Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Mannequin

Λοκντάουν ή κάτι τέτοιο.
Μια πιο ωμή διαπόμπευση της πραγματικότητας.
Είμαι όσα δεν ήμουν. Δεν κοιμόμουν νωρίς το πρωί 
δεν κάπνιζα. Δεν χλεύαζα τα όνειρά μου δεν ένιωθα
ματαιότητα δεν είχα γνωρίσει την κατάθλιψη. Δεν 
άφηνα τον θυμό μου να νικά και δεν ήμουν έρμαιο 
του παρορμητισμού. Υπήρχε ένα πλάνο για όλα
Τώρα όλα είναι ωμά και κυβερνά η μοναξιά
Νιώθω μια ελευθερία μέσα στον πόνο.
Ότι δεν είμαι ψεύτρα τουλάχιστον.
Οι άνθρωποι δεν μιλάνε. Δεν μοιραζόμαστε τις
παράνοιες και τις ιδέες μας. Το άσχετο νέο,
το αυθόρμητο κάλεσμα, το τυχαίο. 
Δεν είναι ρομαντικό να νοσταλγώ έναν τυχαίο
καφέ με ένα φίλο. Είναι καταπίεση, σήψη. Δεν είναι
λογοτεχνία, πολιτισμός. Οι λέξεις που γράφω.
Δεν θέλω να γράψω, μου προκαλεί αποστροφή
οτιδήποτε γράφω να είναι πολιτισμός
να είναι γλώσσα και στοιχείο ιστορίας
Το παρόν είναι ο δικτάτορας, το φως της μέρας
είναι ο ολοκληρωτισμός. Περπατάω στην άδεια
πόλη του ρεθύμνου και μέσα στο κεφάλι μου ουρλιάζω
γιατί τόσο ήσυχα ρε καθίκια; Γιατί τέτοια ησυχία;
Σε τι αποσκοπεί η σιωπή και η ησυχία; Πώς μας σώζει
η ησυχία από την πανδημία; Τι γίνεται για την πανδημία
και τι γίνεται για να μας λιώσει; Δεν θέλω να γράψω
πολιτικά. Το κίνημα μου έχει κατακερματίσει την φαντασία
Όλα είναι σύστημα και το σύστημα έχει συστημικούς 
τρόπους να μας αφήσει να είμαστε αντισυστημικές. Κι εμείς
συνεχίζουμε να  το κάνουμε με τα παραθυράκια που μας αφήνει. 
Έχουμε την άδεια ν' αντιδρούμε και να ξεσπάμε όπως
μας υποδεικνύεται. Η φαντασία έχει δώσει αρκετό
χώρο στον πόνο. Υπάρχει πόνος και μοναξιά,
όχι ρομαντική μοναξιά. Συγκεντρωτική. Αποφασίζει
διατάζει και παραλύει. Πνίγομαι στον θυμό και τη μοναξιά.
Η άδεια πόλη είναι ασφυκτική. Βλέπω θύελλα και φωτιά.
Πέφτω κάτω, κλαίω. Οι φίλες έχουν να λένε ότι σκοντάφτω
ακραία συχνά. Έχω μάθει και δεν πέφτω.
Φταίει το παπούτσι και το ότι είναι προβλέψιμο ότι θα
συμβεί. Τώρα σκόνταψα και δεν προσπάθησα. 
Ήθελα να πέσω, γιατί όλο ξύνω την επιφάνεια του εδάφους
με την παρουσία μου. Με τα γυμνά χέρια και τα κόκκαλά μου.
Τα κόκκαλά πάνω απ' το θώρακα τα νιώθω γυμνά
κι εκτεθειμένα, το κρύο χτυπάει τα αγγεία μου.
Πόνος μονάρχης. Πάντα έχω επιλογή να μην, αλλά 
θέλω να γίνει αυτή τη φορά.
Πέφτω και βγάζω ψεύτες τους φίλους. Το πεζοδρόμιο
είναι κρύο και τα γυμνά κόκκαλα το γρατζουνάνε.
Ακούω το τρίξιμο απ' την τριβή και οι αισθητηριακοί
μου υποδοχείς μου εκφράζονται με μίσος. "Θα δεις", μου 
λένε. Δεν την ήθελες την φασαρία; Δεν τους ήθελες
τους ανθρώπους; Να τώρα πια δεν θα τους βλέπεις
και δεν θα ανταλλάσσετε κουβέντα. Κι όταν τους
βλέπεις θα είναι εσωστρεφείς και θλιμμένοι. Αμηχανία,
δεν ξέρω πια να εκφράζομαι. Να εκφέρω λέξεις λειτουργικά
να με πιάνεις. Είμαι κάτω στο κρύο πεζοδρόμιο και οι
μπάτσοι στρίβουν στην επόμενη γωνιά. Μπλε φως
και μαφιόζικο κλίμα. Δεν έκανα κάτι λάθος, κι όμως
νιώθω πως είμαι εγκληματίας. Όταν τους βλέπω
ξέρω πως είμαι. Άτοπη και εγκληματίας. Η ύπαρξή μου
είναι ένα έγκλημα. Ανεβάζω το βλέμμα. Φεύγουν,
δεν με είδαν. Η ανακούφιση αυτή είναι ενοχλητική
για τον εγωισμό μου. Σηκώνω το
βλέμμα. Δεν μπορώ να σηκωθώ. Δεν μπορώ να πάρω 
τα πόδια μου. Αναλύοντας παρέλυσα στο κρύο
οδόστρωμα. Θέλω να ουρλιάξω βοήθεια. Να ουρλιάξω
γενικώς. Στρέφω το βλέμμα στη βιτρίνα, κούκλες μανεκέν.
Ρούχα περιποιημένα, κακόγουστα. Το προνόμιο της εμφάνισης
όμορφες κούκλες βιτρίνας, έτοιμες να μου κάνουν
φιλανθρωπία. Απλώνουν το χέρι να με σώσουν απ' το
κρύο πάτωμα. Το απλώνω κι εγώ και τους κάνω 
χάι φάιβ. Δεν θα μπω μες στη βιτρίνα σας
είστε το φόντο της αποσύνθεσής μου.