Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Στ'ακροδάχτυλα, στα βλέφαρα, άλικες σχισμές

          Κρατούσε το βιβλίο σφιχτά αγγίζοντας τις άκριες μονάχα με τ'ακροδάχτυλά της. Απάνω στο θρανίο υπήρχε ένα ημερολόγιο του 2014 από το Πειραματικό Λύκειο, μια κασετίνα μαύρη με κάτι αλλόκοτα σύμβολα σχηματισμένα με μπλάνκο, ένα μολύβι γαλλικό ροζ και πράσινο με απαλή μύτη και άλλο ένα βιβλίο-όχι του ποιητή που κρατούσε στα χέρια της, ένα του Oscar Wilde. Δε θυμάμαι ποιο. Ήταν ξεκάθαρες οι χαρακιές μες στο κεφάλι της που άφησε η χθεσινή νύχτα, η οποία στροβιλιζόταν επιδεικτικά γύρω απ' το σώμα της κι έπλαθε φιγούρες στην ατμόσφαιρα που την έκαναν να μην δύναται να τη βγάλει απ' το μυαλό της.
          Οι χθεσινοβραδινές στιγμές την είχαν ζαλίσει και παραλύσει. Ένιωθε τα κόκαλα του κορμιού της ένα ένα να θρυμματίζονται, να σπάνε και ο ήχος που έκαναν καθώς κατέρρεαν έκανε τη μύτη της να τσούζει και μες στα αυτιά της αισθανόταν την ηχώ της οδύνης. Το σώμα της ήταν πιο νέο, πιο παιδικό και πιο διαλυμένο, θρυμματισμένο από ποτέ. Τα πόδια της δεν μπορούσαν να την κρατήσουν στο αληθινό της ύψος και το κεφάλι της δημιουργούσε κύματα παραληρήματος πού και πού που τη χτυπούσαν κατευθείαν και την έριχναν και λίγο πιο κάτω. Το κουδούνι χτύπησε.
          Εκείνος ο ήχος έμοιαζε να κατευθύνεται απότομα και απειλητικά προς τις ρωγμές που είχε στο λαιμό της. Ρωγμές που δεν είχε κάνει η ίδια μα και κανείς άλλος, ρωγμές που, ακόμη και τα μαλλιά της να σήκωνες, αν σ'άφηνε-δε θα σ'άφηνε-δε θα διέκρινες. Η πληρωμή ήταν αυτή, για την δυνητικά καταστροφική ζωή της. Για ένα φταίξιμο που δεν ανήκε σε κανένα, εν τέλει. Το βιβλίο είχε αρχίσει να βράζει μες στ'ακροδάχτυλά της, τα κατάλευκα, με τα νύχια τα ξεφτισμένα. Ξεφτισμένα χρώματα, σαν εκείνα της τηλεόρασης στο σαλόνι κάποιου σπιτιού που πάλι δεν της ανήκε. Θα 'θελε να 'χει ένα σπίτι να της ανήκει και να 'ναι μόνο δικό της, κάπου να ακουμπάει το κορμί της κάθε δεύτερο ξημέρωμα.
          Οι εξαθλιωμένοι παλιάτσοι της ημέρας είχαν ήδη πλημμυρίζει την αίθουσα με τα εξαναγκασμένα, σκουριασμένα τους χαμόγελα-ήταν ολοκάθαρος και δίχως ίχνος γαλήνης ο τσιριχτός αγανακτισμένος ήχος, το τρίξιμο κι η στριγκλιά που έβγαζαν οι νεανικές τους ρυτίδες σε κάθε αλλαγή έκφρασης του προσώπου τους. Περίλυπα χαχανητά που βάραιναν απευθείας μόλις έβγαιναν απ' τα κιτρινισμένα τους δόντια κι έπεφταν στο πάτωμα σαν να ζύγιζαν τόνους κι ο κρότος τους συνοδευόταν απ' τα τριξίματα των αγκώνων τους που κινούνταν απαθή. Περιδεής η ελευθερία τους, τα κλειδιά τους-και βάζω το χέρι μου στο νερό γι'αυτή την αλήθεια-τα 'χουν κλειδωμένα κι εκείνα σ'ένα κελί κάτω απ' το μαξιλάρι του κρεβατιού τους. Και μες στο δωμάτιο διεισδύει μια αχτίδα φωτός μισομουχλιασμένης λάμπας μονάχα μες απ' την κλειδαρότρυπα-η απόδειξη της υπόστασης του ήλιου για 'κείνους.
          Η τάξη μπήκε σε τάξη-το χάος το δικό της θα 'λεγαν πως όχι, μα το ίδιο ήταν η τάξη της, η ολοδική της τάξη. Τα χαχανητά ίσως να έπαψαν, ωστόσο οι ανάσες τους συνέχισαν να σκοντάφτουν ασίγαστα απάνω στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της ανίας και να πέφτουν, αυτή τη φορά, με ύψιστη ταχύτητα απάνω στα τρυπημένα τους παντελόνια με τα μπαλώματα-μα ήταν γυμνοί. Μπορούσε να διακρίνει με ευκολία τις ξεχασμένες βελόνες που διαπερνούσαν το δέρμα τους και κρατούσαν τα παντελόνια στο ύψος το δικό τους. Το βιβλίο της είχε αρχίσει να στάζει σιγά σιγά κόκκινο κρασί, μισοφαγωμένα σάντουιτς και το βερνίκι που κολλούσε στα δόντια της κάθε που ροκάνιζε τα νύχτια της. Ένιωθε το σώμα της να παραδίδεται στο αληθές.
          Τα λιγνά της πόδια έτρεμαν κι ο ήχος τους τάραξε τη ροή της απραξίας, της αδρανούς κακομεταχείρισης των αυθεντικών στην τάξη. Υψώθηκαν τα βλέμματα ως τις πυρόξανθες μπούκλες της, το βλέμμα της το 'χαν ρουφήξει μέσα τους με επιείκεια και ένα αίσθημα υπερπροστασίας-μα ακόμη μπορούσαν να αισθανθούν τους σχισμένους της βόλους, με τα ερυθρά τους ποτάμια και τις διακλαδώσεις, να γρατζουνούν με υγρότητα τα στήθη τους-πέτρες κοφτερές της καθημερινότητας που ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να τους προσφέρει. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι ως τα ματωμένα της γόνατα που είχαν πρηστεί απ' το περπάτημα-δεν είχε ποτέ της φτερά κι έτσι τη διαδρομή κολάσεως και παραδείσου την έκανε πάντοτε με το βάδισμα. Διπλώθηκε έτσι σαν γέρικο δέντρο που 'χει λυγίσει με τα χρόνια ο άνεμος, μα οι κινήσεις οι δικές της ήταν σπασμωδικές κι απειλητικές, σαν σκελετός που σπάει στα δυο.
          Την επόμενη ακριβώς στιγμή, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και είχαν μια πηχτή αίσθηση, σαν λουσμένα στο παιδικό της γάλα. Ήταν βαριά κι είχαν σκουρύνει ιδιόμορφα, ενώ μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς, καλοσχηματισμένες πορτοκαλιές μπούκλες στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ξεπετάγονταν στεγνές κι επιβλητικές μέσα απ' το καστανό της σκότος. Το βιβλίο τ'ακούμπησε στα μπούτια της κι απ' τους παλιάτσους μπορούσε πλέον να φτάσει στ' αυτιά της μονάχα μια παραλλαγμένη υφή των χροιών τους, μια αλλοιωμένη ηχώ που θύμιζε παράπονο μωρού παιδιού ή και γριάς κυρίας. Την κοίταξαν για μια στιγμή κι έπειτα συνέχισαν την παράδοση-όχι του μαθήματος, του εαυτού τους του ίδιου-ενώ απ' τα χείλη τους έπεφταν με βία στο έδαφος ξανά οι λέξεις κι οι ανάσες τους συνάμα.
          Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μόλις τα κεφάλια ξαναγύρισαν πίσω στο προσκύνημα της επίσημα ανιαρής εξαθλίωσής τους, το στήθος της έμοιαζε να το ποδοπατούν χιλιάδες μικροσκοπικά ανθρωπάκια και να το υποσκάπτουν με βιάση και αναστάτωση, με βιάση. Όλα είχαν τα πρόσωπά τους, τα πρόσωπα εκείνων των παλιάτσων, ορισμένα έφεραν και δεύτερο κεφάλι μα λιγότερα δάχτυλα στα χέρια, ενώ το χρώμα του δέρματός τους μεταβαλλόταν διαρκώς και τρεμόπαιζε σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου και δεν έμενε σταθερό ούτε ένα δευτερόλεπτο. Οι λέξεις κι οι ανάσες τώρα απ' τα χείλη των παλιάτσων, στους οποίους βαθιά, κατάβαθα, είχε εναποθέσει τις τελευταίες τις ελπίδες, έπεφταν μουχλιασμένες σαν σκόνη στο πάτωμα και δημιουργούσαν λόφους με αμμώδη υφή, πορφυρούς.
          Ξεκάθαρα, στα μάτια της, τα οποία δεν έπαυαν να κινούνται σπασμωδικά πέρα κείθε σαν το μικρό δείκτη δαιμονισμένου ρολογιού, η σκόνη έλιωνε απειλητικά, μα και με μια αίσθηση απελευθέρωσης, και κάθε της κόκκος έπαιρνε τη μορφή μιας μικροσκοπικής, απειροελάχιστης αιμάτινης σταγόνας. Τα μάτια της δεν γούρλωσαν ούτε στιγμή, μοχθούσε ωστόσο να τα κρατήσει ανοιχτά, μα τα βλέφαρά της τη βάραιναν με βία. Δεν πέρασε αρκετή ώρα μέχρι ολόκληρη η αίθουσα να πλημμυρίσει με την αιμάτινη λίμνη που πήγαζε απ' τις συσκοτισμένες και πνιγμένες στο ανιαρό μένος και την λαγνεία που πρόσφεραν στους εαυτούς τους με τόκο λέξεις κι ανάσες των γελοτοποιών που δεν έβαφαν πλέον ούτε το πρόσωπό τους. Η ψευτιά είχε αποτυπωθεί κι είχε ριζώσει στις ρυτίδες τους, δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν.
          Εκείνη, αγκαλιασμένη με τον γαληνεμένο της φόβο-μια συνήθεια έγινε και τούτος εδώ-μοχθούσε να μείνει ξύπνια έως ότου να τραβήξει την προσοχή τους και να τους δείξει το δρόμο για την έξοδο απ' αυτή την σχιζοειδή πλάνη, απ' αυτό το φρενοβλαβικό δωμάτιο. Ξάφνου, κατορθώνοντας να υψώσει ελάχιστα το κεφάλι της και να δει μες απ' τις σχισμές των μαλλιών της που κάλυπταν τα μάτια της, παρατήρησε τα κεφάλια των συμμετεχόντων του τσίρκου της τάξης και διέκρινε ξεκάθαρα ένα επιβλητικό κι αποκομμένο από καθετί άλλο κενό ανάμεσα στους ώμους και τα κρανία τους. Σάμπως κάποιος είχε αφαιρέσει μια μικρή, ασήμαντη ίσως, λεπτομέρεια απ' την εικόνα των βολβών της, τα κρανία τους αιωρούνταν απάνω απ' τους ώμους τους κι οι λαιμοί τους έμοιαζαν να 'χαν ξεριζωθεί. Άρχισε να γελάει επιδεικτικά, χλευαστικά.
          Ήταν ξεκάθαρο για 'κείνη αυτό που είχε συμβεί εκεί μέσα, ήταν ξεκάθαρο κι αυτό που συνέβαινε πάντα. Δεν υπάρχουν παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Μπορούσε να τους δει ξεκάθαρα και δίχως εκείνη τη λεπτομέρεια που τους αφαιρούσε και την έκφραση των βλεμμάτων και των χειλιών τους. Δεν υπάρχει παζλ, δεν υπάρχουν κομμάτια που ενώνονται. Εκείνη ήταν πάντοτε κομμάτια πολλά ακανόνιστου σχήματος που δεν κολλούσαν μεταξύ τους, δεν ενώνονταν και δεν εναρμονίζονταν ποτέ. Κι αυτή ήταν η ισχυρότερη κι η πιο σχολαστική της αρμονία. Η τρέλα είχε αρχίσει να ροκανίζει τ' αυτιά της και ένιωθε κάτι να βουίζει μες στο δικό της το βασανιστικό της το μυαλό. Τα βλέφαρά της βάραιναν όλο και περισσότερο, ζύγιζαν τόνους κι εκείνα και, στην επόμενη στιγμή, ήταν σίγουρη πως θα 'χαν καταρρεύσει στο πορφυρό υγρό έδαφος και θα 'χαν γίνει χυλός. Αλλά όχι, θα την έπαιρναν μαζί τους και δεν το 'θελε με τίποτε, εκείνη δε θα συμμετείχε ποτέ στη λίμνη τη δική τους.
          Δίχως να το σκεφτεί-μα το είχε σκεφτεί μες σε κλάσματα δευτερολέπτου, απλώς δεν προλάβαινε να αντιληφθεί τις σκέψεις της πριν γίνουν πράξεις-έπιασε το γαλλικό ροζ με πράσινο μολύβι με την απαλή μύτη και το κάρφωσε στο ένα της βλέφαρο που 'χε αρχίσει να υποκύπτει. Η μύτη του μολυβιού ήταν τραχιά και πιο σκληρή κι επιβλητική από ποτέ. Το αίμα της έσταζε απάνω στα πληγωμένα της γόνατα, δεν την ένοιαξε, δεν ξεχώριζε άλλωστε, το αίμα της είχε το ίδιο χρώμα σ' όλα τα μέρη του σώματός της. Το αίμα της. Το 'σχισε και το πέταξε με μανία στο αιμάτινο έδαφος, στην υγρή σκόνη. Το ίδιο έπραξε και στ'άλλο της βλέφαρο. Κοίταξε με τις άλικες σχισμές της προς τα πάνω, ενώ γευόταν τη μαγευτική ευωδιά που έσταζε ως τη μύτη της και την ηδονική γεύση που κυλούσε ερωτικά απάνω στα χείλη της.
          Το κουδούνι χτύπησε κι οι λαιμοί επανήλθαν. Το βιβλίο ήταν ακόμη στη βιβλιοθήκη του δωματίου της και όλοι μαζεύτηκαν γύρω της, άθικτη και φρεσκολουσμένη απ' τη βροχή καθώς ήταν, κι απορούσαν μεταξύ τους για το καρφωμένο της βλέμμα απάνω στ'αδειανά της χέρια που τα διαπερνούσε και έπεφτε απάνω στο στεγνό έδαφος. Στ'ακροδάχτυλά της υπήρχαν σχισμές αμυδρά επουλωμένες, μα εκείνοι απλώς χαχάνισαν με την αφηρημάδα της και την αλλόκοτη στάση της κι επανήλθαν με τις σκουριασμένες τους κινήσεις πίσω στους κλειδωμένους τους εαυτούς. Και τα χαχανητά τους άγγιξαν εκκωφαντικά το έδαφος. Σιωπή.
          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου