Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η Ζωή φταίει



Ε, δείτε τις ξέρω γω. Το πλοίο φεύγει και τις αφήνει πίσω στο λιμάνι. Κι ωστόσο, εκείνες είναι που σαλπάρουν σήμερα και σχίζουν τα κύματα της θάλασσας στα δυο. Σηκώνουν τα χέρια, και τα δυο χέρια, οι βαλίτσες πέφτουν απότομα στο βρεγμένο πάτωμα. Είχε βρέξει την προηγούμενη νύχτα. Αυτό ήταν το πλοίο που θα τις έπαιρνε μαζί του, το πλοίο όπου βρίσκονται όλοι οι υπόλοιποι ανιαροί που θα 'ταν οι συνταξιδιώτες τους. Μα δεν είναι αυτό το πλοίο τους. Και σίγουρα δεν είναι αυτοί οι στόκοι οι συνοδοιπόροι τους. Σηκώνουν τα χέρια ψηλά, λοιπόν, και τους μουτζώνουν, αντίο, αντίο σας, καλό σας ταξίδι, ψοφήστε!



Α, να τες, λοιπόν. Καταναλώνουν τους εαυτούς τους και ζουν όπως τους κατέβει, όπως τύχει, όπως κάτσει, ρε παιδί μου. Πίνουν και καπνίζουν και χορεύουν. Η μια τραγουδάει κι η άλλη αγγίζει τους περαστικούς κλεφτά και προσέχοντας να μην την πάρουν χαμπάρι. And baby, and baby, remember, remember.. It's my life and I'll do what I want, it's my mind and I'll think what I want.. Show me I'm wrong, hurt me sometime, but some day I'll treat you real fine! 
Η πόλη δεν έμοιαζε ποτέ τόσο ξένη και τόσο συναρπαστική. Το Ηράκλειο δεν ήταν ποτέ τόσο ενδιαφέρον, τόσο μαγευτικό, τόσο μυστηριώδες και αδιανόητο. Απίστευτα φώτα και άγνωστα σοκάκια, ε, κάτι θύμιζαν, κάτι πόθους και κάτι βόλτες, όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Και τα χρώματα και οι τοίχοι και τα μπαρ. Και τα συνθήματα στις πλατείες. Ξένες πολιτείες, αδέσποτοι σκύλοι, αδέσποτες κι εκείνες. Ξέχασαν πού είχαν πει πως θα μείνουν απόψε, ξέχασαν ποιος θα τις περίμενε εκείνη τη νύχτα, ας είναι.



Ε, ξημερώνει. Μπα, δεν ξημερώνει. Εκεί που βρίσκονται δεν ξημερώνει ποτέ, δεν ανατέλλει ο ήλιος. Το πλοίο όπου να 'ναι θα φτάσει, θα ξεράσει την ανία που το βαραίνει, τις βόλτες στα βαρετά μουσεία και τους κανονισμούς, τα προγράμματα, τα συγκεκριμένα ωράρια, τις κανονισμένες βόλτες. Πέθανε ο αυθορμητισμός εκεί μέσα. Κι εκείνες που ξέφυγαν απ' την ανυπόφορη ανία θα πρέπει να τρέξουν, να το προλάβουν, να φτάσουν πριν απ' αυτό. Να 'χει την εντύπωση πως δεν φύγαν ποτέ από το λιμάνι και πως έμειναν εκεί να το περιμένουν μ'ανυπομονησία και λίγη νύστα. Ε, και λίγη βρώμα απ' το κρασί.
Και το πλοίο φτάνει. Κι εκείνες κατεβάζουν τα απλωμένα τους χέρια, σκύβουν και πιάνουν ξανά τις βαλίτσες.
Ε, δε φταίνε αυτές, ρε.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Πυροβολήστε επιτέλους τους καθρέφτες

Πόσους εραστές γεννάει η μουσική και πόσοι
άραγε να 'ναι εκείνοι που την έχουν ερωμένη;

Εγώ μέσα στο πλήθος
της εφήμερης αγανακτισμένης μέθης
των ουρανοκατέβατων τρελαμένων ηρώων της Ζωής
έχω ξεχωρίσει και κουβαλώ στο νου μου

μερικούς αθεράπευτους που ψάχνουν
το αντίδοτο
στα σκέλια πυρετών που δραπέτευσαν
λιγάκι απ' τ' αντικείμενα
τα πλαστικά και τα ξεφτισμένα
φιλιά
και ρίχτηκαν με το κούτελο στην άγνοια της πραγματικής
σιγής των αισθημάτων
που δεν πάλλονται πια· 
αλλά παρέλυσαν με τα χρόνια που ράγισαν
όπως ο καθρέφτης που με μανία του όρμησε στο δωμάτιο
-εκείνου του εραστή των νότων-
και της ξέσκισε τα βλέφαρα.

Και τώρα το αίμα πλημμυρίζει
τους βόλους των ματιών της που στροβιλίζονται ακόμη
και κυλάει απάνω στον ξαπλωμένο κάτω απ' τα χνάρια της καθρέφτη
και σχηματίζει απάνω στο γυαλί
πύρινα ποτάμια και στενά δρόμων
που λούζουν τις ακονισμένες τις σκέψεις με το ερυθρό.

Ξεσκισμένα βλέφαρα
μάτια ορθάνοιχτα
πορφυρά
κι η θολή εικόνα της σιλουέτας του ξεπροβάλλει
χαράζεται στο σκίτσο του δωματίου αχνά
σαν φαντασματική φιγούρα
πορφυρή
και μουσική.

Ρουφάει το αίμα απ' τους βόλους
το φτύνει και βάφει τα χείλη της σκούρο βυσσινί
βιάζει το κορμί της με μουσικά κλειδιά·
εκείνη ριγεί
κυλιέται απάνω στο ακουμπισμένο στο πάτωμα γυαλί
και ανακατεύει τα στενά με τα ποτάμια
τα ενώνει στο χάος
καθώς οι ανασηκωμένες τρίχες των χεριών της
που είναι κρυσταλλωμένα
γρατζουνούν τη σάρκα του-όλο ζωή ήταν.

Ξυπνάει κι εκείνος δεν της είχε φτιάξει πρωινό
και δεν της είχε αφήσει παπαρούνες
στο ποτήρι του καφέ της
έχει πάει στη δουλειά·
εκείνη ντύνεται με τα λερωμένα της ρούχα
απάνω στα μανίκια θηρεύουν τα στενά
και τα ποτάμια
τα παπούτσια δεν μπορεί να τα φορέσει
είναι ραγισμένα
τα παίρνει στο χέρι·
τα μουσικά κλειδιά του
που κύλησαν αφηρημένα μαζί με τον ιδρώτα απ' το κορμί του
τα χώνει στην τσέπη της

ακόμη κι αν γνωρίζει πως η πόρτα δε θα σπάσει με αυτά
ακόμη κι αν τώρα γνωρίζει περισσότερα.


(Στη Μ.)

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Ηρώ

           
               Νυχτώνει το βλέμμα της κάθε που κολλάνε απάνω της τα ρούχα απ' τη ζάλη
πλαγιασμένη στις μαρμάρινες αρετές των πενιχρών σιλουέτων
που γυροφέρνουν το κορμί της, ψιθυρίζουν μελωδίες και χαχανητά
με αλκοολούχες νότες· κι εκείνη αδιαφορεί και με τα χείλη της που μπλαβίζουν
ρίχνει χαστούκια στους εφήμερους παλιάτσους του ερέβους.
Ανασηκώνει τα μουστάκια σπασμωδικά με χάρη αποχαιρετιστήρια
και τους χαϊδεύει τις μουσούδες με την εξαίσια της ουρά
καθώς το χρώμα τ' ουρανού προσκολλήθηκε απάνω στο κορμί της
αυτή την ατέρμονη νυχτερινή γιορτή των πεινασμένων
ζαρκαδιών που της δείχνουν τα δόντια με λαχτάρα να την κερδίσουν
κι εκείνη τους τα σημαδεύει με τα νύχια και ματώνουν στο χρώμα των βολβών της·
Κι εκείνος την αγγίζει στα βρεγμένα της πόδια περιμένοντας
να φιλήσει με τα μάτια του τα νύχια της τα υγρά
που πατούν σε νερά βρόμικα και ερυθρά που έχουν πήξει
κι έχουν αφήσει πιτσιλιές πορφυρής βροχής καρφιτσωμένες στους πίνακες
που αγναντεύουν τ'άστρα και τον Κρόνο τα πρωινά που δεν ξημέρωσαν·
Μπήγει τα νύχια της και χαράζει ράγες απάνω στα χέρια του
ν'ανοίξει δρόμους να ταξιδέψει ως τις αγαλμάτινες σχισμές στο λαιμό του
μα δεν θα φύγουν τα τρένα αυτό το βράδυ.
Ρουφάει μέσα της τα νύχια, ακουμπάει την αιλουροειδή της πλάτη στη δική του
τραβάει το χέρι του, ακούγεται η στριγκλιά του βουβή κι αθόρυβη στ' αυτιά της
κι αρχίζει να ταράζει με μανία και λαγνεία τις χορδές
που μέσα τους κυκλοφορεί το αίμα που στερήθηκε η ίδια
κι ελευθερώνει το μουσικό θεριό που τη στοίχειωνε τα πρωινά που δεν ξημέρωναν
και τα περνούσε πετώντας τους πίνακες στον τοίχο
κι υπνοβατώντας στους πόθους δορυφόρων·
Ακόμη θα τη δεις στα κεραμίδια στην Πανσέληνο να γουργουρίζει
και να γρυλίζει ως κανένας λύκος δεν ούρλιαξε ποτέ του,
έχοντας για προσκεφάλι τη χημική ουσία απ' το κορμί το δικό του·

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Can't blame ya, Laleña

      Θέλω απλώς να πω πως κάπου εδώ εκείνη αποχωρεί. Δεν τα παρατάει, καθόλου δεν τα παρατάει, απλώς, αποχωρεί. Μισή, ούσα το ένα γαμημένο τρίτο του εαυτού της και αυτό ξεφτισμένο, φθαρμένο. Δεν μπορώ να την κατηγορήσω, εσείς μπορείτε, το γνωρίζω. Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ. Την ημέρα τη σιχαίνομαι λιγάκι γιατί προσπαθεί να δείξει όσα δεν είναι για να καλύψει τις πληγές. Μ'αλάτι. Τη μισώ με μια συμπάθεια δε που θα 'λεγα πως μου 'χει κινήσει την περιέργεια. Την μισώ με συμπάθεια διότι την κατανοώ και την αντιλαμβάνομαι όσο κανείς άλλος δεν θα κατορθώσει ποτέ για εκείνη. Συγγνώμη, λυπάμαι, λυπάμαι, αλήθεια λυπάμαι, στεναχωριέμαι, πώς να το πω. Που δεν μπορείς να βρεις το δρόμο σου. Κι είναι κι εκείνη που σ' άφησε και δεν ξέρεις τώρα πια αν θα ξαναγυρίσει. Λυπάμαι. Ναι, ναι, κι εσύ λυπάσαι, κι εσείς λυπάστε και λυπούμαστε όλοι μαζί. Ω, μα φυσικά. Καταλαβαίνω. Δηλαδή, όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τίποτα. Συγγνώμη γι' αυτό, πραγματικά. Αλλά αυτό είναι. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κι είναι πράγματι ανυπόφορο για κάποιον να 'ναι δίπλα της, άσε δε που ποτέ δεν τυχαίνει να 'ναι πιο δυνατοί από 'κείνη, όσοι τη συνόδεψαν, και ναι, είναι ανυπόφορο για 'κείνους, είναι. Το ξέρει. Και δεν το ξέρει. Μακάρι να της δινόταν η ευκαιρία να αντλήσει λίγη δύναμη κι από κάπου αλλού, να είναι για λιγάκι ελεύθερα αδύναμη, χωρίς να τιμωρηθεί γι' αυτό. Ας είναι, μωρέ. When the sun goes to bed, that's the time you raise your head. That's your lot in life, Laleña. Can your part ever get much sadder? 

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

And satisfaction feels like a distant memory

Πώς θα ήταν δυνατόν για έναν άνθρωπο να ανοίξει διάπλατα τα χέρια και τα όνειρά του και να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους απάνω σε τούτο τον πλανήτη; Όχι μια αγκαλιά για τον καθένα, μια αγκαλιά που να τους χωρέσει όλους μέσα. Και τη μουσική τους μαζί και τα χρώματά τους και ό,τι άλλο στο οποίο εγώ υστερώ τέλος πάντων. Τα πάντα τους. Δυσκολεύομαι να ανασάνω κάθε φορά που συλλογίζομαι γι' αυτή μου την επιθυμία, που είναι θεόρατη, πιο έντονη κι απ' τις επιθυμίες και των τριών μας ξεχωριστά κι απ' τις εμμονές τους μαζί. Αυτοί, αυτοί έχουν τη δική μου θεραπεία. Αλλά θα μπορούσα να λέω και ψέματα.






Αυτή γεννήθηκε εύφλεκτη στη βροχή
και δεν ήταν θέμα γονιδίων
κάπως έτσι νομίζω φαντάζει
το να μην φταίει κανείς·

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Δεν έχει τέλος - και δε θα 'χει - μα ας είχε

Πρέπει να φύγεις. Ήρθε η ώρα, να τη, έφτασε. Πρέπει να φύγεις. Δε θέλεις να φύγεις, θέλεις να μείνεις. Έχεις πολλά να μαγέψεις, να δημιουργήσεις και να καταστρέψεις ακόμα, έχεις πολλά. Αλλά εσύ, τώρα, θα φύγεις, εντάξει; Θα φύγεις, γιατί μου το υποσχέθηκες. Ότι θα φύγεις μακριά απ' όσα πληγώνεις. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσεις να τα πληγώνεις. Και, ω, μα τι ειρωνεία, κυρία μου, θα φύγεις και θα τους πληγώσεις που θα φύγεις μακριά τους, ξανά, ξανά και ξανά. Και ποιος ξέρει, ίσως και με την απουσία σου, άθελά σου, να τους πληγώνεις. Να τους χαρακώνεις όσο λείπεις, ε, μα, πώς το κάνεις αυτό πια; Θέλεις να φύγεις για να μην τους πληγώνεις πια κι όμως, θα τους πληγώσεις πάλι. Γιατί να υπάρχεις, απορώ. Γιατί; Υπάρχεις τελικά; Αποφάσισε. Τι θέλεις; Όχι. Δεν θα αποφασίσεις τι θέλεις. Δεν θα πράξεις ανάλογα με αυτό που θέλεις. Γιατί, αν το κάνεις, θα κάνεις ξανά κάτι για 'σένα. Για τον εαυτό σου που τόσο αγαπάς, ε, σωστά; Αυτή είναι η άρρωστη αγάπη, τελικά, αυτή είναι. Η δική σου για 'σένα. Η δική μου για 'μένα, ναι, για 'μένα μιλάω φυσικά. Άσε τα κόλπα. Ξεκίνα να ψάχνεις διαδρομή γιατί θ α  φ ύ γ ε ι ς, φύγε! ΦΥΓΕ! Μακριά, εντάξει; Πολύ μακριά. Μη γυρίσεις. Ποτέ. Ξανά. Ποτέ. Μη γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω, μην κοιτάξεις καν. Ναι, αν κάνεις αυτό που θέλεις, τότε θα μείνεις, διότι ξέρεις ότι μπορείς να τους αγαπήσεις κι αυτό το θες τόσο πολύ, το ξέρω. Αλλά κάνε κάτι για εκείνους. Φύγε. Και, πράγματι, δε θα 'ναι κι αυτό κάτι αξιόλογο. Δεν ήσουν δα και ποτέ κάτι το αξιόλογο κι εσύ η ίδια, το γνωρίζεις. Οπότε, γιατί να 'ναι κι αυτό αξιόλογο; Σκατά θα 'ναι. Αλλά και οτιδήποτε άλλο θα 'ναι το ίδιο άθλιο και