Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

"And she knows that the lights will be there for her"

Η αλλαγή θα 'ναι πάντοτε η παντοτινή κι η πιο έμπιστή μου σύντροφος. Εξαιρετική. Αισθάνομαι ανέμελη και μόνο που κατέληξα να γράφω επιτέλους στο πρώτο πρόσωπο. Δεν ήταν δύσκολη η διαδρομή από το τρίτο στο δεύτερο, απ' το δεύτερο στο πρώτο κι απ' τον πληθυντικό στον ενικό. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν, άλλα μόνο εγώ ξέρω. Εγώ. Μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος. Μου αρέσουν οι βρώμικοι τοίχοι. Μου αρέσει η βρώμικη μουσική. Μου αρέσουν τα βρώμικα λόγια, τα βρώμικα αγγίγματα, οι βρώμικες επιλογές. Ναι, κι οι βρώμικοι άνθρωποι. Απλώς, εγώ, θέλω να είμαι και θα είμαι πάντοτε καθαρή. 

She washes all the young blood from her hands in the sink

Αλλαγή κι αποδοχή. Αλλαγή κι αποδοχή. Αποδοχή κι αλλαγή. Κι αποδοχή. Ίσως να κάνω κύκλους τελικά. Αποδέχομαι τον εαυτό μου. Αλλάζω. Αποδέχομαι την αλλαγή μου. Αποδέχομαι τον εαυτό μου. Αλλάζω. Κάθε φορά κάνω πελώρια και σταθερά βήματα, προσεγμένα, όμως με μια ασταθή και αδέξια ρύθμιση, βαθμίδα, τακτική. Και στο τέλος, πάντοτε έχω επιλέξει σωστά, διότι αγαπώ τη ζωή και αγαπώ και το θάνατο και αγαπώ τη ζωή μου και πιθανότατα να αγαπήσω και το θάνατό μου. End of an Era. End of an Era. Ξανά και ξανά. Και τους βρίσκω πάντοτε-μ'άλλα πρόσωπα.

and she knows that the lights will be there for her

Κι όταν τους βρω, θα τους ξεσκίσω. Θα τους γλείψω έναν έναν και θα τους καθαρίσω από κάθε δική τους αμαρτία, κάθε δικό τους αδίκημα, κάθε κουσούρι και κάθε αρετή, θα τα ρουφήξω, πόσο αγαπώ να το κάνω αυτό. Και δεν θα τους αγγίξω, θα περπατήσω παράλληλα, θα βαδίσω. Και θα 'μαι θεατής, παρατηρητής. Στις συναυλίες, στους χορούς, στα μπαρ, στα σαλόνια. Και στις τουαλέτες. Άλλωστε, εγώ δεν διψώ για τους ίδιους, εγώ διψώ για τις αιμάτινες σταγόνες που θα στάζουν απ' τους λοβούς τους και θα 'μαι σε ετοιμότητα.

breaks down the bodies to dark subtle ink

Και μετά ξανά. Η πτώση. Η απειροελάχιστη ύπουλη κι ανυπόφορη στιγμή όπου θα ήθελα να άγγιζα κι όχι να βάδιζα παράλληλα. Μια μικρή καμπύλη. Η απόσταση. Η ανακοπή. Η αποστροφή. Οι πιο γρήγορες ανάσες και μια εύθραυστη καινούρια πάντα πληγωμένη Κολομπίνα. Πόσο τη λατρεύω. Ειδικά εκείνες τις στιγμές που το μοναδικό που της έχει μείνει απ' όλους αυτούς τους παλιάτσους που αλλάζουν πρόσωπα είναι η πένα η δική της και κάτι πένες δικές τους που γλίστρησαν απ' τις κιθάρες. Και ανασαίνει μέσα απ' αυτά. Εκμετάλλευση.

and she scrawls on the parchments that hang in the air.

Τα υπόλοιπα

She rides a horse over stones in the night
and she closes her eyes and lets go off the reins
she knows the radios run through the night
and she knows that the lights leave the prettiest stains
She builds a shrine and a typing machine
and she curls up to write down her tales from the black
prays for a soft breeze and cool gentle rain
and she prays for the bodies that rise slowly back

μου αρκούν να τα γνωρίζω εγώ.


Shame on you. You lighted on your life on yourself, maybe.
(I love what you've done, girl, but still, shame on you!)

