Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Ηρώ

           
               Νυχτώνει το βλέμμα της κάθε που κολλάνε απάνω της τα ρούχα απ' τη ζάλη
πλαγιασμένη στις μαρμάρινες αρετές των πενιχρών σιλουέτων
που γυροφέρνουν το κορμί της, ψιθυρίζουν μελωδίες και χαχανητά
με αλκοολούχες νότες· κι εκείνη αδιαφορεί και με τα χείλη της που μπλαβίζουν
ρίχνει χαστούκια στους εφήμερους παλιάτσους του ερέβους.
Ανασηκώνει τα μουστάκια σπασμωδικά με χάρη αποχαιρετιστήρια
και τους χαϊδεύει τις μουσούδες με την εξαίσια της ουρά
καθώς το χρώμα τ' ουρανού προσκολλήθηκε απάνω στο κορμί της
αυτή την ατέρμονη νυχτερινή γιορτή των πεινασμένων
ζαρκαδιών που της δείχνουν τα δόντια με λαχτάρα να την κερδίσουν
κι εκείνη τους τα σημαδεύει με τα νύχια και ματώνουν στο χρώμα των βολβών της·
Κι εκείνος την αγγίζει στα βρεγμένα της πόδια περιμένοντας
να φιλήσει με τα μάτια του τα νύχια της τα υγρά
που πατούν σε νερά βρόμικα και ερυθρά που έχουν πήξει
κι έχουν αφήσει πιτσιλιές πορφυρής βροχής καρφιτσωμένες στους πίνακες
που αγναντεύουν τ'άστρα και τον Κρόνο τα πρωινά που δεν ξημέρωσαν·
Μπήγει τα νύχια της και χαράζει ράγες απάνω στα χέρια του
ν'ανοίξει δρόμους να ταξιδέψει ως τις αγαλμάτινες σχισμές στο λαιμό του
μα δεν θα φύγουν τα τρένα αυτό το βράδυ.
Ρουφάει μέσα της τα νύχια, ακουμπάει την αιλουροειδή της πλάτη στη δική του
τραβάει το χέρι του, ακούγεται η στριγκλιά του βουβή κι αθόρυβη στ' αυτιά της
κι αρχίζει να ταράζει με μανία και λαγνεία τις χορδές
που μέσα τους κυκλοφορεί το αίμα που στερήθηκε η ίδια
κι ελευθερώνει το μουσικό θεριό που τη στοίχειωνε τα πρωινά που δεν ξημέρωναν
και τα περνούσε πετώντας τους πίνακες στον τοίχο
κι υπνοβατώντας στους πόθους δορυφόρων·
Ακόμη θα τη δεις στα κεραμίδια στην Πανσέληνο να γουργουρίζει
και να γρυλίζει ως κανένας λύκος δεν ούρλιαξε ποτέ του,
έχοντας για προσκεφάλι τη χημική ουσία απ' το κορμί το δικό του·

2 σχόλια: