεισδύσει βίαια και τρυφερά μες στο κορμί της, μες στο κεφάλι της και δεν άντεξε την πίεση, φούσκωσε, έγινε πελώριο μέχρι που εν τέλει έσκασε κι η έκρηξη αυτή απλώθηκε σ' ολόκληρο το σκηνικό, σ' ολόκληρο το πάρκο, σ' ολόκληρη την πόλη, μέχρι το σπίτι του έφτασε, μέχρι την εξώπορτά του.
  Όλο το πάρκο πνίγηκε στις φλόγες και οι τέσσερις παράξενες κοπέλες είχαν διαμελιστεί κι είχαν μείνει τα σώματά τους καμμένα και σκορπισμένα από δω κι από κει. Δελτία ειδήσεων, φωτογραφίες σε εφημερίδες, νέα τραγούδια, φήμες, ιστορίες. Όλοι μιλούσαν για τις μπαφιάρες αυτές, τις αφελείς, τις αφηρημένες, τις σκόρπιες, τα ψυχάκια και τις ξιπασμένες που δεν αντιστάθηκαν στους πόθους τους, αφέθηκαν στο ουρλιαχτό των σκύλων αυτών και απελευθερώθηκαν απ' τα δειλά σώματά τους. Αν και δεν ήταν καθόλου δειλά. Κι αν και δεν ήταν μόνο τέσσερις. Ολόκληρο ρημαδιό ήταν.



Φασαρία, Φωτιά, Φεγγάρι και Φουγάρο.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

April

  Σ'αγαπάω εσένα μα δεν έχω καταλάβει ακόμη πώς γίνεται να συνδέεται τόσο έντονα με την αυτοκτονία η αγάπη αυτή. Δεν είναι αληθινή. Είσαι τόσο όμορφη, τόσο παιδί και τόσο έξυπνη που φοβάμαι να σου μοιάσω. Είσαι δική μου, απλώς αυτό. Και σ'το υπόσχομαι πως κάποια μέρα θα στη φέρω πίσω, ή μάλλον όχι. Δε θα την ξαναφέρω εδώ εκείνη, θα σε οδηγήσω εσένα στο λιβάδι αυτό κι ας μην έρθω εγώ μαζί σου. Κι ας με κυριεύσει η Erica για πάντα κι ας με πάρει μακριά κι ας με κάνει δική της. Εσύ θα είσαι εκείνη η ελεύθερη πτυχή μου που θα φωνάξω τ'όνομά της όταν υποταχτώ και θα απαιτήσω να με λιώσει. Θα 'σαι για πάντα και θα 'σαι ελεύθερη και δε με νοιάζει αν σκεφτείς πως κι αυτό είναι ένα ψέμα που σκαρφίστηκα για να σου δώσω ελπίδα. Δεν έχω ελπίδα, δεν είναι ελπίδα. Είναι η σιγουριά μου-κι αυτό το οφείλουμε κι οι δυο κάπου αλλού. Και θα 'σαι ελεύθερη, ηλιοτρόπιο.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

She wants to touch the moon, but she is the moon itself

  Ήταν απόγευμα Κυριακής και είχε ήδη βραδιάσει ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω το χρώμα των ματιών της που είχε ταυτιστεί παντελώς με εκείνο της νυχτερινής αυτής πλάνης. Οι σκέψεις μας είχαν χτίσει ένα πελώριο τείχος γύρω απ' τα σώματά μας, ένα τείχος που δε θύμιζε καθόλου φυλακή, το αντίθετο μάλιστα, ένα τείχος που μας όριζε εσωτερικά. Ήταν λες κι οι ψυχές μας είχαν απεγκλωβιστεί απ' το σώμα και το 'χαν εγκλωβίσει εκείνες αυτή τη φορά. Ήμασταν ελεύθερες ψυχές, δυο ψυχές που έσερναν στα πλάγια κι από ένα σώμα κι όχι δυο σώματα που κουβαλούν θαμμένες δυο ψυχές. Θυμάμαι πως εκείνη φοβόταν και δίσταζε στην αρχή να σκαρφαλώσει το τείχος, αλλά εν τέλει ήταν η ίδια που δεν ήθελε με τίποτα να κατέβει.
  Ανταλλάζαμε φωνές και μελωδίες και η χροιά της στιγμής είχε μετατραπεί σε νότα χωρίς κανόνες. Οι κανόνες μας πάνω στη μουσική μας ήταν ακριβώς αυτοί: ότι στη μουσική μας δεν υπάρχουν κανόνες. Οπότε, οι νότες μας ήταν διάσπαρτες, σκόρπιες και μαγνητίζονταν από περίεργες συχνότητες στον άνεμο, αιωρούνταν στο μέρος μας κι ενσωματώνονταν πάνω σε προσωρινούς συνταξιδιώτες. Οι νότες μας ήταν ανεξάρτητες και δεν ήταν πλέον δικές μας, απλώς απελευθερώνονταν και περιπλανιόνταν γύρω από τυχαίους περαστικούς κανονικής μουσικής. Η μουσική μας άλλαζε ανθρώπους ριζικά και ενσάρκωνε ιδέες που δεν είχαμε προλάβει να αφομοιώσουμε.
  Εκείνη δεν μπορούσα να σκεφτώ τι είχε στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή-όπως ποτέ δεν μπορώ-όμως ήμουν σίγουρη πως δε θα μου έλεγε επ'ακριβώς κι ας τη ρωτούσα. Ήταν πάνω στο φεγγάρι της και μου έκανε και χάρη μη σου πω που με παρατηρούσε πού και πού. Το σίγουρο είναι πως κάθε φορά που θα περνάω από εκεί θα τη βλέπω εκεί πάνω να σπάει τα δεσμά της μουσικής της και να απελευθερώνει τις νότες της στον κόσμο των άλλων, στον κόσμο που δεν θα πατήσει ποτέ, σ'αυτόν τον παρανοϊκό κόσμο της ρουτίνας. Και τους κάνει και χάρη μη σου ξαναπώ.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Black and Red

είναι οι δρόμοι μου με τις διακλαδώσεις τους
η καθεμία σκοτεινή και λευκή
έχει κι από μια χαραγμένη με τα νύχια ιστορία
μια στολισμένη γραμμωμένη ηδονή
μια ζωή που δε μ'αφήνει να τη ζήσω
ένα σκυλί που σημαδεύει τα χνάρια του στο σώμα της
μια μουσική που δεν ακούει άλλος κανείς
ένα πτυχίο που έλιωσε η βροχή και κόλλησε πάνω μου
δυο κρυσταλλωμένα μάτια να αιωρούνται κόκκινα
μια Αλίκη που βρυχάται
ένα χαμόγελο απ' τη μαύρη χαίτη
δυο λιοντάρια που χλιμιντρούν 
και μια μορφή σκοτεινή κι άχρωμη που αλλάζει δέρμα και με γυροφέρνει

είναι οι δρόμοι μου με τις διακλαδώσεις τους
η καθεμία πορφυρή και σκούρα
έχει κι από μια σφραγισμένη με τα χείλη συγκυρία
μια τυχαία μελωδική φιγούρα
μια στιγμή που επιζητεί να την αγγίξω
ένα φίδι που έχει τα μάτια της αλεπούς 
μια νότα που γεννιέται από ένα αστέρι
ένα αξίωμα που ρουφάει τις αξίες μου
δύο αγάπες που με κυνηγούν μα δε με φτάνουν
μια Τζοκόντα που ερωτεύτηκε έναν Ερνέστο
έναν Αδόλφο που χόρευε την Άνοιξη
δυο πύργους που τελικά αγκαλιάστηκαν
και μια μορφή αστροφώτιστη που μου δείχνει με το δάχτυλο το δρόμο

έναν άλλο δρόμο
χωρίς διακλαδώσεις
όπου βρισκόμουν αιωνίως και περίμενα
μ' ένα λευκό φουστάνι κι ένα κόκκινο ηλιοτρόπιο
μια ζωή αέναη
εμένα να με φτάσω και να με στοιχειώσω
μέχρι να μάθω ν'αγαπάω και να πιστεύω
πως μέσα στο στήθος μου κάτι θ'ανθίσει
και για ν'ανθίσει θα πρέπει να σ'απορροφήσω 
μέχρι να σε αφανίσω και ν'ανθίσεις κι εσύ απ' τα συντρίμμια τα δικά μου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Forsaken

  Χαίρομαι που δε σ'αγάπησα και που δε σ'εκτίμησα ποτέ. Χαίρομαι που δε μ'έκανες να σ'αγαπήσω και που δε μ'έκανες να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που δε σ'άξιζε να σ'αγαπήσω και που δε σ'άξιζε να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που δεν προσπάθησες να σ'αγαπήσω και που δεν προσπάθησες να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που τώρα που μου γυρίζεις την πλάτη ξέρω πως εγώ είχα φύγει από καιρό απ' αυτή τη σχέση, λες και δεν είχα έρθει ποτέ και μάλλον έτσι είναι. Χαίρομαι που δε θα πληγωθώ ποτέ ξανά από 'σένα. Χαίρομαι που μου 'μαθες να μη σε χρειάζομαι, που δε σε χρειάζομαι, που δε θα σε χρειαστώ και που δεν έμαθα από μικρή να σ'έχω ανάγκη. Χαίρομαι που δεν αγαπάς κανένα γιατί δε θα 'θελα να μ'αγαπάς εσύ εμένα.
  Για ένα πράγμα μόνο δε χαίρομαι ρε γαμώτο. Που σχεδόν σε δικαιολόγησα.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Hit me like a Man and Love me like a Woman

  Θ' αφήσω άθικτη μια ελεύθερη πλευρά του εαυτού μου-την πιο ελεύθερη. Θα τη στριμώξω κάπου βαθιά στο κέντρο του μυαλού μου και θα την αφήσω εκεί ξεχνώντας ολοκληρωτικά την ύπαρξή της. Κι έπειτα, αν τύχει ποτέ και με κυκλώσει η φυλακή μου, αν έρθει ποτέ η στιγμή που θα υποταχτεί και το δικό μου σώμα και θα σκύψει το κεφάλι στα στόματα των σκύλων, αν έχω πλέον χάσει όλες τις υπόλοιπες ελεύθερες πτυχές μου, θα την αφυπνίσω. Θα την αφυπνίσω και θα της δώσω πνοή. Με τις τελευταίες δυνάμεις που μου 'χουν απομείνει, θα την αναστήσω. Ώστε να την εξοργίσω που την άφησα στην αφάνεια και που της έκρυψα το φόβο μου, που της στέρησα τη φύση της και να με αποτελειώσει, να με σκοτώσει, να με πατήσει, να με αφανίσει πλήρως. Θέλω αυτή η πτυχή μου να με σκοτώσει. Θέλω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου να με καταστρέψει. Αυτό ή εσύ. Δε βλέπω εμένα, βλέπω εσένα που με βλέπεις. Διάλεξε. Αυτό ή εσύ.

"I would never hit you, I won't hit you."
"But, you did."

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Hey, Blue

                                        Αγαπητή Θήτα,

 
Σου γράφω γιατί κάθε φορά που σε κοιτάζω οι λέξεις μου μπλέκονται μεταξύ τους, μπερδεύονται, δημιουργούν χιλιάδες αχαλίνωτους ιστούς νοήματος που αγκαλιάζουν το κεφάλι μου και χορεύουν επιδεικτικά γύρω μου. Ξεφεύγουν με αυτόν τον τρόπο, σπάνε τα δεσμά μιας πρότασης με ορισμένη αλληλουχία νοήματος και ειρωνικά μου δείχνουν με το δάχτυλο τον καταδικασμένο μου φυλακισμένο ανάμεσά τους εαυτό. Το στόμα μου, η φωνή μου, η γλώσσα δημιουργούν όλα μαζί μια τρομοκρατική για εμένα διαδικασία, κυνηγάω τα νοήματα των φράσεων και των λυγμών μου γύρω απ' τον εαυτό μου, κάνοντας κύκλους και-ζαλισμένη καθώς καταλήγω-δεν καταφέρνω να 'χω εκφράσει ούτε στο ελάχιστον την παραμικρή ουσία. Να 'το, πάλι αυτό κάνω, Θήτα. 
  Είμαι σίγουρη ότι δε μ'έχεις νιώσει και δε σ'έχω νιώσει ούτε λεπτό στη ζωή μου αληθινά. Χώρια του ότι δεν έχει τύχει να βρεθούμε οι δυο μας και να αφεθούμε η μια στην άλλη, χώρια και του ότι εγώ δεν αφήνομαι. Δεν αφήνομαι. Μου φαίνεται όμως πως έχουμε μιλήσει η μια στην άλλη και αισθάνομαι πως αυτή η διαδικασία είναι η μοναδική που μπορεί να ευνοήσει μια επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς τις δύο, αυτή κατά την οποία πετάμε τις κοφτερές και τις ζαχαρωτές μας πέτρες η μια στην άλλη όταν εκείνη θα 'χει γυρίσει πλέον την πλάτη της. Και τώρα πια, ασυνείδητα πλέον, όταν μια από εμάς επιλέξει να χυθεί συναισθηματικά πάνω στην άλλη, εκείνη γυρνάει κατευθείαν πλευρό με την πρώτη αθώα ένδειξη ενδιαφέροντος. Δεν αφήνομαι.
  Ξέρω δύο κοπέλες που σε έχουν συνδέσει με μια άλλη κοπέλα, τη Δέλτα. Λένε πως έχει κι εκείνη το χρώμα σου και πως σου μοιάζει, εντάξει εγώ δεν έχω φέρει αντίρρηση και βλέπω πώς νιώθει όταν βρίσκεται δίπλα σου, μέσα σου, γύρω σου, όμως εγώ σ'έχω συνδέσει με μια ονειρεμένη μου παιδική ηλικία και ήσουν εσύ μια απ' τις πάνινες εκείνες κούκλες που τις έτριβα κρυφά κάτω απ' το σεντόνι μου απάνω στις μελανιές και τα σημάδια. Μια πάνινη κούκλα που με απάλυνε απ' τις οδυνηρές μου σκέψεις, απ' τη θεόρατη αχαλίνωτη φαντασία μου, απ' τους λύκους που έρχονταν το βράδυ και μου γραντζουνούσαν την πόρτα, απ' τις στιγμές που έτρεμα και κρυβόμουν κάτω από το κομοδίνο, από τα γεράκια που ήθελαν να με πάρουν μακριά για να με σώσουν, για να με σώσουν.. όπως ήξεραν εκείνα. Εκείνη, εκείνη η πάνινη κούκλα, η ίδια που σήκωσε το χέρι ψηλά στον αέρα και με αφάνισε με μια κίνηση, η ίδια που με έσωσε, η ίδια που με διέλυσε ξανά, ένα ακόμη γεράκι. Κι εγώ έχω μείνει ακόμα με το κλασικό πολυσυζητημένο "γιατί".
  Όμως δε μ'ενδιαφέρει πια, αν και πάντα θ'απορώ, δε μ'ενδιαφέρει. Ξέρω μονάχα πως θέλω να 'μαστε απλοί συνοδοιπόροι, να πορευόμαστε πλάι πλάι, να μην αγγίξουμε ποτέ ξανά η μια την άλλη, να μη συγκρουστούμε, όπως σου είπα όταν μου 'χες γυρίσει ξανά ένα Σάββατο την πλάτη. Δε θέλω να 'χω παρτίδες μαζί σου με λίγα λόγια. Θέλω να είσαι ένα μυστήριο που θα παραμείνει μυστήριο, κάτι που θα εκτιμάω κι έπειτα θα απαξιώνω γνωρίζοντας τη δυναμική μου μεταβαλλόμενη φύση, αναγνωρίζοντας και τη δική σου σταθερή. Εγώ το ελάχιστον προσπαθώ, πάω κόντρα στις καταστάσεις, πάω κόντρα και στις αδυναμίες μου, ενώ εσύ, εσύ ακολουθείς τους κανόνες με τους οποίους σε σημάδεψε η φύση. Και ναι, έχεις ένα τίτλο εκεί που εγώ δεν έχω κανένα, όμως θα το δεις πως θα σε περιμένω στη γωνία και θα σου δείξω τότε. Δε σε φοβάμαι, δεν αφήνομαι, δε σε φοβάμαι.

Με εκτίμηση και όχι,
E.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Άγνωστε,

.. Όχι, δεν ισχύει αυτό που μου λες, ότι το χω στο να γίνεται στο τέλος πάντα το δικό μου. Γιατί ακόμη κι αν παλεύω γι αυτό, κι αν η μάχη φτάσει μέχρι το τέλος, θα κρατήσει μέχρι να συνειδητοποιήσω ξανά ότι δεν έχω τίποτα δικό μου. Οπότε τίποτα δικό μου δεν γίνεται, γιατί τίποτα δικό μου δεν έχω. 

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;"

  "Την ιστορία, αν την προσεγγίζαμε συνολικά, θα χάναμε ίσως το σημαντικότερο που θα μπορούσε να μας δώσει η μελέτη της: τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στο ιστορικό γεγονός, στις επιλογές της εξουσίας, στη λειτουργία των ιδεολογιών... Πιστεύω πως, αν επιζητούμε από την μελέτη της ιστορίας μια κάποια ανθρωπιστική γνώση, αν δηλαδή η μελέτη της ιστορίας μπορεί να συμβάλλει στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, αυτό, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο όταν καταφέρουμε και προσεγγίσουμε την ιστορία, όχι απλώς στο επίπεδο των γεγονότων και των εξουσιαστικών παραγόντων που δρουν μέσα σ΄ αυτήν, εξουσία, ιδεολογία, συνθήματα και λοιπά, και εν πολλοίς την καθορίζουν, αλλά όταν στη μελέτη της ιστορίας επιχειρήσουμε να ταυτιστούμε με τη μοίρα, με το όραμα, με την επιθυμία αυτού του ανεπανάληπτου όντος που λέγεται άνθρωπος, που έχει όνομα, βλέμμα, λόγο, σκέψη, συναίσθημα, αγάπες, όνειρα, επιθυμίες. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος, ο καθένας, ο ξεχωριστός και ανεπανάληπτος, όσο ταπεινός και στερημένος κι αν φαίνεται, ένας κόσμος ολόκληρος...Αντώνιο, στάσου, υπάρχουν και τα λουλούδια, τα φυτά, τα ζώα...Δε μιλώ για τον άνθρωπο στη σχέση του με τη φύση, αλλά για τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον...Αντώνιο, νομίζω πως μαζί πάνε αυτά. Αν, π.χ. την ιστορία τη συλλαμβάνουμε ως πορεία του πολιτισμού μας, δεν μπορούμε παρά να συλλαμβάνουμε αυτή την ενότητα, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα μικρό μόριο της φύσης...Σωστά, αλλά μιλάω απλώς για την ιστορία όπως γράφεται. Μόνο λοιπόν όταν μπορέσουμε να συλλάβουμε την ιστορία σαν πολυκύμαντη κίνηση κόσμων ολόκληρων, όπως είναι ο κάθε άνθρωπος, σαν πολυκύμαντη κίνηση από γαλαξίες ανθρώπινων ιστοριών, μόνο όταν θα μπορέσουμε να καταξιώσουμε στη συνείδησή μας το άτομο ως τον πρωτογενή παράγοντα του πολιτισμού, που η ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους επιτρέπει την παραγωγή και την εξέλιξη του, τότε ίσως θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε τη σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα του ιστορικού γεγονότος, των επιλογών και των ιδεολογιών... Όταν δηλαδή ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τον Γιώργο, για την Ελένη, για τον Γιάννη, για τη Ρηνιώ... Όταν δηλαδή δεν αποσπούμε καμιά στιγμή μέσα στην πάλη για την πραγμάτωση του ανθρωπιστικού μας σκοπού, από τη συγκεκριμένη υπεράσπιση της ζωής του κάθε ανθρώπου... Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ΄ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση... Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ΄ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση "εκατό χιλιάδες νεκροί" ή "ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας"... Αν μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, να τον νιώσει ως εαυτόν... Ζήσαμε την ομορφιά των πιο γενναιόδωρων ιδεολογιών και χάσαμε τον άνθρωπο μέσα στον ουμανισμό τους... Δεν μπορούμε πια ν΄ αποδεχτούμε τη μακιαβελική αντίληψη της ιστορίας ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, γιατί εμείς ξέρουμε πια ότι και ο πιο γενναιόδωρος ανθρωπιστικός σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά αντίθετα προδίδεται απ΄ αυτά. Είναι οδυνηρά βιωμένο ιστορικά ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε καμιά κατεύθυνση ανθρώπινου πολιτισμού, όταν δεν επαγρυπνούμε και δεν υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, το σεβασμό της ιδιαιτερότητάς του, τις διαφορετικές φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αν δε διασφαλίζουμε σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή τις διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν την εκρηκτική άνθιση της προσωπικότητας του ατόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη αυτού του ιδιαίτερου και μοναδικού κόσμου που είναι ο καθένας από μας... Έχει δικαιολογηθεί τόση βία και τόση βαρβαρότητα εν ονόματι των ανθρωπιστικών ιδανικών και των απελευθερωτικών επαναστάσεων, ώστε δεν έχουμε πια το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης, δεν μπορούμε να μιλάμε για σύνολα και αριθμούς, αλλά να αναζητούμε, να εξετάζουμε κάθε φορά τη "μοίρα" του ατόμου μέσα στο ιστορικό γεγονός... Διαφορετικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό, για τη δυνατότητα ανανέωσης και εξέλιξής του... Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μια κοινωνία που θα βιώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου, όπου δε θα υπάρχει η έννοια του λάθους, όπου ιδανικό της θα είναι η ομοιομορφία και όχι η διαφορά, γιατί τότε θα βρεθούμε σε μια κοινωνία όπου η έννοια του διανοείσθαι, αυτή η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιαιτερότητα μέσα στο φυσικό κόσμο, θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από τη λειτουργία του ενστίκτου... Η γενιά μας, αγαπητέ μου, εβίωσε με το δραματικότερο τρόπο τους εφιαλτικούς κύκλους της ιστορίας, αυτού του Καιάδα των ανθρώπινων συναισθημάτων, όπου οι δήμιοι μετατρέπονταν σε θύματα και τα θύματα σε δήμιους... Έτσι ώστε κάθε βήμα στη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του ανθρώπου έχει τόσο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οδύνη, δυστυχία και διάψευση, ώστε να καταντά απάνθρωπο..."

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Baby, did you forget to take your meds?

τσαλακώνομαι
πιάνω τον εαυτό μου και τον τσαλακώνω
σαν χαρτιά-κωλόχαρτα-σχολείου,εφημερίδας
είμαι μια αποτυχημένη έκθεση
που της χρέωσαν τη βάση
και πιο κάτω
και πιο κάτω

οι κουρτίνες χορεύουν και πλησιάζουν τον τοίχο
ρίχνουν κάτω τα κάδρα της ζωής μου ένα ένα

ζαλίζομαι
πίνω στάλα στάλα τα όνειρά μου
τα ποντάρω όλα, ποντάρω τους κόπους
τον ιδρώτα που απέμεινε απάνω στο μαξιλάρι
και με πικραίνει τις νύχτες
και αλλάζω
και γίνομαι

οι κουρτίνες ζωντάνεψαν και με κυνηγάν μες στο δωμάτιο
να με χαϊδέψουν με τα ατσάλινα χαστούκια που μου χρωστάνε

εξατμίζομαι
πάνω μου δεν υπάρχει μια στάλα ψευδαίσθησης
η ανάγκη μου για τα γλυκά νερά έγινε βούρκος 
και τώρα βρωμάνε από μιζέρια οι αρετές
και τα στολίδια που χρέωσα στον εαυτό μου
και χύνομαι 
και λύνομαι

οι κουρτίνες ξεχρέωσαν και δε με χρειάζονται άλλο
μόνο που θα 'θελα να με διέλυαν λιγάκι περισσότερο

έτσι, για να χω και την ηδονή
ότι αυτός που θα το κάνει δε θα 'χει τη μορφή μου

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Sharks straight ahead

  Έτρεχα, έτρεχα με το βλέμμα μου να ξεφύγω απ' το δωμάτιο, οι πόρτες ήταν όλες κλειδωμένες με δεκάδες τεράστια λουκέτα, τα παράθυρα σφραγισμένα κι εκείνος δε με άφηνε να ξεφύγω. Πάλευα ν' ανοίξω την πόρτα με τα νύχια μου, να σπάσω τον τοίχο, να τρυπώσω κάπου, γραντζουνούσα την πόρτα και τα δάχτυλά μου είχαν ματώσει, η λάμπα σιγόκαιγε και η φωτιά τρεμόπαιζε και σχημάτιζε κινητές χορευτικές σιλουέτες στον τοίχο, απάνω στις φωτογραφίες που είχαν κολλήσει εκεί, απάνω στις γκριμάτσες και τις ζάρες των προσώπων τους. Δεν ήξερα πως οι ζάρες φαίνονται μέχρι και στις φωτογραφίες.
  Δεν μπορούσα να ξεφύγω, έμοιαζε αδιανόητο και ασφυκτιούσα όλο και περισσότερο για κάθε ξεχωριστό λεπτό που περνούσε. Καρχαρίες. Μπροστά μου παντού έμοιαζαν να ξεπετάγονται μπλάβοι σατιρικά παραμορφωμένοι άγριοι καρχαρίες. Έβλεπα τα πτερύγιά τους να προβάλλονται σιγά σιγά στην επιφάνεια, ξεπετάγονταν από το στόμα του, τα δόντια του είχαν πάρει το σχήμα τους, τα μάτια του ήταν κλειστά και σφιγμένα, τα χείλη του τρομοκρατημένα, σαν ταραγμένες θάλασσες. Περίμενα οι καρχαρίες να έρθουν προς τ' απάνω μου και να με κατασπαράξουν.
  Κι ήταν οι πιο σκοτεινοί καρχαρίες που είχα αντικρίσει ποτέ μου, σαν να μην είχα τρομάξει ποτέ πριν στη ζωή μου. Τη στιγμή εκείνη που βγήκαν απ' το βάθος των ερυθρών σκέψεών του.
  "Σ'αγαπάω."
 
  Όχι.

Μόνο τα πάντα θέλω, μόνο αυτά

  Δεν έχω να πω πολλά. Κάποτε ήθελα να πεθάνω μόνο και μόνο για να δω τι θα γίνει. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο θέλω να ζήσω. Κι εδώ είμαι τώρα. Σ' το 'πα. Δεν είχα να πω πολλά.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Just before giving up

  Δεν είναι αλλαγή αγαπητοί ακροατές και θεατές της ζωής μου. Είναι αποδοχή. Δεν έχω αλλάξει, έτσι ήμουν πάντα. Απλώς λιγάκι πιο κοντά στις επιθυμίες σας. Ή και στη δική μου επιθυμία να αποκτήσω μια φυσιολογική ροή των πραγμάτων, μια κοινή καθημερινότητα, μια συνήθη ρουτίνα. Αλλά, βαρέθηκα. Έπνιξα τον εαυτό μου μέσα στην ανάγκη μου για αποδοχή, πάλι από τον εαυτό μου. Και δεν απέδωσα και ιδιαίτερη προσπάθεια στο να με αποδεχτώ. Απλώς ήθελα να με αλλάξω. Το λοιπόν, το μόνο που άλλαξε εν τέλει είναι η γνώμη μου για τους στόχους μου. Και δεν υπάρχουν στόχοι.
  Μη με φοβάστε, δε δαγκώνω. Μόνο που νιώθω πως σας σιχαίνομαι, λιγάκι. Ωστόσο, δε μ'ενοχλεί. Μου αρέσει, μπορώ να πω. Νιώθω αληθινή, νιώθω άθικτη απ' το ψέμα που είχα πλάσει γύρω μου. Δεν με είδατε ποτέ πραγματικά και ίσως δεν προσπάθησα κι εγώ αρκετά γι αυτό, αλλά δεν μπορώ να κατηγορήσω ούτε εμένα, ούτε κι εσάς. "Δεν φταίνε τα λιοντάρια, αν μείνουν νηστικά, πεινάνε." Κι όλοι εν τέλει καταλήγουμε να προσπαθούμε να ελέγξουμε το πάθος μας για καταστροφή-ή και για αυτοκαταστροφή, για όσους τη βρίσκουμε και με τον εαυτό μας.
  Το πρόβλημα ήταν πάντα οι ελπιδοφόροι συναγερμοί. Οι παλαιστές προς υπεράσπιση της αισιοδοξίας, εκείνοι που πάντα έπλεκαν γύρω μου ένα παλτό που ονομαζόταν "ελπίδα" και με έπνιγαν μέσα σ'εκείνο. Αηδιαστικοί εραστές της ανιαρής και δήθεν καλοπέρασης, άδειοι, κενοί από αλήθεια. Παραισθησιογόνα μηχανήματα που σπρώχνουν το υλικό τους προς τους θρασύδειλους αυτοκαταστροφικούς αποξενωμένους ονειροπόλους. Θρασύδειλοι, έτσι. Γιατί αυτό είμαστε όσοι μαχαιρώσαμε το σώμα για την εξασφάλισης της φυγής μας από την πραγματικότητα κι έπειτα φωνάξαμε βοήθεια και ουρλιάζαμε σαν ανυπεράσπιστοι αυτόχειρες. Εγώ δεν είμαι πια αυτό.
  Ξέρετε, όσοι προσπαθείτε, έχει τόση πλάκα το γεγονός ότι εγώ έχω ήδη νιώσει μερικά απ' τα επόμενα δικά σας ίχνη. Και αυτό που αναγνωρίζω σε όλους σας είναι ότι δε θα με μάθετε ποτέ και δεδομένου ότι δεν αφήνω ούτε τον εαυτό μου να με νιώσει, να με ανακαλύψει και να με αναστήσει απ' την αρχή, είμαι σίγουρη πως δεν θα καταφέρετε ούτε εσείς να με γνωρίσετε. Σιγά μη φτάνατε ποτέ πριν από εμένα στην πηγή που έφτιαξα με τους χίλιους κόσμους μου. Και εδώ είναι που ο εγωισμός σας υψώνεται κι εγώ μπορώ να πράξω όπως επιθυμώ, να σας κουνήσω από την κατεύθυνση που θα επιλέξω εγώ. Μπορώ να σας κάνω να κάνετε ότι θελήσω. Και αυτό το χρωστάω στον πανομοιότυπό σας εγωισμό που ξυπνάω κάθε φορά με την ίδια μέθοδο.
  Απλώς για να ξεμπερδεύω με αυτή την παρεξηγήσιμη φύση, δεν είμαι μόνη μου. Έχω τόσους κόσμους κάθε μέρα στο κεφάλι μου που ποτέ δεν νιώθω μόνη. Φανταστείτε μόνο πόσες ψυχές γνωρίζω μέσα από τον καθένα.. Πώς θα μπορούσα ποτέ να είμαι μόνη μου; Δεν νιώθω μόνη. Και μόλις σας κάνω να το νιώσετε, ελπίζω να έχω κατορθώσει να σας κάνω να σκάσετε. Σκάστε.
  Κι εσύ που στον πούτσο είσαι πια; Σε ψάχνω αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο συρτάρι σε είχα κλειδώσει. Δεν μπορώ πλέον χωρίς εσένα, είσαι κάτι σαν ναρκωτικό, θέλω να υπάρχεις κάθε φορά που δεν με βρίσκω να χωράω πουθενά. Γαμημένη ψευδαίσθηση, γύρνα πίσω.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Hair and Skin

  Θυμάμαι πως εκείνη τη μέρα είχα στο μυαλό μου συνεχώς εξωτικά μέρη με καταρράκτες. Δεν σκέφτομαι συχνά έτσι, δεν ονειρεύομαι ξωτικά και νεράιδες, ούτε γοργόνες και σοφούς δράκους, δεν είναι ο κόσμος μου αυτός. Όμως έτυχε να ταξιδέψω τυχαία μια μέρα. Θυμάμαι επίσης πως κρατούσα ένα τόξο και έψαχνα το άλογό μου, δεν φορούσα παπούτσια, είχα χαθεί.
 

  Catori, Catori. Άκουγα συνεχώς εκείνες τις παράξενες φωνές. Catori, where are you?


  Ήμουν τρομοκρατημένη, δεν είμαι συχνά. Ένιωθα τον άνεμο να με διαπερνάει σαν διάφανος μανδύας από λευκή σκόνη, πεντακάθαρη. Η καθαρότητα πάντα με παραλύει, με ακινητοποιεί, με στοχεύει, με τυφλώνει. Η κοπέλα που περπατούσε δίπλα μου είχε χαθεί στην αμμώδη θύελλα που απειλούσε πως θα καταπιεί κι εμένα. Δε γνώριζα τις προθέσεις των παραισθήσεων και δεν είχα προλάβει να συγκρατήσω την τελευταία εικόνα απ' τον πραγματικό κόσμο στον οποίο πλέον θα βάδιζα αυτόματα, αποπροσανατολισμένα.
  Υπήρχε ουρανός, υπήρχαν σύννεφα, υπήρχε βροχή. Θυμάμαι ενδεικτικά τις επιθυμίες της βροχής εκείνη τη μέρα, θυμάμαι τη δίψα της για καταστροφή και τη δική μου για εξιλέωση. Οι σταγόνες έπεφταν στο δέρμα μου σαν μυτερές κρυστάλλινες πέτρες και το αίμα απ' τις πληγές μου κυλούσε σε αντίθετη πορεία, αντιστεκόταν στην πτώση, δεν κατρακυλούσε στο κορμί μου, δεν άγγιξε στιγμή το έδαφος. Δεν ένιωσα το χρώμα του να αλλοιώνεται, να σκουραίνει κατά την επαφή του με το υγρό χώμα, δεν ξεδίψασα τη γη με την καταστροφή μου.
  Οι ερυθρές εκείνες σταγόνες σκαρφάλωναν στα σημάδια του κορμιού μου και είχαν βάλει στόχο το κεφάλι μου. Γεγονός είναι ότι δε θα υπάρξει πλέον η στιγμή που θα απέχει απ' τις αισθήσεις μου η υφή της καυτερής λίμνης να ρέει αντίστροφα απ' τις κατάρες μου ως τις γωνίες του προσώπου μου, να καλύπτει ο πορφυρός χιτώνας με το άρωμά του τα χείλη μου, να μετατρέπει το οξυγόνο μου σε αιμάτινες σπίθες και-εν τέλει-να καρφώνεται στο βλέμμα μου και να εισχωρεί στις κόγχες των ματιών μου.
  
Catori, Catori. Where are you? Please, come back! Catori, please, come back, I need you.

  Πάλι εκείνες οι φωνές να χωρίζουν την ανάσα μου σε κοφτές περίφοβες αέρινες κραυγές. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω ξανά απ' την παράνοια, απ' το παραλήρημα. Τα μάτια μου έτσουζαν απ' τη σκόνη, απ' την καθαρότητα της αφής της ή κι από τις πληγές που είχαν διεισδύσει μέσα μου. Μοχθούσα ασταμάτητα να κινηθώ, όμως είχα παραλύσει και τα πόδια μου βυθίζονταν σιγά σιγά στο έδαφος, το υγρό χώμα με βούλιαζε μέσα του και μου έσκιζε τις φλέβες.
  Ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω, να παραδοθώ, είχα ξεχάσει την παραίσθηση, ζούσα σε μια παράλληλη πραγματικότητα, δεν υπήρχε η παραμικρή αίσθηση ψευδαίσθησης, όλα ήταν αληθινά, λευκά και λεία. Εγώ ήμουν λευκή. Εγώ ήμουν λεία. Για μια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αίσθηση της απόλυτης γαλήνης και στο σκηνικό της ανάγκης για μάχη, ανάγκης για να γυρίσω πίσω στο έδαφός μου-κι ας ήταν πάντοτε ασταθές.

 Catori, why can't you just come back? Please.. Help me!

  Ήμουν κρυσταλλωμένη απ' το φόβο και την αγωνία καθώς η φωνή εκείνη που έμοιαζε παιδική και αθώα ακουγόταν όλο και πιο κοντά μου, όλο και πιο βαθιά μέσα μου. Μέχρι που άρχισα να ακούω τους πρώτους καλπασμούς στην υγρή αυτή πλάνη. Ήταν η μοναδική στιγμή που ένιωσα το σώμα μου να αφήνεται ελεύθερο στην αέναη ροή της καταιγίδας, στο σκηνικό της απόλυτης αφοσίωσης στο σωτήριο πνεύμα που ένιωθα πως δεν είχε ακολουθήσει τη φυγή απ' τον δικό μου κόσμο.
  Καθώς η ομίχλη αποχωρούσε, από μέσα της γεννήθηκε ένα μικρό κοριτσάκι με ένα βαρύ σάκο γεμάτο βέλη στον ώμο που πάλευε να κρατήσει όσο πιο ψηλά μπορούσε, καθώς τα χάλκινα μαλλιά της έκρυβαν μέσα τους τα κατακόκκινα χείλη της με τις διάσπαρτες φακίδες στα μάγουλα και τη μύτη. Την ίδια στιγμή, ένιωσα κάτι να αναστατώνει την αδράνεια του εδάφους και αμέσως το υγρό χώμα με έφτυσε από μέσα του, με εκτόξευσε ψηλά στον αέρα και με εγκατέλειψε, με άφησε να προσγειωθώ με το κεφάλι πάνω σε κάτι σκουρόχρωμες πέτρες.
  Κι άλλοι καλπασμοί. Τους άκουγα παντού, αλλά δεν έβλεπα πουθενά την ψυχή εκείνη που περίμενα. Το κοριτσάκι είχε σταθεί δίπλα μου και έμοιαζε να μην μπορούσε να με δει, ήμουν διάφανη, είχα την απόχρωση των σκέψεών μου. Ήμουν διάφανη, όμως μπορούσα να νιώσω ξεκάθαρα τη ρίγη, τη βίαιη εξόρμηση του ψυχρού ανέμου στo στήθος μου. Μέχρι που τα μάτια της μικρής σκόνταψαν στις πληγές και τα σημάδια μου.

Catori! You found me! Where have you been? I couldn't make a step without you, don't you ever leave me alone again in this cold mad world! I've missed you so much, you can save me now! We can finally be together!

  Δεν ξέρω εάν ονειρευόμουν ή εάν ζούσα πραγματικά μέσα σε μια τόσο ρεαλιστική και πεντακάθαρη παραίσθηση, σε ένα από εκείνα τα λευκά μεγαλειώδη παιχνίδια του μυαλού μου, όμως οι καλπασμοί είχαν ξεσκίσει τα άκρα μου και είχαν εισχωρήσει σ' ολόκληρο το κορμί μου. Η μικρή με κοιτούσε, ένιωθα τις πληγές να ροκανίζουν την πλάτη μου, όμως ξεχώρισα καθαρά και σίγουρα μέσα σ' όλη αυτή την πλάνη ότι έπρεπε να κουβαλήσω εκείνο το κορίτσι και να το πάρω μαζί μου, να φύγουμε από εδώ.  
  


Το σκηνικό ξεθώριασε, ο μαγευτικά τρομακτικός κόσμος που δεν μου άνηκε κι όμως μου χάρισε πίσω κομμάτια μου είχε για μια ακόμη φορά εξαφανισθεί, όπως όλες οι εξωπραγματικές μου εμπειρίες, οι εικόνες και οι γεύσεις. Η κοπέλα που είχε χαθεί στην ομίχλη βάδιζε ξανά μαζί μου στο κέντρο της πόλης και το κορίτσι δεν βρισκόταν πουθενά, ούτε στις πλάτες μου.
Εγώ ήμουν ξανά μπερδεμένη, αν και θα 'πρεπε να 'χω συνηθίσει στα όνειρα της ημέρας, στις στιγμές που ξύπνια βυθίζομαι σε αβύσσους των σκοτεινών αναμνήσεών μου και ξεβράζομαι σε στοιχειωμένες ξένες ακτές ονειροπόλων περαστικών που απλώς γεύτηκα το άρωμά τους καθώς συγχρονίστηκα για μερικά δευτερόλεπτα στο βήμα τους, περνώντας από μέσα τους τυχαία σε κάποιο πεζοδρόμιο της πόλης.
Δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι μονάχα ότι μετά την υποτιθέμενη και όχι και τόσο σίγουρη προσγείωσή μου, γνώρισα ένα αγόρι. Είναι απίστευτο το πώς μπορεί, εκτός απ'το βλέμμα, ένα απλό χαμόγελο να φανεί τόσο γαλήνιο που να σε διαπεράσει σαν τόξο και να σε ρίξει απ' το άλογό σου. Εγώ δεν ένιωσα γαλήνια, ένιωσα όμως ότι ήθελα να γνωρίσω εκείνον, τον δικό του γαλήνιο εαυτό, που έμοιαζε να προσπαθεί να πλάσει, με την αστραφτερή υφή της χαράς που εξέπεμπε, ένα παραμύθι στην πραγματικότητά του και να βαδίζει πλάι του, αφήνοντας στην άκρη κάθε σπιθαμή χλωμής και σκοτεινής πτυχής της σκουρόχρωμης ζωής του, έως ότου να κατορθώσει να γνωρίσει τη γλύκα που ονειρεύεται στον δικό του κόσμο, αυτόν που έχει χτίσει με τις εικόνες που θάβει στο μαξιλάρι του τα πρωινά.
Κι έπειτα έρχεται το βράδυ κι εκείνος βουτάει το κεφάλι του εκεί μέσα, μέχρι να μην αντέχει άλλο και να διακόψει την αναπνοή του επιβεβαιώνοντας τη φυγή του από αυτήν την πραγματικότητα, αυτήν την αληθοφανής παράσταση που του επιβλήθηκε στη στροφή της διαδρομής. Και ο ρόλος του θα είναι καθοριστικός και μέρος των επιλογών του.
Εύχομαι να μην πνιγεί μέσα σε αυτές. Κι ίσως κάποτε καταφέρω να τον γνωρίσω, να τον συναντήσω, να τον αγγίξω, να τον διαβάσω.
Γράφω για 'σένα, αυτό σημαίνει ότι δε θα πεθάνεις ποτέ.


- Catori, you're gonna hurt him, stop.
- Why would I hurt him? Why would I stop?
- Because you make people trust you and then you always hurt them.
- And how do you know? What makes you feel that?
- I am you, Catori.
- Why do you call me like that? 
- Don't you know?
- No, what does that mean?
- It means.. something. It means something that sounds and tastes and looks exactly like you.
- Wait, don't leave me little girl, I need the truth! What does that mean?


 Και χάθηκε κι εκείνη. Και τώρα όταν τον σκέφτομαι ακούω στο κεφάλι μου μελωδίες και στίχους..


  Your hair and your eyes
I saw them in the night
Your face, your disguise
I felt it in the night
Your cool clammy skin
it could be right beside me
I saw you swimming over here
you looked so fragile
And don't you know her eyes were red?

Your hair and your skin
I know my desire
I felt akin
to my desire

Your eyes and your face
I dreamed them in the night
I saw them swimming over there
And don't you know you're life itself?

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

One of my parts has a party tonight I

"I look at myself and I see nothing that I like.
       Crowds don't make me happy, alone I don't feel right."

  
  Θέλω να νιώθω τους ανθρώπους. Όλους. Την ίδια στιγμή. Να είμαι με όλους το ίδιο δευτερόλεπτο, να μην υπάρχω για κανένα και να υπάρχω για εκείνους ταυτόχρονα. Να τρέφομαι απ' τις σκέψεις τους, να συναντάω τους κόσμους τους, να τους αγγίζω, να χαϊδεύω τα χείλη τους, να τους νιώθω όλους μαζί. Να μην είμαι με κανένα, να είμαι με όλους.
  Θέλω να αγαπήσω. Κάθε μέρα και ένα διαφορετικό κόσμο. Κάθε στιγμή και άλλη ψυχή. Να γνωρίσω τον ίδιο άνθρωπο μέσα απ' την αγάπη κι έπειτα μέσα απ' το μίσος και την απέχθεια. Να αδιαφορήσω ενώ εκείνοι θα έχουν εντυπωθεί πάνω μου, αν κι εγώ δεν θα υπήρξα ποτέ γι' αυτούς. Ζωγραφίζω τις σκέψεις μου με κάρβουνο στο πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου θα με καλύψουν, έτσι κι αλλιώς, δε θα χρειαστεί να δώσω εξηγήσεις για τη φθορά.
  Φθείρομαι. Γιατί φοβάμαι δύο πλάνα. Το σκηνικό της συντροφιάς κι εκείνο της μοναξιάς. Πού να χωρέσω; Δεν θέλω να χωρέσω. Είμαι εφήμερη. Προσωρινά παρούσα, πρόσκαιρα απούσα. Κυκλοφορώ με καθρέφτες και κρατάω πάντα στο χέρι τις διάφανες κατάρες μου, ποιος θα είναι ο τυχερός γι' απόψε; Ίσως ο εαυτός που θα συναντήσω στο τέλος της διαδρομής. Θα 'ναι απόψε;
  Ερωτεύτηκα την άγνοιά μου προς τις προθέσεις σου-αισθήσεις. Συνάντησα τον εαυτό μου πριν από λίγες λέξεις-ψευδαισθήσεις. Ανιαρά βήματα, χαχανητά που μετά βίας σπρώχνουν πληκτικές, φορτικές ανάσες, χημικές μελωδίες, αμμώδη τέρατα, παγίδες, ρουφάω την τραχιά σκόνη-παραισθήσεις. Ξέρω πως να καταπίνω πληγές, ξέρω πως να κρύβω τα σημάδια. Κι εσύ,ε;
  Damaged people are dangerous. They know they can survive.

 
Κι όλα αυτά ενώ σκέφτομαι αποπροσανατολισμένες σιλουέτες να περιστρέφονται γύρω μου και να βαδίζουν με ρυθμό πάνω σε ίχνη που δεν χαράχτηκαν ακόμη. Τα φώτα χαμήλωσαν, τα βλέμματα ψήλωσαν. Τα δικά μου έσβησαν και τα δύο. Ξαπλώνω στο πάτωμα, είναι βρεγμένο, μυρίζει ποτό και μισοτελειωμένα τσιγάρα. Τα μαλλιά μου κολλάνε πάνω στο ποτό που έχει στεγνώσει, μαζί και η μπλούζα μου και τα χέρια μου. Ωστόσο, μόνο τα μαλλιά μου νιώθω. Χάνω το άρωμά μου.
  Έχω σχέδιο. Θα με πατήσουν και θα τους νιώσω. Θα με προσπεράσουν, θα με προσπεράσω. Τους ερωτεύομαι.
  Θέλω να χορέψω, αλλά δεν ξέρω πώς. Δεν συνηθίζω να χορεύω μπροστά σε κόσμο. Λένε πως ντρέπομαι, όμως ίσως νιώθω άβολα να με κοιτάνε να προσπαθώ να αισθανθώ-ακόμη πιο άβολα όταν δεν καταφέρνω να προσποιηθώ ότι το αισθάνομαι. Παρόλα αυτά, ίσως και να μ'αρέσει να είμαι ξαπλωμένη στο έδαφος, να κοιτάζω πάνω και να βλέπω τις φιγούρες τους-των χαμένων αυτών που ξεβράστηκαν σε μια τυχαία αλκοολική ουτοπία, την ίδια.
  Πλάθω αποχρώσεις με τις κινήσεις τους. Τους ερωτεύομαι, κάντε κάτι. Δεν θέλω να σας δω αύριο, γιατί δεν μένετε μόνο γι' απόψε; Φοβάμαι να νιώθω ότι μείνατε.

  Φύγετε.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Πλήξη

  Μισώ τις μηχανές. Από σήμερα. Ή για σήμερα. Μάλλον για τώρα, για αυτή τη στιγμή. Και ξέρεις τι είναι απολύτως μηχανικό; Η αναπνοή. Θέλω να σταματήσει. Μισώ αυτή τη διαδικασία και δεν το είχα καταλάβει τόσο καιρό. Είναι ό,τι μισούσα και με έπνιγε. Θέλω να σταματήσει. Τώρα.

  Και ήμουν πάλι στην αρχή. Λένε πως όταν μισείς κάτι, οτιδήποτε συναντήσεις πάνω του σε απωθεί, από την κάθε του κίνηση, μέχρι και την ίδια του την αναπνοή, κάθε ανάσα που παίρνει. Έτσι κι εγώ, ρε μαλάκες, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα με αυτόν τον τρόπο να μισώ τον εαυτό μου. Κι όχι ότι είμαι και τόσο σκληρός τύπος και κάφρος, απλώς θα μου ήταν ευχάριστο αυτή τη στιγμή, θα με διασκέδαζε, να δω τον εαυτό μου τρυπημένο και κρεμασμένο σ' ένα δίχτυ, με το βλέμμα κενό-και δεν πρόκειται για καμιά ποιητική παπαριά, κενό, μάτια ξεριζωμένα, μηδέν, δυο τρύπες. Έτσι. Στον πούτσο μου.

- Όσκαρ;
- Τι; Αφού σου λέω είμαι μόνος. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος που είναι εθισμένος στο μίσος προς τους ανθρώπους. Κι αφού είμαι μόνος, βλέπεις κανένα άλλο εδώ γύρω να είναι πρόθυμος να δεχτεί την οργή μου;

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Χαμομήλι

Νύμφες
ακατοίκητες νήσοι κρεμασμένες απ' τις χαρές
στοιχειά
βλέπω
το χαρτί με κόβει
με χαρακώνει
μόνο
είναι πιο επώδυνο απ'το μαχαίρι μου
το χαρτί
- ζωγραφίζεις;
- ναι
- τι ζωγραφίζεις;
- εσένα
μπήγει το χαρτί μες στο χέρι μου
χαράζει σχήματα στο κορμί μου
όλα είναι λευκά
δεν τα βλέπεις;
λευκό
όλα είναι καθαρά
καθαρά, λευκά

Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου στον τοίχο
μέσα στον τοίχο
η καρδιά μου είναι πετρωμένη στον τοίχο
εγώ δεν μπορώ να κινηθώ
μονάχα να βαδίσω αχνά δίπλα του
περπατάω απάνω στα ενδεικτικά επόμενα ίχνη
είναι εκεί
ζωγραφισμένα στην άσφαλτο για 'μένα
τα ίχνη μου.

Σηκώνω τα βήματά μου στην πλάτη μου
τα νιώθω βαριά στο στήθος μου
πατάω, περπατάω πάνω μου
με κουβαλώ στις πλάτες μου
δεν με βρίσκω μπροστά μου ποτέ
πάντα στις πλάτες
πώς να με δω;
ο δρόμος είμαι εγώ, η άσφαλτος
η καρδιά μου ακόμη στον τοίχο
περιμένω-δεν μπορεί-θα με στοιχειώσουν πάλι.

Φτάνουν οι πρώτοι αρωματισμένοι κλόουν
μου σταματούν το περπάτημα
ανεβαίνουν στις πλάτες μου
βάρος
ντουβάρια στο κορμί μου
με πνίγουν τα αρώματα
εισχωρούν στη μπόχα των λαθών μου
χασκογελάνε και τραβάνε τα σκοινιά!
αισθάνομαι ηττημένη
νικήθηκα, περπατάω
όσο μπορώ, με χλευάζουν
η καρδιά μου στον τοίχο ακόμη κι εκείνοι θέλουν να με απομακρύνουν
βγάζουν το μαστίγιο
με πληγώνουν
η καρδιά στον τοίχο
εγώ λυγίζω
βαδίζω στο πλάι
αφήνω την ασφαλή ευθεία μου ν'αλλοιωθεί
η καρδιά στον τοίχο
πρώτο πλάνο εγώ, η λευκή
και η ζωή μου
που δε βρήκα ποτέ μπροστά μου
γιατί κουβάλησα στις πλάτες μου
κι όταν κοίταξα εκεί
την είχαν καβαλήσει άλλοι.

Η ώρα πλησιάζει
πάντα νοσταλγούσα τη στιγμή
που δεν είχα ζήσει
την απελευθέρωση
περίμενα να σωθώ
ή να με αποτελειώσουν χωρίς επόμενο
για να σωθώ απ' το μαρτύριο.

Ο τοίχος γρυλίζει
κάτι από μέσα του μοχθεί να ανασάνει
εγώ σαν θεατής της καταστροφής μου κοιτάζω
μέσα απ΄τα βλέφαρά μου
είναι χαρακωμένα, σκισμένα
μπορώ να δω μέσα τους
δεν με προστατεύουν απ' την οδύνη της εικόνας
και ο τοίχος φουσκώνει
αρχίζει να φουσκώνει σαν σεντόνι λευκό
απλωμένο, καθαρό και ανήσυχο απ' τον άνεμο
που το σπρώχνει να το πάρει μαζί του
όσο αντέξει.

Ο τοίχος στάζει, ο τοίχος μου
αιμορραγεί
ποικιλόχρωμα χημικά
από μέσα του
μάγια
Μάγια;
που είσαι άραγε;
θυμάμαι τ'αστέρια στο πρόσωπό σου
τη στίλβουσα παιδικότητά σου
σ'αγαπώ, Μάγια.

Ο τοίχος ξεχειλίζει
με τρώει
εκείνος βρίσκεται εκεί και τον χαράζει με ένα χαρτί
- τι κάνεις εκεί;
- ζωγραφίζω
- φύγε από εκεί, με τρυπάς
- ζωγραφίζω
- φύγε
- εσένα
πληρωμή
νερό
υγρές αμαρτίες
τις αφουγκράζομαι στην τελευταία μου παράσταση
δε συμμετέχω
ο τοίχος γκρεμίζεται στο στήθος μου
πέφτει πάνω μου και με κατευθύνει
με καθοδηγεί
μώλωπες
χαρακιές απ' το χαρτί
- μα, ζωγραφίζω, γιατί δε λες να το παραδεχτείς;
- σε μισώ
- θα μ'αγαπήσεις
το αρπακτικό πετάγεται απ' τον διαλυμένο τοίχο και ορμάει
με τρυπάει με τα νύχια
που 'χει στα βλέφαρα
με χαράζει κι εκείνο
μοχθώ να ξεφύγω
- όχι, δε θα ξεφύγεις, γιατί να ξεφύγεις;
- γιατί δε θέλεις να ξεφύγω;
- δε σε αφήνω, θα καταλάβεις
η μελωδία της φωνής του με κάνει να αισθάνομαι σίγουρη
ότι-ακόμη κι αν δεν είμαι τώρα-θα γίνω ζωντανή
και φοβάμαι λιγότερο
- αφέσου

Το αρπακτικό έσκισε το στήθος μου
ρουφούσε τις σκέψεις μου, τάραζε το μυαλό μου
το κεφάλι
το κεφάλι υπέκυψε
το αρπακτικό τα έβαλε με το κεφάλι
απ' το οποίο απέφευγα να δραπετεύσω τόσους αιώνες
μπήκε μέσα μου, πετρώθηκε εκεί ανάμεσα στις χαρακιές
και στα τραύματα
οι σκέψεις προκαλούν τραύματα
και ο καιρός
και η αγάπη
και οι άνθρωποι
κι εγώ
οι χτύποι είναι μέσα μου
τους αισθάνομαι, τους ακούω, μπορώ να τους αγγίξω εάν θέλω
ανασαίνω
- είδες; δεν είσαι το κεφάλι, θα το πετάξω κάτω να ραγίσει
- θα σπάσει;
δεν μου απαντάς, τερατόμορφε φίλε
- θα σπάσει;
σιγή
τουλάχιστον ξέρω πως είμαι ζωντανή
αν και υπάρχει κάτι που δεν θα του πω ποτέ
γιατί δεν ανασαίνει με χτύπους το δικό μου αρπακτικό
τουκ τουκ τουκ τουκ
δεν ακούς;
καλπασμοί
καλπασμοί
καλπασμοί.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Καλοκαίρι, μη μ'ακολουθείς

Πυρηνικά διαστημόπλοια
φτάνουν ως τ'άστρα, τα ντουβάρια, αερικά
κι η αίσθηση πως η πνοή μου έχει απόχρωση
καθώς ελευθερώνεται να μπήγει τις κατάρες της στα μάτια μου
και να μετατρέπει ανάλογα το χρώμα των ματιών μου
σε αέναες παλαβές εικόνες
παραληρών
κοιμήθηκα μόνο μια φορά
με καθορίζει το νυχτολούλουδο κι εσύ
αισθάνομαι κι αυτό σου φτάνει
γι αυτό μου λες να μην ξεχάσω την ελπίδα
να μην τη χώσω σε κάνα από 'κείνα τα συρτάρια
όπου θάβω τα όνειρά μου
τις αέρινες πραγματικότητες
τη φυγή
το νερό
τις αγάπες που μου υποσχέθηκαν
και με διαπέρασαν

Στάχτη η βροχή ψηφιακή
πάνω μου πέφτει και σκοντάφτει
στα μάτια μου
στα βλέφαρα που κρυστάλλωσαν
και 'μείναν ανοιχτά
μα βλέπω μαύρο φως να μου καίει την υγρή σιγή
πιο μαύρο από πριν
που 'ταν σφραγισμένα
συρραμμένα με καρφίτσες που έψαχνα στ' άχυρα
καλοκαιρινά

Άσπρο λουλούδι στις γάμπες τις
ανεβαίνει ριζωμένο απ' τον αστράγαλο
και ρουφάει το αίμα της
το παιδικό
θα ξεθωριάσει κι αυτό
όπως ολόκληρη η εφηβική σονάτα
με ροκανίζει το νέφος της
το διάφανο πέπλο γύρω απ' τα χείλη της
η λευκή της γύρη
που μου ζαλίζει τα πέταλα
με τον λευκό καπνό που διασχίζει την πύλη
που επιθυμώ να εξερευνήσω
να ρίξω άγκυρα ακολουθώντας τις αιωρούμενες στάχτες
την πνοή που ασπρίζει μέσα της
στις χορδές της ουτοπίας της
της λευκής
καθαρότητα
όταν ξεφυσήξει ο δράκος της
θα με πετάξει και θα τρυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο

Στα δάχτυλά της πινελιές ψυχώνουν
και στα μαλλιά της αρρώστειες
φύκια και σπασμένα μπουκάλια
αμμώδης ρουτίνα
καίει βλέπεις ακόμη το καντήλι
πάνω απ' τις αναμνήσεις που θάφτηκαν
σ'αυτή την υγρή αμμοφανή ρουτίνα
ρέουν
κλεψύδρες
τις ξεριζώνει το κύμα
θα τις ξανατραβήξει στο φως και θα καρφωθούν
στις φτέρνες της σαν αιχμηρές αλήθειες
θρύψαλα μπουκάλια μπύρας
φίλοι τον κύκλο συμπληρώνουν
-ο κύκλος πρέπει να συμπληρωθεί
για να τον ξαναταξιδέψεις-
ψυχές γελασμένες
χαχανητά
ψυχεδέλεια
ο καπνός μοιάζει ξανά λευκός
και μαζεύεται στο βάζο των ξεσκισμένων νιάτων

Κιθάρες όμορφες
πληγωμένες τραγουδούν χαρούμενα
ευτυχισμένες τραγουδούν πονεμένα
ψυχεδέλεια με ψιθυρίζεις
τον ξέχασα τον ήλιο που βυθίστηκε
στη θάλασσα και πνίγηκε
τον πνίξανε
τον ντύσανε φεγγάρι
και τον πέταξαν στον Αύγουστο
σαν πορτοκαλίζει στα μαλλιά σου
και ξανθαίνει στο δέρμα σου
μαύρη δεν ήσουν ψυχή;
οι κιθάρες ξανάρχισαν
ο καπνός γκρίζος
υψώθηκε ως τα μάτια σου
και σε λάβωσε
είσαι δική του
μα και δική μου

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Always awake when it comes to a nightmare

  Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

 
Ήταν περίεργη η διαδρομή από την αρχή. Κοιτούσα έξω απ' το παράθυρο τον παραλιακό δρόμο χαμηλά, έβλεπα τα κύματα της θάλασσας να σκάνε πάνω του, σαν να τρέχαμε πάνω σε μια ασφαλτώδη ακτή, καθώς δεν υπήρχε παραλία, δεν υπήρχε άμμος, δεν υπήρχαν ομπρέλες. Υπήρχε μόνο ο δρόμος και η θάλασσα από δίπλα του η οποία είχε περισσότερο βάθος απ' όσο έδειχνε και έμοιαζε σαν να μοχθούσε να συγκρατήσει το πάθος για καταστροφή μέσα της και να μην αφήσει τα κύματα να σκάσουν πάνω στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο. Το σίγουρο ήταν πως, έτσι όπως την έβλεπα, θα ξεχείλιζε σύντομα πάνω σ' ολόκληρη την πόλη.
  Ευτυχώς, το γεγονός ότι δεν θυμόμουν τίποτα απ' τη διαδρομή, ούτε πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, το έκανε πιο εύκολο για εμένα να καταλάβω πως πρωταγωνιστώ σε ένα ακόμη όνειρο και πως, ό,τι και να μου συμβεί, θα ξυπνήσω χαλαρή πάνω στο βολικό μου στρώμα. Οπότε, δεν δίσταζα να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση. Παρόλα αυτά, ήλπιζα να μην έρθω αντιμέτωπη με κανένα απ' τους κλασσικούς μου εφιάλτες, ειδικά απ' τη στιγμή που ήταν ξεκάθαρο ότι σε αυτόν θα έπαιζε κύριο ρόλο η θάλασσα, εκείνη η θάλασσα που έβλεπα να παλεύει με τη φύση της μπροστά μου.
  Είναι αλήθεια πως στα όνειρα συναντάς κρυφές πτυχές του υποσυνείδητού σου, που σημαίνει ότι συχνά ξεβράζονται στην επιφάνεια σιλουέτες και παράγραφοι που δεν έχεις γευτεί προηγουμένως και που προφανώς ποτέ δεν πίστευες πως θα γνώριζες. Έτσι κι εγώ μπορώ να διατυπώσω με απόλυτη ειλικρίνεια-και χωρίς να μου χρεώσουν ότι προσπαθώ να προβληθώ ή να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός-ότι τέτοια μορφή θάλασσας δεν είχα δει ξανά ποτέ μου. Χαρίζω και τα δυο μου χέρια γι' αυτή την αλήθεια.
  Ήταν η πιο άγρια θάλασσα που έχω συναντήσει-σε πλαίσια πραγματικότητας κι ονείρου. Τα κύματά της ήταν, όχι σε κάποια θεόρατη μορφή, αλλά αρκετά μεγάλα και φουσκωμένα, γεμάτα, τόσο γεμάτα που άλλο δεν πήγαινε-από τι πράγμα γεμάτα, δεν γνωρίζω. Ήταν φουσκωμένα, χοντρά, τούμπανο ρε φίλε, πώς να το πω. Πλάτος που μόνο σε κρουαζιερόπλοιο συναντάς, κατάλαβες; Και το χρώμα της ήταν πολύ βαθύ μπλε, μπλε σκούρο, μπλε σκοτεινό, μπλε που βαρέθηκε να κρύβει κρίσιμους αιώνες πίεσης μέσα του και είναι έτοιμο να ξεβράσει κάθε του απόκρυφο καταστροφικό μυστήριο, θαλάσσια τέρατα, σειρήνες, εξαγριωμένους θεούς και ατλαντίδες. Ήταν μια θάλασσα του σινεμά που δεν τη συγκρατούσε η λευκή οθόνη μπροστά στα μάτια μου.
  Εκείνος, που κρατούσε το τιμόνι δίπλα μου, μου έδειξε με το δάχτυλο προς τη θάλασσα, κάτι περίεργα πέτρινα σπίτια που επέπλεαν στην επιφάνειά της, λες κι ήταν ζωγραφισμένα πλαστικά κουτιά ιδιαίτερου μεγέθους. Σκέφτηκα μέσα μου πως ίσως παλιά η στάθμη του νερού ήταν χαμηλότερα και πως εκεί που βλέπω τα σπίτια κάποτε υπήρχε μια πόλη που ζούσαν άνθρωποι και σκυλιά και διάφοροι ζητιάνοι στους δρόμους και πως κάποια άτυχη καταστροφική μέρα η θάλασσα τους εκδικήθηκε που την εκδικούνται και τη μισούν χωρίς αιτία-όπως κι εγώ.
  "Μη σκέφτεσαι ανοησίες. Τις τελευταίες μέρες έχει ανακοινωθεί ότι αυτά τα σπίτια ενοικιάζονται και κάποια από αυτά πωλούνται. Αν θες πάμε να τα δούμε." Είπε εκείνος λες και μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις μου-ή και να τις διαβάσει με κάποιο τρόπο αποτυπωμένες καθώς ήταν πάνω στην έκφραση του προσώπου μου. Εγώ τότε ένιωσα ένα μικρό πιάσιμο στο στήθος και τα χείλη μου είχαν παγώσει μονάχα στην ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ κάποιος να προσφερθεί να με οδηγήσει μέσα στη θάλασσα-και μάλιστα σε ένα τέτοιο αρπακτικό σαν κι εκείνη την εξαγριωμένη φύση που εκτεινόταν μπροστά μου-απλώς για να μου δείξει κάτι εγκαταλελειμμένα, μοναχικά, απροσδιόριστης εποχής, ίσως και λιγάκι στοιχειωμένα σπίτια που επέπλεαν σταθερά στην επιφάνεια.
  "Ρε κοπέλα μου, θα μας τρελάνεις; Δεν είναι εγκαταλελειμμένα, χτίστηκαν πρόσφατα και μάλιστα ενοικιάζονται, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να τα επισκεφθεί και να τα δει όποια στιγμή θέλει. Κατάλαβες;" Είπε αγανακτισμένος και δε χωρούσε πλέον αμφιβολία ότι εκείνος γνώριζε ακριβώς τι σκεφτόμουν. Τότε, κοίταξα πάλι έξω απ' το παράθυρο όντας σίγουρη πως εκείνος, εφόσον γνώριζε κάθε μου σκέψη, θα είχε εξακριβωμένη την απάντησή μου στη γενναιόδωρη πρότασή του. Ωστόσο, δεν ήμουν βέβαιη για τους σκοπούς του και δεν είχα την ασφαλή άποψη για το ποια ήταν η ιδέα του όταν μου είπε να τον ακολουθήσω στο αυτοκίνητο-εάν μου το πρότεινε εκείνος.
  "Εμένα μου αρέσουν αυτά τα σπίτια" ακούστηκε μια φωνή από τα πίσω καθίσματα που με τσάκισε γιατί τη γνώριζα αρκετά καλά και ήταν δεδομένο ότι μόνο σε έναν εφιάλτη θα μπορούσε να υπάρξει για 'μένα πλέον. Δεν ήμασταν μόνοι με εκείνο τον τύπο στο αυτοκίνητο.
- Τι ακριβώς σου αρέσει, ηλίθιε; του είπα χωρίς να μπορώ να ελέγξω  τη σταθερότητα και την αλληλουχία του ονείρου πλέον.
- Πρέπει να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο; Απλώς μου αρέσουν.
- Σου αρέσει δηλαδή μια μάζα από πέτρες που επιπλέον πάνω στο νερό;
- Ναι, εσένα;
- Όχι.
- Αφού δεν έχεις πάει, δεν τα 'χεις δε από μέσα πώς είναι, πώς το ξέρεις;
- Το ξέρω.
- Δεν είναι ότι δεν σου αρέσουν, απλώς φοβάσαι, γι αυτό είναι πολύ απλό να αποφύγεις κάτι λέγοντας ότι δεν σου αρέσει.
  Και τότε είναι που ο τύπος που οδηγούσε, αγανακτισμένος από την επιθετική μας συζήτηση και εκνευρισμένος από το θράσος μου να αρνούμαι τη δήθεν ομορφιά αυτών των κτηρίων, πάτησε απότομα φρένο, πάτησε το κουμπί για να ανοίξουν όλα τα παράθυρα κι έπειτα είπε με ένταση στη φωνή του δείχνοντας προς τη θάλασσα, ενώ το χέρι του έτρεμε: "Εμένα ξέρετε τι μου αρέσει; Αυτό εκεί." Και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα πως προσευχόμουν βαθιά σε κάποιον ανύπαρκτο θεό μέσα μου αυτός ο άνθρωπος που έχει τον έλεγχο του οχήματος και κρατάει το τιμόνι να μην έδειχνε πραγματικά προς εκείνο το τεράστιο σκουρόχρωμο κύμα που έμοιαζε να με ειρωνεύεται.

  Δεν πίστευα ποτέ ότι θα υπήρχε όχημα που θα υπέκυπτε τόσο ταπεινά στις εντολές ενός αγανακτισμένου, εξοργισμένου και τσατισμένου με τον κόσμο, ειδικά με εμένα, ανθρώπου που βρισκόταν στο τιμόνι του, σαν υποδουλωμένο άλογο που υπακούει στα σκοινιά και τα μαστίγια χωρίς αντιρρήσεις και ενδείξεις πόνου, χωρίς να διαμαρτύρεται για την καταστροφή του.

 
Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

  Δεν με ένοιαζε που ήταν όνειρο και γνώριζα πως δεν θα πέθαινα στην πραγματικότητα, απλώς αυθόρμητα, πράττοντας από ένστικτο και υποδουλωμένη στο φόβο μου, κατάφερα να βγω απ' το παράθυρο και να αφήσω πίσω μου το άτομο που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα, ακόμη κι αν αισθανόμουν πως δεν γινόταν να τον χάσω ακόμη μια φορά, για δεύτερη φορά να τον πνίξω στο δικό μου φόβο. Ο τύπος που προηγουμένως βρισκόταν στο τιμόνι με κοίταξε με τη βίαιη γεμάτη έχθρα στάση του να προσπαθώ να σωθώ, ενώ εκείνος στεκόταν σταθερά στον πυθμένα και δεν έδειχνε να αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα αναπνοής μες στο νερό.

 
Έπειτα, η σκηνή άλλαξε και έγινε πιο ήπια, χειμερινή και ανιαρή. Βρισκόμουν μέσα σε ένα παλιό λεωφορείο που δεν είχε πολύ φως. Σε μια απ' τις τελευταίες θέσεις καθόταν ο τύπος που κρατούσε το τιμόνι στο αυτοκίνητο. Δεν ήξερα εάν είχαν όντως συμβεί όλα αυτά, είχα μπερδευτεί και δεν ήξερα εάν είχα ξυπνήσει στην πραγματικότητα ή σε ένα ακόμη πεδίο ονείρου. Παρόλα αυτά, τον πλησίασα και προσπάθησα να καταλάβω απ' τη στάση του εάν όντως ήξερε ποια ήμουν.
  Και η στάση του ήταν ενδεικτική. Ειρωνικός, γεμάτος μίσος και απέχθεια, με σιχαινόταν, δεν ήθελε να με κοιτάζει, ούτε του άρεσε η ιδέα ότι βρισκόμασταν στο ίδιο λεωφορείο. Το κλίμα ήταν αφόρητο, γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω. Ήθελα απλώς να του πω πως δεν φοβήθηκα τόσο το θάνατο, όσο το χαμό της ζωής που έχω ακόμη μπροστά μου. Ουσιαστικά, ήθελα να του πω πως δεν ήταν η ώρα μου να πεθάνω και το ένιωθα περισσότερο από ποτέ εκείνη τη στιγμή. Πως υπάρχουν τα όνειρά μου και δεν τα χω βρει ακόμα, οπότε δεν πρέπει, δεν είναι η ώρα μου αυτή.
  Αλλά αυτός δεν ασχολήθηκε να με ακούσει. Γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά και με απώθησε με τη στάση του. 

                                         
Hello, how do you feel?
What does that mean?
What does that mean?
Hi, I guess I feel high
cold sweat, dripping down my body

Are you trying to tell me something with your eyes?
All I wanna do is lay down and die
If you're gonna do it
you'd better do it right
or my heart won't stop swelling



Yes, if you're gonna kill me, you'd better do it right. But, oh, I'm sure you already knew that this was the only right way for me to die.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Cursed

  "Sometimes I think I was born backwards.. you know.. came out of my mum the wrong way.. I hear words go past me backwards.. The people I should love, I hate. And the people I hate.."

  "Αγαπητέ κ. Κ.,

Θα ήθελα να γνωρίζετε ότι θα ήμουν πραγματικά ευγνώμων εάν πραγματοποιούσατε την επιθυμία μου και δεχόσασταν την παράκλησή μου να μην διεισδύετε ενδότερα στο κεφάλι μου. Μην μπαίνετε εκεί μέσα. Εκτός εάν ο στόχος σας είναι να καταστραφείτε, εσείς, μα και εγώ. Εάν επιθυμείτε απλώς να διασκεδάσετε τη μοναξιά σας και το κορμί σας, ασφαλώς και μπορείτε να παίξετε στην επιφάνεια. Stay in shallow, shallow water, don't touch the ground. Να πλατσουρίσετε, δηλαδή. Εάν ωστόσο κατευθύνεστε προς το βάθος, εάν τύχει κι αρχίσετε να κολυμπάτε κατακόρυφα, σας παρακαλώ, σταματήστε. Διότι θα έρθετε αντιμέτωπος με κάτι καταραμένο, εξοργισμένο και μόνο. Δεν είναι σωστό να του δώσετε ελπίδα με την παρουσία σας. Εκτός βέβαια εάν επιθυμείτε να πνιγείτε μαζί του. Να πνιγείτε. 

   Κολυμπήστε οριζόντια, κύριε Κ.,  θα πνιγείτε.
Με εκτίμηση,
Ε.