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Όνειρο (IV)

Λευκές καμπύλες αφρίζουν γύρω απ' το θερμό μου τρέμουλο
προσωπεία θανατηφόρα, ανεξέλεγκτα, Εωσφορικά
καβαλούν τα γαλανά θεριά κι ακολουθούν τις κραυγές π'αφήνουν
ανάμεσα στους κατάλευκους θεόρατους Θεούς που με γυροφέρνουν.
Είμαι στη μέση της τελετής-και κάτι με κάνει να αισθάνομαι
ότι είμαι εγώ η ίδια η Τελετή-
πεντακάθαρη, λευκή, οι κόρες των ματιών μου υπέκυψαν
στην καθαρότητα του ονείρου
και την αγανακτισμένη κατηγορία των στοιχειών που μάχονται γύρω μου
να δραπετεύσουν το ένα απ' το άλλο σαν να κάνουν έρωτα πνιγμένα
σ'έναν βρώμικο και βίαιο ρομαντισμό
καταπίνω μία προς μία τις αλληγορικές μου σκέψεις
και δηλητηριάζω σατιρικά το στομάχι για να σώσω το μυαλό μου
μα το αισθάνομαι ακούσιο και σαν προφητεία
διότι δεν θα βγω από αυτό το σκηνικό δίχως άλλη μια θυσία
δική μου και για μένα, κι από εμένα προς εμένα και μ'αυτές
τις μάσκες χωρίς χρώμα που δε θυμίζουν καρναβάλι
και τα κοσμήματα τα χαραγμένα με αριθμούς που δεν
μοιάζουν να έχουν ψηφία-καθρέφτες γνώριμοι
σε γωνίες του δικού μου χάρτινου τσίρκου
όπου στεγάζω το αρωματισμένο μου κορμί και κομμάτια των ζωών των άλλων.
Κρατιέμαι μονάχα απ' τη γύμνια μου κι αυτή
είναι η μοναδική μου τυχούσα σωτηρία
η ηλιόλουστη κι αιμάτινη παραπλανητική μου φύσις, δεν κρατιέμαι να μην το πω
μα η γύμνια των αισθημάτων μου θα 'ταν το Διαβολικό μου τέλος
η δική μου ξεχωριστή κι αιμοβόρα Πόλις, η άτεγκτη Ευθανασία
κι αδυνατώ να πληγώσω το Σύστημα
και το Σύμπαν-θα το βρεις το πρώτο εάν κοιτάξεις ψηλά
και το δεύτερο ευθεία.
Κάτι με βαραίνει ολοκάθαρα μα τα χέρια μου είναι ολόλευκα, καθαρά κι άδεια
κι η πλάτη μου ίσια, δεν κουβαλώ τη Ζωή μου
αυτή τη μοναδική τυχαία φορά
δεν έχει Ζωή εδώ που ακουμπώ-συχνότητες
στ'αυτιά μου φτάνει διαπεραστική η σιγή των κραυγών τους
ουρλιάζουν κι ακούω τις ανάσες τους έγχρωμες να σπαρταρούν
και να καίνε, να στάζουν και να λιώνουν οι ίδιες απ' τη θέρμη τους
η σιωπή τους δεν με φτάνει, μα η ηχώ της μου τρυπάει το κεφάλι
μου σαπίζει τα αυτιά, ζαλίζει τους κατάλευκούς μου βόλους.
Τα ολόλευκα θεριά ακουμπούν τους στεγνούς λαιμούς τους μεταξύ τους
ένας προς έναν, ξωτικά του Διαβόλου χωρίς μορφή
χρώματα δίχως απόχρωση και αριθμοί
χωρίς ψηφία, αποπνικτική καθαρότητα.
Χωρίζονται σε ζευγάρια μ'ακουμπισμένους τους λαιμούς
και τα προσωπεία τους σιγά σιγά γίνονται ένα, διακρίνω τις φλέβες του καθενός
ξεχωριστά να ενώνονται με εκείνες του παρτενέρ τους, ναι
χωρίζονται σε ζευγάρια κι είναι έτοιμα να χορέψουν το κατακόκκινο τάνγκο
μπροστά στα μάτια, στα δάχτυλα και την κρύα μου ανάσα, καίγομαι.
Οι φλέβες τους εκρήγνυνται και σκάνε απάνω στην γυμνή μου αλήθεια
κατακάθονται στις αρετές μου και κρύβονται
στα μυστικά μου καταφύγια, αισθάνομαι τα παιδικά μου φυλαχτά να λιώνουν
και να κατακαίνε ό,τι έχει απομείνει απ' την αγνότητα
τη νεότητα
την αθωότητα
και τη ροκανισμένη μου λευκή δύναμη.
Σκάνε, τρυπάνε τους λαιμούς τους και βγαίνουν έξω
εισχωρούν η μια μέσα σ'εκείνη του παντοτινού τους παρτενέρ
και ρουφούν με μανία η μια τις πορφυρές συχνότητες της άλλης
ο ρυθμός τους καταπίνει το λευκό σιγά σιγά κι εγώ τρέμω
ανάμεσα στα θεόρατα στοιχειά με τα διάφανα προσωπεία
και τους οικείους μου καθρέφτες για κοσμήματα
καθώς εκείνοι μεταμορφώνονται σε ερυθρά ψηλόλιγνα δέντρα
με κατακόκκινους κορμούς, στοιχειωμένα από εβένινα αστραφτερά
και μυτερά φύλλα.
Το σκηνικό τώρα πια είναι το δάσος κι εγώ
βρίσκομαι κατάλευκη μες στις μυστήριες μελωδίες του Ερέβους
κι ο Διάβολος μαζί με τον Θεό μου 'χουν ράψει και μ'έχουν τυλίξει
μ'ένα αιμάτινο κι υγρό φόρεμα κάποιας νεκρής Λαίδης
-αισθάνομαι το πένθος να με κατακλύζει, πενθώ για την άγνωστη Κυρά
εκείνη την παγιδευμένη σε μιαν άρρωστη εποχή που μοιάζει
ν'απέχει δυο αιώνες απ' τη δική μου, ποια είναι; ποια είναι;-
Τρύπιο κεφάλι, χάλκινες μπούκλες, πεντακάθαρο βιασμένο δέρμα
βαδίζω προς το δάσος που είναι έτοιμο να με καταπιεί
παγιδευμένη στο ερυθρό μου ύφασμα-μ'αυτό η Ειμαρμένη
έμελλε να πενθήσει για 'μένα-και με σφίγγει
όλο και περισσότερο καθώς αφήνω τα βαριά μου ίχνη
προς το δάσος, υγραίνει το κορμί μου με την αιμάτινη πίσσα
τα απομεινάρια της καταδικασμένης Λαίδης, είμαι πλούσια τώρα, αχ
πώς να μην σκάω χαμόγελα στο σκότος, το Έρεβος
φοράει ένα γνώριμο προσωπείο κι αισθάνομαι ξανά γυμνή, κρυώνω
μα ακόμη με τυλίγει η υγρότητα του υφάσματος της Κυράς!
Γιατί κρυώνω; Δεν κουνάει φύλλο-και τότε
τα εβένινα αστραφτερά και μυτερά
χαραγμένα με φιλιά και σημάδια της Σιγής των δέντρων, των θεριών μου
κράζουν και πετούν με τα στιλπνά τους μάτια μακριά απ' τα κλαδιά
και πετούν κι έρχονται καταπάνω μου
σαν αρπακτικά που κυνηγούν τη λεία τους, τ'αντιλαμβάνομαι
κι αρχίζω να τρέχω, μα το ύφασμα μ'αγκαλιάζει μ'ευλάβεια
με τυλίγει μητρικό και μου δίνει φιλιά τρεμάμενα στο μέτωπο
καλύπτει το πρόσωπό μου με το ερυθρό πέπλο
-μα, πράγματι κάτι με βαραίνει ακόμη-και βάζω
τα αγνά μου χέρια στο πρόσωπο, με καλύπτουν τα κατάμαυρα γάντια της Λαίδης
και τα λούζω με τα κατάλευκά μου δάκρυα-πώς να κρυφτώ πια από
την παγερή και διαβολική μου καθαρότητα;
Μα, πώς;! Πώς είναι δυνατόν να κρυφτώ
κι απ' τη φύση του Χαμομηλιού μου, πώς να το αφήσω
να χαθεί, πώς να το πνίξω με το Σύστημα που το κατέχει;
Πώς να αρνηθώ το Σύμπαν, που ενώ χάιδευα τα ροδαλά μάγουλα
αισθανόμουν απάνω στα μπούτια μου βαριά και δηλητηριώδη
δυο κρύα ηλεκτροφόρα όμοια με τούτα χέρια;
Μα, δεν είναι δικά μου, δεν μπορεί! Είμαι βεβαία πως αγκαλιάζω τα μάτια μου!
Αισθάνομαι τη ζεστασιά του φορέματος να ξεψυχάει απάνω μου
τα άκρα μου παγώνουν! Τα χέρια ζωντανεύουν, δεν είναι δικά μου, είναι
κατάλευκα, αλλά δεν είναι δικά μου, είναι και
λιγνά και με ροκανισμένο βερνίκι αιμάτινο αλλά δεν είναι δικά μου!
Τα αισθάνομαι βαριά, σαλεύουν, ορθώνονται στο ύψος των κρυμμένων μου ματιών
και κοφτά, απότομα, μ'αποκομμένες κινήσεις
τυλίγουν το τρύπιο μου κεφάλι κι αφήνουν χαραγμένα σημάδια και
φιλιά, σαν κόσμημα αρχαίο, απάνω στο πρόσωπό μου
έως ότου εκείνο πάρει τη μορφή ενός γνώριμου προσωπείου, μα δεν είναι!
Πετάγονται και τ'αστραφτερά εβένινα πουλιά απάνω μου κι απάνω
στη σαπισμένη Λαίδη που κουβαλώ αδίκως
εκείνη, η Μητέρα, με φιλά ξανά στο μέτωπο, διότι όλα φτάνουν στο τέλος
και πρέπει να ησυχάσω, να μην σπαρταρώ, να μην κραυγάζω-με φιλά
και μ'αφήνει εκεί να ξεψυχήσω απ' την οργή των αρπακτικών
απ' τα λυτρωτικά καθάρια χάδια
και τα θεραπευτικά και γεμάτα δηλητήριο
φιλιά.