αισχρό. Δεν ξέρεις να αγαπάς, στο είπα και πριν μερικές ώρες. Ξέρεις να αγαπάς εσένα. Και είναι το μόνο που ξέρεις να κάνεις. Πόσο άχρηστη είσαι; Δεν σε χρειάζονται, ελπίζω, δηλαδή, να μην σε χρειάζονται. Γιατί μόνο κακό μπορείς να κάνεις. Και δεν θα τους είσαι χρήσιμη. Θα τους είσαι κάτι που θα τους αφήσει σημάδια και πληγές, εντάξει; Μα, το ξέρεις. Και στον εαυτό σου δεν αφήνεις τίποτα. Από σημάδια εννοώ, φυσικά, χαχαχαχαχα. Αστείο. Μόνο σημάδια δεν αφήνεις. Όλα τα άλλα τα κρατάς έτσι κι αλλιώς για τον εαυτό σου. Μη φτιάξεις βαλίτσα. Μην πάρεις αυτή τη φορά μαζί σου τίποτα, τίποτα. Τίποτα. Φύγε μονάχα με τον εαυτό σου. Τόσο πολύτιμος που είναι, θα σου φτάσει, σωστά; Α, κοίτα, θυμάσαι την έννοια αυτής της λέξης, έτσι; Φιλαυτία. Ναι, τη θυμάσαι. Πού την είχες διαβάσει; Α, σωστά, πουθενά. Ω, μα ναι, την είχε χρησιμοποιήσει κάποιος για να σε περιγράψει, χαχα, αστείο, ξανά. Ναι, είσαι σημαντική για πολλούς. Θυμάσαι αυτή την κοπέλα που σου είχε μιλήσει τυχαία και σου 'χε πει ότι είσαι σημαντική για πολλούς ανθρώπους και τους πληγώνεις; Και την άλλη, την άλλη που σου 'χε πει πως, έι, πρέπει να 'ναι αρκετά επώδυνο να νοιάζεται κανείς για 'σένα. Δεν έχεις ιδέα. Μάλλον έχεις. Γιατί νοιάζεσαι για τον εαυτό σου, οπότε, ναι, πάντα ήξερες πόσο επώδυνο είναι αυτό. Γιατί είσαι άρρωστη, αυτό που έχεις είναι αρρώστια, όχι ο αυτισμός, δεν μιλάω γι αυτό, λέω, είναι αρρώστια αυτό που έχεις. Και αυτοκαταστροφή. Και αρρώστια. Και δεν ξέρεις εάν γιατρεύεται. Ποια η θεραπεία; Δεν θα στη δώσει κανείς, έτσι. Ναι, έτσι. Να τη βρείς μόνη σου. Καλή τύχη. Εγώ σ'αγαπώ, το ξέρεις. Μα, φυσικά και σ'αγαπώ. Ναι, σε μισώ, αλλά σ'αγαπώ το ίδιο κι ειν' πολύ. Να προσέχεις. Και να είσαι ο εαυτός σου που τόσο αρρωστημένα αγαπάς. Και να προσέχεις το δρόμο, τα αυτοκίνητα, είσαι αφηρημένη πάντα. Η Έιπς σε άφησε, έτσι κι αλλιώς. Η άλλη παραμονεύει, δεν σε νοιάζει, ας κάνει ό,τι θέλει. Και να είσαι ευγενική στους περιπτεράδες και τους ταξιτζίδες. Σου δείχνουν το δρόμο οι δεύτεροι, ξέρεις. Και να μην ξαναγυρίσεις, η ευχή μου η τελευταία είναι αυτή. Να μην ξαναγυρίσεις. Φύγε.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Ντελίριο

  Ήταν κι η Ηρώ εκεί γύρω. Κι η φωτιά κι η βροχή και τα ηλιοτρόπια κι οι δράκοι. Και ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσω να γράψω ένα άρθρο ή οτιδήποτε που να μεταφέρει έστω και στο ελάχιστο κάποιες εικόνες θολές που τυχαίνει να θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα. Δηλώνω ανίκανη να γράψω. Και να μιλήσω. Και να σκεφτώ. Θέλω απλώς

να μην μου μείνει ξανά μονάχα το κόψιμο. Θέλω απλώς
-ή συνθέτως, τώρα που το ξανασκέφτομαι-
να μου μείνεις κι εσύ.