Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Στενό 23

      Βρίσκομαι στο στενό 23, στον δρόμο με τα παλιά ερειπωμένα σπίτια. Μου πήρε ώρα να περπατώ μεχρι να καταλάβω ότι θέλω να καταλήξω εδώ με το βήμα μου. Συνήθως δεν ξέρω πού να πάω, μεχρι να φτάσω εκεί. Ο προορισμός είναι μια αγχώδης κανονικότητα και εγώ πολύ αυτιστική για να αντεπεξέλθω αρμονικά. Και το λέω αυτο γιατί όταν σου ζητούν προορισμό -  και σου ζητούν οι γονείς, ο καπιταλισμός, η κοινωνία, τα συστήματα - τότε πρέπει να έχεις ένα πλάνο για το πώς θα τον εκπληρώσεις. Όμως εγώ έχω έναν περίεργο τρόπο να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, που δεν έχουν να κάνουν με την παιδικότητα, την αλήθεια, την ελευθερία και τον αυθορμητισμό μου, ως ψυχαναγκαστικές εξισώσεις και κυριολεκτικούς συλλογισμούς. Γιατί εγώ υστερώ σε κανονιστική παραλογική και δρω με συναισθηματική νόηση και ένστικτο. Δρω με τέτοια αντικανονική παιδικότητα και αυθορμητισμό, που φτάνω σε σημείο να πιστεύω πως είμαι μάγισσα ή ξωτικό ή παραμυθιακό στοιχείο φαντασίας κάποιου όντος σε μία άλλη διάσταση. Αλλά μόνο εγώ, οι άλλοι μου φαίνονται πραγματικοί, ρεαλιστικοί και με πραγματιστική νοημοσύνη και αντιληψη.
      Εισδύω, λοιπόν, στην κατάσταση του να θεωρώ τον εαυτό μου εκτός κοινωνικής και αντικειμενικής πραγματικότητας και τους άλλους γύρω μου - ορίζω τους "άλλους" ως την πλειονότητα - εντεταγμένους με ευκολία στην συστημικά λογική ζωή. Συνηθίζω να διαχωρίζω τους ανθρώπους ανάμεσα σε νευροτυπικούς και αυτιστικούς - όχι για να προκαταλάβω, αλλά για προσωπικη μου ψυχαναλυτική διαδικασία των άλλων - όμως η επόμενη αγαπημένη μου κατηγοριοποίηση είναι ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν με ευκολία, είτε από μόνοι τους, είτε με βοήθεια και εκπαίδευση, να ενταχθούν στην κοινωνική πραγματικότητα και σε εκείνους που δεν έχουν αυτήν την ικανότητα ή ευκαιρία ή, τέλος πάντων, συνέπεια. Οι δήθεν ειδικοί του πνεύματος κατατάσσουν τους δεύτερους στον τομέα της ψυχασθένειας, ψυχικής διαταραχής και ιδιοτροπίας τέλος πάντων της συναισθηματικής κατάστασης, αλλά σε πιο παραλογική και εξωπραγματική μορφή - το εξωπραγματικό ορίζει για εμένα το καθαρά υποκειμενικό στην περίπτωση αυτή - αφού θέλουμε να μιλάμε για "ψυχή". Υπάρχουν, λοιπόν, στον συγκεκριμένο διαχωρισμό, άνθρωποι  "κοινωνικο-λογικοί" και άνθρωποι "αντι-κοινωνικο-λογικοί". Η δεύτερη κατηγορία είναι μεγάλο φάσμα, καθώς η "ψυχή" που λέγαμε πριν έγκειται στο εξωπραγματικό κομμάτι της σκέψης του καθένα και έχει άπειρες υποκειμενικές διαστάσεις.
      Είμαι στο στενό 23 και θέλω να μιλήσω στα ερειπωμένα σπίτια για τον εαυτό μου. Είμαι η Εβίτα και έχω διαγνωσθεί από τους δήθεν ειδικούς του πνεύματος με μια μορφή αυτισμού. Όμως δεν μπορώ με τίποτα να κατατάξω τον εαυτό μου - και εμπιστευτείτε ότι με ξέρω πολύ καλά - σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Συνήθιζα να είμαι απόλυτη και απρόσιτη γιατί προσπαθούσα να εξηγήσω την ύπαρξή μου σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, γι' αυτό και σχεδίαζα διάφορες κατηγορίες και κατηγοριοποιούσα, ενώ στην ουσία κατηγορούσα. Λατρεύω την ετυμολογία, όπως βλέπετε, και αυτό γιατί είναι σταθερή, συγκεκριμένη, έχει βάση και μπορεί να συνδέσει λέξεις μεταξύ τους που δεν φαίνονται να έχουν επαφή. Όμως ακούστε κάτι για τον δικό μου αυτισμό: δεν υπάρχει. Ο κόσμος έχει καταντήσει να είναι μια ολότητα κοινωνιών που ρυθμίζονται από συγκεκριμένα συστήματα. Ο πραγματικός κόσμος είναι ένας μηχανισμός με βασικό γρανάζι την αντικειμενικότητα, όχι εκείνη της φύσης και των απαραβίαστων νόμων της, αλλά της αντικειμενικότητας της ανθρωπιάς. Βλέπεις την παράλογη συλλογιστική πορεία σε αυτό; Ο συστημικά κοινωνικός κόσμος είναι ένα σόφισμα.
      Πού θέλω να καταλήξω - πέρα από το στενό 23 που αντιλήφηκα ότι θέλω να καταλήξω εκει, αφού κατέληξα; Στο ότι μπορώ να αντιληφθώ με ευκολία, με άνεση, με αυτοπεποίθηση και οικειότητα την αντικειμενικότητα των φυσικών νόμων, όμως δεν μπορώ με τίποτα να δεχθώ και να αντεπεξέλθω κανονιστικά στην αντικειμενικότητα της κοινωνιας των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος διέπεται, πέρα από την αντικειμενική διάσταση της φύσης, και από τις πολύπτυχες και απανωτές υποκειμενικές διαστάσεις του εξωπραγματικού κόσμου στο μυαλό του. Αυτού που κάποιοι ονομάζουν "ψυχή". Που εγώ το ονομάζω "αλήθεια". Η σκέψη και το συναίσθημα, ο αυθορμητισμός και ο στιγμιαίος ενθουσιασμός, η ικανοτητα του να μην ορίζεις τον προορισμό σου πριν φτάσεις σε αυτόν, αυτή η διάσταση του ανθρώπου είναι για εμένα η παιδικότητα - και προσέξτε την ετυμολογία και την συναισθηματική προσωπική μου φόρτιση της λέξης. Πώς αυτό τεμαχίζεται από μία πλαστή και στενά σχεδιασμένη κοινωνική και αντικειμενική πραγματικότητα;
      Έχω παρατηρήσει ότι σε καθημερινές περιπτώσεις που είμαι με ανθρώπους σε συνθήκες οικειότηας, απλότητας, αυθορμητισμού - ας τα ονομάσουμε όλα αυτά παιδικότητα για να μην επαναλαμβάνομαι - δεν λειτουργεί η διάσταση του αυτισμού σε εμένα. Μπορώ να αστειεύομαι, μπορώ να καταλάβω εκφραστικά μέσα και ειρωνικές διαθέσεις, μπορώ να αντιληφθώ τις κινήσεις του σώματος και τις αποχρώσεις στο ύφος του άλλου. Επίσης, δεν καθίσταται απαραίτητο να τακτοποιήσω το δωμάτιό μου, να κάνω γενική καθαριότητα, να βάλω τα μανταλάκια στην απλώστρα με μοτίβο χρώματος και σε σειρά. Δεν επιθυμώ να εκπληρώνω τις ψυχαναγκαστικές μου ανάγκες και τις εμμονές, είτε αυτές είναι έντονες, είτε ελαχίστης σημασίας και δεν είμαι ξερόλας όσον αφορά τις θεωρίες μου, ούτε επιθυμώ να αναλύω τα εξωτερικά ερεθίσματα σε προσωπικούς μου πίνακες αναγνώρισης, εξήγησης και προσωπικών συμπερασμάτων. Δεν εκπληρώνω κανέναν από τους προορισμούς αυτούς. Δεν έχω προορισμό, όμως μπορώ, όταν φτάσω κάπου, να νιώσω ότι εδώ είναι ο προορισμός και εδώ εκπληρώθηκε άλλο ένα ταξίδι. Η παιδικότητά μου είναι η αλήθεια. Η αλήθεια είναι αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω και να προσπεράσω με τίποτα, χωρίς να νιώσω βρώμικη και αλλοτριωμένη από τον εαυτό μου.
      Αντίθετα, σε περιπτώσεις που έρχομαι αντιμέτωπη με συστημικές διαδικασίες, λ.χ. τυπικής και ξύλινης ευγένειας, γραφειοκρατίας, εθίμων, υποχρεώσεων σε περιβάλλοντα κοινωνικά, επαγγελματικά, πολιτικά, οικογενειακά, ιεράρχισης κλπ., δεν υπάρχει επικοινωνιακή σύνδεση και κατανόηση όταν δρω με την παιδικότητα και είναι σαν εκείνη να κρύβεται για να μην μαρτυρηθεί και το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι η ενοχή. Η ενοχή αυτή προκαλεί το άγχος ότι θα αντιμετωπιστώ σαν κάτι παράλογο σε κώδικα κοινωνικής αντικειμενικότητας και δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω ή να πετύχω το στόχο μου. Αυτό είναι το κοινωνικό μου άγχος, το οποίο έχει ως ποιητικό αίτιο, όχι την κοινωνική αλληλεπίδραση, όπως σοφιστικά ορίζει η ψυχιατρική/ψυχαναλυτική γνώση, αλλά την κοινωνική αντικειμενικότητα που τεμαχίζει την προσωπική υποκειμενικότητα και την "αλήθεια" μου. Χωρίς αλήθεια πεθαίνω, γιατί εγώ είμαι το παιδι. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, υπάρχει προορισμός. Γι' αυτό και ενεργοποιείται η κυριολεκτική διάσταση και η ψυχανάγκη.
      Αυτό τι σημαίνει όμως για εμένα και τι για τους άλλους; Για τους άλλους δεν ξέρω, θα μου πουν εκείνοι. Γιατί εγώ δεν είμαι ειδικός του πνεύματος και καίω όλες τις κατηγοριοποιήσεις, μαζί κι εκείνες στην αρχή του κειμένου. Γιατί δεν υπάρχουν, αν αφαιρέσεις το φόντο της κοινωνικής ορθότητας. Αν η κοινωνική ορθότητα ήταν η παράνοια, οι κοινωνικά αποδεκτοί και ορθοί του σήμερα, θα ήταν στα ψυχιατρεία. Είναι εσφαλμένα τα αντικειμενικά φίλτρα. Είναι σοφίσματα. Δεν μπορώ να τα εμπιστευτώ, ούτε να κρίνω τους άλλους σύμφωνα με αυτά. Αλλά ούτε και δικά μου θέλω πια να ορίσω, γιατί τότε ενσωματώνω την θεία μορφή των κοινωνικών κατεστημένων στον εαυτό μου. Και γίνομαι εγώ ο δικαστής της υποκειμενικότητας και της αλήθειας. Θέλω να γνωρίζω τον κάθε άνθρωπο από την αρχή και ξεχωριστά, σαν να μην ξέρω τίποτα, σαν να γεννήθηκα τώρα. Θέλω ο κάθε άνθρωπος να ειναι και ένα ταξίδι που δεν θα ξέρω τον προορισμό.
      Ο αυτισμός μου ούτως η άλλως έχει ως βασικό συστατικό το σύστημα και είναι η άμυνα του μυαλού μου απέναντι στην φθορά της παιδικότητας. Ο αυτισμός μου και η παράνοια είναι το προστατευτικό τείχος της αλήθειας μου. Το παιδί δεν θα αλλοτριωθει. Το παιδί μονάχα ξέρει τι θα πει ελευθερία. Γιατί το παιδί αισθάνεται και τέτοιες μεγαλόπρεπες ιδεατές έννοιες και σημασίες δεν μπορούν να τις τεμαχίσουν τα συστήματα και όταν τις εισάγουν σε βιβλία, νοοτροπίες, ιδεολογικά οικοδομήματα, εκδοτικές αναλύσεις και συστημικά σχολεία, τότε τις ποτίζουν με τα συστατικά του αυτισμού μου. Της αντικειμενικότητας, του σοφίσματος. Βλέπετε, θεωρώ πως υπάρχει η αλήθεια και το σόφισμα. Δεν πιστεύω στο ψέμα. Αυτός ο κόσμος δεν λειτουργεί με ψέματα, αλλά με πολλές μορφές αλήθειας. Η πολιτική και η διπλωματία δεν ψεύδεται, σοφίζει. Και οι άνθρωποι αλλοιώνουν την αλήθεια και πλάθουν παραλήθειες. Κανείς δεν ψεύδεται ποτέ. Το ψέμα δεν είναι συστατικό αυτού του κόσμου.
      Στενό 23. Ήθελα να γράψω στον τοιχο ως σύνθημα ένα ρητό που είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο. Αλλά αντ' αυτού, ζωγράφισα δυο καρδιές κι έναν ήλιο στη μέση. Παίρνω φως απ' τον ήλιο, παίρνω φως απ' τον ήλιο, παίρνω φως απ' τον ήλιο και φτιάχνω την αγάπη.
Και.. σ'αρέσει;

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ο γιος του Θανάτου - ένα ηλίθιο κείμενο

                                                                                                              Ημέρα δύσκολη, έτος ασήμαντο
                                                                                                                                          Στην πόλη μου

Καλησπέρα. Ονομάζομαι Παντέρημος.

Είμαι μόνος,

Εισαγωγή ματαιόδοξη. Δεν θέλω να είμαι πια. Και αυτό το λέω επειδή σήμερα ξύπνησα νωρίς το πρωί για να δω τον ήλιο. Ποτέ κανείς μόνος δεν τολμά να δει τον ήλιο αν δεν ελπίζει να ξεσκίσει την μοναξιά του με τις δολοφόνες ηλιαχτίδες. Το φως διαπερνά τους μόνους και τους πληγώνει περισσότερο από την ανάμνηση. Είμαι μόνος εδώ και αρκετό καιρό, απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Η μάνα μου μού 'δωσε το όνομα του προπάππου μου που είναι νεκρός. Δεν μου το 'δωσε για τη μνήμη του. Μήτε γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να τον θυμάται. Μου το 'δωσε μονάχα επειδή είναι νεκρός. Νεκρός σαν εμένα όταν γεννήθηκα. Αυτό το γράμμα θα είναι πιο ελπιδοφόρο απ' όσο δείχνει.

Παράγραφος τελευταία. Γεννήθηκα μόνος και νεκρός. Το δέρμα μου ήταν ζαρωμένο και στα χέρια μου είχα ρυτίδες. Η μάνα μου με παράτησε για κάποιον μεγαλύτερο από εμένα. Η μάνα μου ήταν πουτάνα και με άφησε. Ο μόνος μεγαλύτερος από εμένα είναι ο Θάνατος, γιατί εγώ είμαι παιδί του. Σαν να λέμε δηλαδή πως η μάνα μου με άφησε για τον πατέρα μου, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας μου δεν έφυγε ποτέ από το πλάι μου και της το κρατούσε κρυφό πως με επισκεπτόταν. Ήθελε να γνωρίζει τα πάντα για 'μένα και με είχε από κοντά για να 'ναι βέβαιος πως θα πεθαίνω καλά. Όλους τους φίλους που γνώριζα ήθελε να τους γνωρίζει κι εκείνος. Ο παιδικός μου κολλητός τον φοβόταν πάντα, γιατί είχε εφιάλτες τις νύχτες πως βαδίζουν μαζί σε μια γέφυρα. Ο πατέρας μου όταν το έμαθε τον πιάσαν τα κλάματα και ψάχνοντας συγχώρεση τον αγκάλιασε και τον πήρε μακριά μου. Η πρώτη μου κοπέλα ήταν η Νεφέλη. Την φίλησα στο στόμα στον κήπο του σπιτιού της. Ο πατέρας μου άνοιξε το καλό κρασί όταν το έμαθε και την κάλεσε σπίτι να της κάνουμε το τραπέζι. Ήθελε να τη γνωρίσει γι' αυτό και την πήρε κι αυτή μαζί του.

Παράγραφος ρομαντική. Όλες οι κοπέλες έφευγαν από κοντά μου, γιατί ο πατέρας μου άθελά του τις έπαιρνε μακριά μου. Εγώ ήξερα πως οι μπαμπάδες είναι έτσι και δεν γκρίνιαζα πολύ. Άλλωστε η μάνα μου ήταν πουτάνα και δεν μπορούσα να στηριχτώ σε κάποιον άλλο. Ήταν ο μόνος που μου είχε απομείνει. Όταν ενηλικιώθηκα και το δέρμα μου άρχισε να σκουραίνει από την αποσύνθεση, γνώρισα τη Μυρτώ. Η Μυρτώ ήταν όμορφη και είχε πλεξούδες τα μαλλιά. Τα είχε βαμμένα ροζ και φορούσε μαγικά γυαλιά για να με βλέπει λιγότερο μόνο. Την αγάπησα τη Μυρτώ. Με φιλούσε και έκανε το δέρμα μου ροδαλό και ζεστό. Τα δόντια μου σταμάτησαν να πέφτουν και φύτρωναν νέα πιο γερά. Μπορούσα μάλιστα και να την κοιτάξω χωρίς τα γυαλιά μου. Εκείνη όμως όχι χωρίς τα δικά της. Εκείνη την περίοδο μου ήμουν με τη Μυρτώ, ο πατέρας μου είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη ζωή μου. Εγώ νόμιζα πως δεν με ήθελε πια γιατί τον είχα προδώσει. Όμως τελικά αποδείχθηκε πως εγώ τον έδιωχνα μακριά με την αγάπη μου για τη Μυρτώ. Η Μυρτώ έλεγε πως δεν είναι καιρός για να ζω με τον πατέρα μου. Πως όλα τα παιδιά πρώτα ζουν κι αγαπούν κι έπειτα γίνονται εξαρτημένα από τον πατέρα τους. Εγώ αυτό δεν το 'χα ξανακούσει. Για τη Μυρτώ έγραφα ποιήματα και έπλαθα εικόνες με το μυαλό μου πριν κοιμηθώ, αλλά και κατά τη διάρκεια της μέρας. Εκείνη τα 'λεγε όνειρα. Εγώ απλά εικόνες.

Παράγραφος τολμηρή. Ο πατέρας μου μου έστειλε γράμμα πως ήθελε να γνωρίσει τη Μυρτώ. Από τη γραφή του φαινόταν εκνευρισμένος και ανήσυχος. Είχε αρχίσει να νιώθει πως τον αντικαθιστώ. Κι εγώ το ίδιο ένιωθα, αλλά δε φαντάστηκα πως ήταν κακό. Η Μυρτώ όμως δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Έλεγε "ποτέ". Έλεγε πως εμείς θα ζήσουμε για πάντα. Και πως αν εγώ ήθελα να μείνω μαζί του, εκείνη δεν θα ερχόταν να με βρει. Έλεγε πως ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και να ελευθερώσει τη Ζωή. Ζωή λέγαν τη μητέρα της που ήταν κατάδικη σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Είχε βάλει στόχο ζωής να τη βρει και να την φυγαδεύσει και να τη γνωρίσει σε όλους. Έλεγε πως η μητέρα της έκανε έρωτα με πάθος και πως όλοι την ήθελαν. Ήθελε να την εκθέσει παντού. Τότε κατάλαβα πως δεν ήταν μόνο η δική μου μητέρα πουτάνα. Η Μυρτώ το πήρε πολύ στραβά αυτό και με άφησε. Είπε πως θα φύγει να παλέψει για τους ανθρώπους. Εγώ δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο εκτός από εκείνη. Γιατί όσους γνώριζα ο πατέρας μου είχε τον ενθουσιασμό να τους ελέγξει για μένα. Και τους έπαιρνε μακριά μου. Η Μυρτώ ήταν η μόνη που δεν ενδιαφέρθηκε να του συστηθεί.

Ανάσα για μια σκληρή παράγραφο που φοβάμαι να γράψω. Ο μπαμπάς μού έβαλε λόγια για τη συμπεριφορά της Μυρτούς. Έλεγε πως με απατά και πως ήταν δικαιολογία η στάση της για να φύγει μακριά μου μαζί με τον εραστή της. Εγώ τον εμπιστεύτηκα γιατί ήταν πάντοτε στο πλάι μου. Γι' αυτό και πήγα απ' το σπίτι της ένα βράδυ και την περίμενα στο κεφαλόσκαλο. Όταν πια έφτασε, ήταν αργά τη νύχτα και εκείνη ήταν μεθυσμένη. Η Μυρτώ δεν έπινε ποτέ, όμως είχε τα γονίδια της μητέρας της και συχνά ήταν μεθυσμένη από το πουθενά. Αυτό το είχα ερωτευτεί σε εκείνη, όμως τώρα πια δεν το άντεχα. Την πλησίασα και την χτύπησα στο κεφάλι με ένα ξύλο. Ο πατέρας μου είπε πως η συνάντηση με εκείνη ήταν νίκη αξιοσημείωτη και πως άξιζε να το γιορτάσουμε. Μου το έγραψε σε ένα γράμμα που έλεγε επίσης πως με συγχωρεί για την προδωσία μου απέναντί του και πως ήρθε καιρός ν'ανταμώσουμε και να μου κάνει κι εμένα το τραπέζι. Εγώ αφού είχα χάσει τη Μυρτώ, είχα χάσει ξανά και το χρώμα μου, μαζί με τα δόντια και την όρασή μου.

Παράγραφος. Έβαλα το καλό μου κουστούμι και αγόρασα μερικά γλυκά για να μην πάω στο τραπέζι με άδεια χέρια. Αποφάσισα να μην πάρω το αυτοκίνητο και να περπατήσω μέχρι το σημείο που θα αντάμωνα με τον πατέρα. Στο δρόμο όμως με συνάντησε ένα παλιό πρόσωπο που με είχε προδώσει εξ αρχής και με είχε καταδικάσει να είμαι νεκρός και μόνος. Ήταν η μητέρα μου. Βέβαια ήταν αρκετά διαφορετική από την τελευταία φορά που την είχα δει. Δεν μου φαινόταν καθόλου πουτάνα. Ήταν γλυκιά και πολύ όμορφη. Ήταν πιο όμορφη από τη Μυρτώ μου. Με πλησίασε και πήγε να με αγκαλιάσει, όμως δεν την άφησα γιατί μόνο η Μυρτώ μου ήθελα να με αγκαλιάσει. Μου είπε να φύγω, μου είπε να τρέξω. Μου είπε να αφήσω τον πατέρα μου στη λήθη και να εκπληρώσω το πεπρωμένο που είχα κλέψει από έναν άγγελο και που τώρα πια ήταν δικό μου. Είπε πως όταν σκοτώνεις έναν άγγελο το πεπρωμένο του γίνεται δικό σου. Τη ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο άγγελος και εκείνη έβαλε το χέρι της στην καρδιά μου, εκεί που θα ήταν δηλαδή αν δεν είχε ήδη σαπίσει από καιρό.

Ήθελα πολύ τελικά να σας γράψω ψέματα πως όλα πήγαν καλά για την αληθινή αυτή ιστορία, πως ο άγγελος ήταν η Μυρτώ, που ήταν δηλαδή, και πως η πλέον αποστολή μου θα ήταν να απομυθοποιήσω τον τύραννο πατέρα μου και να τρέξω να ελευθερώσω τη Ζωή. Όμως μετά η μάνα μου μου αποκάλυψε πως εκείνη ήταν η Ζωή τελικά και πως είχε στείλει την Μυρτώ σαν αγγελική της κόρη να τη σώσει από τη φυλακή της και εγώ έβαλα τα γέλια επειδή τόσο καιρό πηδούσα την αδερφή μου. Γι' αυτό και γέλασα όσο πιο δυνατά μπορούσα μες στα μούτρα της, πήρα το σάπιο τομάρι μου με τα γέρικα μου χέρια και τις ρυτίδες και πήρα το πρώτο πλοίο για να φύγω για τα νησιά. Και έμαθα πως ούτε η Ζωή η ίδια η πουτάνα δεν ξέρει το νόημα της ΖΩΗΣ και πως εγώ το βρήκα στις παραλίες που άραζα με τα σκυλιά που γνώρισα και τους ομοφυλόφιλους, όχι στον πόλεμο και τον αγώνα της ψευδαίσθησης. Έπειτα έγραφα άρθρα σε εφημερίδες καταγγέλοντας τη Ζωή ως προπαγανδίστρια και προβοκατόρισσα γιατί παρουσίαζε τον εαυτό της ως το ύψιστο αγαθό που πρέπει να ελευθερωθεί και με έκλεισαν στο τρελοκομείο.

Παράγραφος!!!!!! Αυτό το γράμμα κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει. Και θα τελειώσει ελπιδοφόροα όπως σας υποσχέθηκα. Αν εγώ, ο γιος του Θανάτου, κατάφερα να ζήσω περισσότερο από την ίδια τη Ζωή, τότε φαντάσου τι μπορείς να κάνεις εσύ, πουστόπαιδο.

                                                                                                   Αποφώνηση αιμομικτική,
                                                                                                                    
                                                                                                                            Παντυ.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Θυμάμαι πως δεν ξεχνώ

Όταν είμαι χαρούμενη και ήρεμη δεν γράφω.
Όμως η μικρή συγγραφέας μέσα μου πάντοτε έχει την ανάγκη να υπάρχει.
Και πάντοτε θα υπάρχει.
Και αυτή θεωρώ πως είναι η κρυφή κατάρα κάθε συγγραφέα και ποιητή.
Πως πάντοτε επιστρέφει στη θλίψη.
Όμως τώρα πια δεν φοβάμαι-έχω παλέψει και έχω νικήσει το φόβο.
Είμαι πια συνοδοιπόρος με τους δαίμονες που έχω αποδεχτεί μέσα μου.
Κρατάω τα ινία του εαυτού μου και τους δίνω όση τροφή τους χρειάζεται για να ανασαίνουν.
Δεν θέλω να τους χάσω.
Κάνουν τη θλίψη μου πιο υποφερτή.
Και το φως μου ν'αξίζει όλα τα σκοτάδια του κόσμου.
Τους τρέφω για χάρη της ισορροπίας του μυαλού μου.
Και δεν θα τους απαρνηθώ ποτέ ξανά.
Αν ποτέ έρθουν και με εκτοπίσουν θα είναι επειδή εγώ το επέλεξα.
Αυτό να ξέρετε όσοι με ξέρετε.
Και όσοι με αγαπάτε και με ανέχεστε.
Δεν θα είμαι ποτέ θύμα-γι' αυτό να μη με λυπηθείτε.
Να είστε αυστηροί μαζί μου-γιατί
Αφού βρήκα τέτοιον παράδεισο
Την κόλαση που θα 'ρθει θα την έχω ευχηθεί.
Γι' αυτό να μην σας ξεγελάσω ποτέ!-διότι έχω όμορφο χαμόγελο
Είτε με δαίμονες, είτε με τους αγγέλους μου.
Όσες άγκυρες είχα τις κατέστρεψα.
Δεν αγκυροβολώ μήτε στο μαύρο, μήτε στο λευκό.
Τηλεμεταφέρομαι, χορεύω και γλιστράω.
Είμαι παντού, είμαι εκεί, είμαι εδώ.
Αφήνομαι στην αγάπη-ποτέ ξανά μίσος.
Η αγάπη άλλωστε έχει το πιο αυθεντικό φως μέσα της
Και σκοτάδι μαζί.
Συχνά ονειρεύομαι να αφήνω το σκοτάδι μου και να μένω στην αγάπη
Εκείνη του ήλιου και του λευκού.
Όμως έχω την αίσθηση πως το να 'χω μια θέση για το σκοτάδι μου
Την κρατάει ζωντανή και δυνατή και δεν την επαναπαύει.
Πρέπει να αποδεχτώ όσα είμαι για να την αξίζω.
Δεν με διάλεξε άλλωστε για να μην είμαι εγώ.
Άσε που για να ζήσω στο φως πρέπει να αναγνωρίζω το σκοτάδι.
Διότι αν θέλω να παλέψω να με σώσω πρέπει να ξέρω τον εχθρό μου.
Είναι λοιπόν και σωτήρας και διάβολος ο εαυτός μου.
Και με αυτόν θα πορευτώ μέχρι το τέλος.

Θλίψη και των σκέψεων ταξίδι μου,
Εις το επανιδείν. 

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Όχι πια έρωτες -

Γιατί κανείς δεν αφήνεται πια
Γιατί όλοι οι φίλοι μου έχουν πληγωθεί και δεν εμπιστεύονται πια
Και όσοι δεν είναι φίλοι μου, φοβούνται να γίνουν και τους φοβάμαι και εγώ
Γιατί έχει έρθει κακοκαιρία και δεν θέλουμε να βγαίνουμε έξω
Όχι ότι μας ενοχλεί ο καιρός, δηλαδή, αλλά, να, είναι μια καλή δικαιολογία
Να μείνουμε σπίτι, να λιώσουμε σε μια σειρά που θα μας κάνει να ξεχάσουμε
Να φάμε λίγο σάπιο φαγητό
Να μην ακούσουμε μουσική, γιατί στο ραντεβού με τα συναισθήματά μας δεν πήγαμε ποτέ
Και δεν θέλουμε να ξέρουμε κιόλας
Να ψευτομιλήσουμε με κάποιον στο φέισμπουκ
Να ρωτήσουμε τον κολλητό τι κάνει, πώς είναι, να στείλουμε μια αστεία εικόνα
Να μας πει ε, εδώ μωρέ, καλά
Γιατί όλα συμβαίνουν και είναι και αυτός σκατά
Και να μην λέμε τίποτα ουσιαστικό
Όχι πια έρωτες

Γιατί δεν δίνουμε χρόνο να γνωρίσουμε τον άλλο
Γιατί έχει χαθεί η μαγεία μέσα απ' τα χέρια μας τα παιδικά που μάτωσαν
Και ξεπλένουμε αυτά τα χέρια στους πιο βρώμικους νιπτήρες και περιμένουμε
Να έρθει κάτι όμορφο και μαγικό να μας σκουπίσει τα χέρια
Να έρθει κάτι που θα μείνει αλλά κυρίως
Κάτι που εμείς οι ίδιοι δεν θα θέλουμε να διώξουμε
Ή να φύγουμε μακριά από αυτό, γιατί η αλήθεια είναι
Ότι δεν αντέχουμε και μισούμε
Τον εαυτό μας
Και κάθε φορά που ξανανιώθουμε -επειδή κάποτε νιώσαμε-
Βλέπουμε τον εαυτό μας να πληγώνεται και να θρυμματίζεται ξανά
Μπροστά στα μάτια μας, γι αυτό τα κρατάμε κλειστά
Όταν μας σκουπίζουν τα χέρια
Και δεν βλέπουμε ποτέ πια την αγάπη, απλώς την αφήνουμε να μας σκουπίσει τα χέρια
Και έπειτα ματώνουμε τα δικά της και φεύγουμε
Με καινούρια, ολοκάθαρα χέρια
Και τα ακουμπάμε στους τοίχους μας, στα μαξιλάρια, στα πληκτρολόγια
Και οι τοίχοι πέφτουν, τα μαξιλάρια φουσκώνουν με όνειρα-θεριά
Και τα πληκτρολόγια μας γεμίζουν με αέρα ασφυκτικό
Διοξείδιο του άνθρακα
Και δεν βλέπουμε ότι το αίμα που στάζει πια απ' τα χέρια είναι εκείνης της αγάπης
Τώρα πια
Που μας τα σκούπισε όσο είχαμε τα μάτια μας κλειστά
Και έτσι σκοτώσαμε άλλη μια ηλιαχτίδα, κι έτσι σκοτώνουμε την αγάπη
Και αυτή η αγάπη προσπαθεί να έχει ελπίδα και περιμένει
Κάποιον -όπως κι εμείς περιμέναμε κάποτε- να της σκουπίσει τα χέρια
Και υπόσχεται - υπόσχεται ότι δεν θα πληγώσει όπως πληγώθηκε
Ψάχνει μέσα της την ελπίδα, την γεννάει με όρους δικούς της
Ψάχνει στο σύμπαν και τη μουσική σημάδια να της δείξουν
Πως δεν πέθανε ο έρωτας και η αθωότητα
Και έρχεται η στιγμή που φθάνει κάποιος
Και βρίσκει τον εαυτό της παγωμένο και λειψό
Και δεν του δείχνει τα χέρια - ούτε και εκείνος τα δικά του
Και έτσι μαθαίνουμε σιγά σιγά να είμαστε μαζί χωρίς να κρατάμε χέρια
Να κάνουμε σεξ χωρίς να φιλιόμαστε
Και να βλέπουμε ταινίες χωρίς να είμαστε αγκαλιά
Να περπατάμε στο δρόμο και να κοιτάμε ευθεία - ποτέ τον άλλο δίπλα μας
Και εκείνος επίσης
Και ελπίζουμε και ονειρευόμαστε αυτόν που μας πλήγωσε
Να μην το είχε κάνει ποτέ και να
Στέκεται τώρα δίπλα μας - και ο δίπλα μας αυτό έχει στο μυαλό του
Και είμαστε ο ένας η ψευδαίσθηση του άλλου
Και κάνουμε κύκλους γύρω από το παρελθόν
Και το παρελθόν χαμογελάει και εμείς δεν καταλαβαίνουμε
Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τέτοια χαμόγελα, έχουμε και καιρό να δούμε ποικιλία
Όχι πια έρωτες

Γιατί εκεί που πάω να αφεθώ, γυρνάς πίσω ρε γαμώτο
Και δεν αφήνομαι εν τέλει και έρχομαι στο σημείο που μου 'δωσες κρυφά ραντεβού
Και εσύ δεν εμφανίζεσαι
Και μετά πάλι κενό
Και πάω ξανά να αφεθώ και έρχεσαι πάλι
Και
Πώς να σε πιστέψω;
Μπορεί να είσαι και στο μυαλό μου - δεν πιστεύω κι εμένα δηλαδή
Κι εσύ ρε παιδί μου
Σταμάτα να γυρνάς ή σταμάτα να φεύγεις
Γιατί μου καθαρίζουν κι εμένα τα χέρια και έχω τα μάτια μου κλειστά
Γιατί κοιμάμαι με ανθρώπους στο ίδιο κρεβάτι και τους γυρίζω την πλάτη
Γιατί θέλω να φύγω μπροστά αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω πίσω
Αν είσαι εδώ
Και αμφιβάλλω πάντα αν έχεις φύγει όταν λείπεις
Και όταν είσαι εδώ αμφιβάλλω αν έχεις έρθει
Όχι πια έρωτες - και κυρίως

Γιατί εσύ το ζήτησες - και τι να σου αρνηθώ εγώ μωρό μου;

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Αναζητείται φως

"I never asked you for a sailboat in the yard or
that fancy dress to wear or
a ceiling made of stars
And all I got was just this broken heart from you ."

Αναζητούνται τα άλογα. Να έρθουν και να με πάρουν από εδώ που μπλέχτηκα μόνη μου. Έκανα λάθος που ήθελα να αντέξω χωρίς αυτά. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου. Υπάρχει ακόμα αυτό το παιδί. Έχει πάρει το μάθημά του, σταματήστε να καταδικάζετε. Ή μήπως είναι απλώς τόσο κακομαθημένο που δεν αντέχει ούτε για λίγο την αναμονή; Τα άλογα.. Τι άλλο να αναζητήσω πια στον κόσμο; Τα είχα όλα και ήθελα περισσότερα. Είχα τα άλογα και κυνηγούσα τους λύκους και τα ξωτικά. Έκανα φίλους εκεί ανάμεσα. Ενώθηκα, ταυτίστηκα, βρήκα κομμάτια μου, έχω να λέω απ' όλα αυτά που έμαθα εκεί. Όμως εγώ δεν ανήκω. Δεν ανήκω. Τους προσέγγισα, έμαθα για τη ζωή τους, για τα δάση και τα βουνά τους, τις παλιές ιστορίες τους. Έτρεξα μαζί τους, έγινα ένα με αυτούς, έγινα αρχηγός, τους καθοδήγησα και εξόρισα τον εαυτό μου. Έμαθα να ζω μέχρι και στη δική τους εξορία. Με αγάπησαν, αγάπησα κι εγώ, τους εκτιμώ και μ' εκτιμούν. Οι λύκοι και οι δράκοι και τα ξωτικά μου. Οι γοργόνες και οι νεράιδες, τα παράξενα πουλιά και τα ελεύθερα δέντρα. Και είναι εκεί για εμένα και η θέση μου κι εμένα είναι να είμαι εδώ γι αυτούς. Εδώ, όμως. Στο δικό μου εδώ. Δεν ανήκω εκεί. Ανήκω στα άλογα. Πού είναι;;; Τι είναι αυτή η πόλη; Είναι το χειρότερο δικαστήριο να ξέρω ότι μόνο εγώ έχω φταίξει, ότι δεν υπάρχει θύτης και θύμα σε αυτήν την ιστορία, υπάρχω μόνο εγώ που κινούσα τα νήματα. Είμαι η Έιπριλ και έχω επιστρέψει στα συντρίμμια. Μπορώ να κάνω μάγια, θαύματα, δείτε με. Μπορώ από ένα μικρό φυλλαράκι να γεννήσω ένα δέντρο κι από εκείνο το δέντρο ένα ολόκληρο δάσος. Μπορώ να πιάσω μια σταγόνα βροχής και να ποτίσω όλες τις πεδιάδες του κόσμου. Μπορώ χτίσω βουνά  από μια χούφτα στεγνό χώμα. Γιατί δεν μου δίνετε μια μικρή ηλιαχτίδα να φέρω πίσω τον ήλιο; Το μόνο που ζητάω, το μόνο που έχετε να κάνετε. Μια μικρή ηλιαχτίδα ζητάω από όποιον προσφέρεται. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήρθε η στιγμή που ζητάω κάτι τέτοιο από εσάς. Ποτέ δεν χρειάστηκε να το ζητήσω. Κάποτε μου ήταν τόσο εύκολο να λαμβάνω ηλιαχτίδες, διότι κάποτε ήταν όλοι παιδιά και τις προσέφεραν απλόχερα. Τώρα ο καθένας έχει τα σκοτάδια του και εγώ φοβάμαι τα σκοτάδια των άλλων. Και φοβάμαι όσους δεν είναι παιδιά. Πότε άρχισα εγώ να φοβάμαι; Πού είναι ο ήλιος μου;
Αναζητούνται τα ηλιοτρόπια.. ο ρομαντικός μου παράδεισος. Τα παιχνίδια, ο έρωτας, οι κίτρινοι μικροί μου ήλιοι. Τα έντομα, οι φίλοι μου, το ουράνιο τόξο και οι πετρούλες. Τα έχω εδώ, τα κρατάω όλα σφιχτά στο χέρι μου, αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ να τα δω να υπάρχουν, να γεννιούνται. Να αναγεννηθούν. Και εσύ γιατί μου υποσχέθηκες τόσα πολλά; Δεν ήξερες ότι εγώ πάντα έχω πίστη; Εσύ μου θύμισες την αγάπη που έχω μέσα μου. Το φοβόμουν. Το φοβόμουν ότι όλα αυτά τα κουτάκια που άνοιξα μέσα μου θα με γέμιζαν αγάπη, έρωτα, πάθος, ομορφιά. Και τώρα που κανείς δεν θέλει πια να εισπράξει αγάπη, τώρα που η αθωότητα και ο ρομαντισμός είναι πράγματα που οι άνθρωποι δεν αγαπούν πια, τώρα που το να είσαι παιδί είναι κάτι που δεν μοιάζει με παλιά, είναι ντροπή και ανωριμότητα, τώρα που όλοι αποφεύγουν αυτήν την αθώα αλήθεια του εαυτού τους και τη δική μου, εγώ πώς θα χειριστώ μόνη μου αυτήν την ενέργεια; Είμαι μια μπάλα ενέργειας της αγάπης, του έρωτα, της φιλίας. Και φουσκώνω και συνεχίζω να φουσκώνω και δεν θέλω να εκραγώ, γιατί πιστεύω.. Πιστεύω σε αυτήν την αγάπη και πιστεύω σε αυτούς τους ανθρώπους και πιστεύω σε αυτόν τον κόσμο. Και το μόνο που ζητάω είναι μια ηλιαχτίδα. Και το μόνο που θέλω είναι συγχώρεση από τον καιρό, από τον χρόνο. Δεν έχει υπάρξει στη ζωή μου κάτι πιο τρομακτικό απ' το να προσπαθώ να γυρίσω το χρόνο πίσω, απ' το να ζω στο παρελθόν, απ' το να γύρισα ξαφνικά σε ένα σημείο που με είχα αφήσει. Αλλά έχω αγάπη, αγάπη, δεν φτάνει; Δεν φτάνει; Δεν μπορεί.. εγώ έμαθα από τα άλογα ότι φτάνει και περισσεύει και γεμίζει τα πάντα. Δεν μπορεί να ζείτε λες και δεν φτάνει η αγάπη. Φοβάμαι ότι θα πνιγώ στην αγάπη για τους ανθρώπους. Πόσο μάλλον για τους φίλους και τους έρωτες και τα άλογα. Θέλω απλώς ένα χέρι να διαπεράσω λίγο από το φως που έχω μέσα μου. Κι έπειτα ένα άλλο χέρι. Κι ένα άλλο.
Είμαι εδώ, εδώ. Στα ηλιοτρόπια, εδώ που βρισκόμουν παιδί. Και ξεφύλλιζα τα πέταλα και βρήκα ξανά όλα τα όνειρα που κάνατε μικροί. Είναι ακόμα εδώ, μα τα βλέπω τώρα. Μην με αφήσετε μόνη με αυτήν μου την κατάρα.
Τι άλλο να κάνω σε αυτήν την πόλη εάν δεν έχω τα άλογα;

Release me.