Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

She wants to touch the moon, but she is the moon itself

  Ήταν απόγευμα Κυριακής και είχε ήδη βραδιάσει ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω το χρώμα των ματιών της που είχε ταυτιστεί παντελώς με εκείνο της νυχτερινής αυτής πλάνης. Οι σκέψεις μας είχαν χτίσει ένα πελώριο τείχος γύρω απ' τα σώματά μας, ένα τείχος που δε θύμιζε καθόλου φυλακή, το αντίθετο μάλιστα, ένα τείχος που μας όριζε εσωτερικά. Ήταν λες κι οι ψυχές μας είχαν απεγκλωβιστεί απ' το σώμα και το 'χαν εγκλωβίσει εκείνες αυτή τη φορά. Ήμασταν ελεύθερες ψυχές, δυο ψυχές που έσερναν στα πλάγια κι από ένα σώμα κι όχι δυο σώματα που κουβαλούν θαμμένες δυο ψυχές. Θυμάμαι πως εκείνη φοβόταν και δίσταζε στην αρχή να σκαρφαλώσει το τείχος, αλλά εν τέλει ήταν η ίδια που δεν ήθελε με τίποτα να κατέβει.
  Ανταλλάζαμε φωνές και μελωδίες και η χροιά της στιγμής είχε μετατραπεί σε νότα χωρίς κανόνες. Οι κανόνες μας πάνω στη μουσική μας ήταν ακριβώς αυτοί: ότι στη μουσική μας δεν υπάρχουν κανόνες. Οπότε, οι νότες μας ήταν διάσπαρτες, σκόρπιες και μαγνητίζονταν από περίεργες συχνότητες στον άνεμο, αιωρούνταν στο μέρος μας κι ενσωματώνονταν πάνω σε προσωρινούς συνταξιδιώτες. Οι νότες μας ήταν ανεξάρτητες και δεν ήταν πλέον δικές μας, απλώς απελευθερώνονταν και περιπλανιόνταν γύρω από τυχαίους περαστικούς κανονικής μουσικής. Η μουσική μας άλλαζε ανθρώπους ριζικά και ενσάρκωνε ιδέες που δεν είχαμε προλάβει να αφομοιώσουμε.
  Εκείνη δεν μπορούσα να σκεφτώ τι είχε στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή-όπως ποτέ δεν μπορώ-όμως ήμουν σίγουρη πως δε θα μου έλεγε επ'ακριβώς κι ας τη ρωτούσα. Ήταν πάνω στο φεγγάρι της και μου έκανε και χάρη μη σου πω που με παρατηρούσε πού και πού. Το σίγουρο είναι πως κάθε φορά που θα περνάω από εκεί θα τη βλέπω εκεί πάνω να σπάει τα δεσμά της μουσικής της και να απελευθερώνει τις νότες της στον κόσμο των άλλων, στον κόσμο που δεν θα πατήσει ποτέ, σ'αυτόν τον παρανοϊκό κόσμο της ρουτίνας. Και τους κάνει και χάρη μη σου ξαναπώ.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Black and Red

είναι οι δρόμοι μου με τις διακλαδώσεις τους
η καθεμία σκοτεινή και λευκή
έχει κι από μια χαραγμένη με τα νύχια ιστορία
μια στολισμένη γραμμωμένη ηδονή
μια ζωή που δε μ'αφήνει να τη ζήσω
ένα σκυλί που σημαδεύει τα χνάρια του στο σώμα της
μια μουσική που δεν ακούει άλλος κανείς
ένα πτυχίο που έλιωσε η βροχή και κόλλησε πάνω μου
δυο κρυσταλλωμένα μάτια να αιωρούνται κόκκινα
μια Αλίκη που βρυχάται
ένα χαμόγελο απ' τη μαύρη χαίτη
δυο λιοντάρια που χλιμιντρούν 
και μια μορφή σκοτεινή κι άχρωμη που αλλάζει δέρμα και με γυροφέρνει

είναι οι δρόμοι μου με τις διακλαδώσεις τους
η καθεμία πορφυρή και σκούρα
έχει κι από μια σφραγισμένη με τα χείλη συγκυρία
μια τυχαία μελωδική φιγούρα
μια στιγμή που επιζητεί να την αγγίξω
ένα φίδι που έχει τα μάτια της αλεπούς 
μια νότα που γεννιέται από ένα αστέρι
ένα αξίωμα που ρουφάει τις αξίες μου
δύο αγάπες που με κυνηγούν μα δε με φτάνουν
μια Τζοκόντα που ερωτεύτηκε έναν Ερνέστο
έναν Αδόλφο που χόρευε την Άνοιξη
δυο πύργους που τελικά αγκαλιάστηκαν
και μια μορφή αστροφώτιστη που μου δείχνει με το δάχτυλο το δρόμο

έναν άλλο δρόμο
χωρίς διακλαδώσεις
όπου βρισκόμουν αιωνίως και περίμενα
μ' ένα λευκό φουστάνι κι ένα κόκκινο ηλιοτρόπιο
μια ζωή αέναη
εμένα να με φτάσω και να με στοιχειώσω
μέχρι να μάθω ν'αγαπάω και να πιστεύω
πως μέσα στο στήθος μου κάτι θ'ανθίσει
και για ν'ανθίσει θα πρέπει να σ'απορροφήσω 
μέχρι να σε αφανίσω και ν'ανθίσεις κι εσύ απ' τα συντρίμμια τα δικά μου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Forsaken

  Χαίρομαι που δε σ'αγάπησα και που δε σ'εκτίμησα ποτέ. Χαίρομαι που δε μ'έκανες να σ'αγαπήσω και που δε μ'έκανες να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που δε σ'άξιζε να σ'αγαπήσω και που δε σ'άξιζε να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που δεν προσπάθησες να σ'αγαπήσω και που δεν προσπάθησες να σ'εκτιμήσω ποτέ. Χαίρομαι που τώρα που μου γυρίζεις την πλάτη ξέρω πως εγώ είχα φύγει από καιρό απ' αυτή τη σχέση, λες και δεν είχα έρθει ποτέ και μάλλον έτσι είναι. Χαίρομαι που δε θα πληγωθώ ποτέ ξανά από 'σένα. Χαίρομαι που μου 'μαθες να μη σε χρειάζομαι, που δε σε χρειάζομαι, που δε θα σε χρειαστώ και που δεν έμαθα από μικρή να σ'έχω ανάγκη. Χαίρομαι που δεν αγαπάς κανένα γιατί δε θα 'θελα να μ'αγαπάς εσύ εμένα.
  Για ένα πράγμα μόνο δε χαίρομαι ρε γαμώτο. Που σχεδόν σε δικαιολόγησα.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Hit me like a Man and Love me like a Woman

  Θ' αφήσω άθικτη μια ελεύθερη πλευρά του εαυτού μου-την πιο ελεύθερη. Θα τη στριμώξω κάπου βαθιά στο κέντρο του μυαλού μου και θα την αφήσω εκεί ξεχνώντας ολοκληρωτικά την ύπαρξή της. Κι έπειτα, αν τύχει ποτέ και με κυκλώσει η φυλακή μου, αν έρθει ποτέ η στιγμή που θα υποταχτεί και το δικό μου σώμα και θα σκύψει το κεφάλι στα στόματα των σκύλων, αν έχω πλέον χάσει όλες τις υπόλοιπες ελεύθερες πτυχές μου, θα την αφυπνίσω. Θα την αφυπνίσω και θα της δώσω πνοή. Με τις τελευταίες δυνάμεις που μου 'χουν απομείνει, θα την αναστήσω. Ώστε να την εξοργίσω που την άφησα στην αφάνεια και που της έκρυψα το φόβο μου, που της στέρησα τη φύση της και να με αποτελειώσει, να με σκοτώσει, να με πατήσει, να με αφανίσει πλήρως. Θέλω αυτή η πτυχή μου να με σκοτώσει. Θέλω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου να με καταστρέψει. Αυτό ή εσύ. Δε βλέπω εμένα, βλέπω εσένα που με βλέπεις. Διάλεξε. Αυτό ή εσύ.

"I would never hit you, I won't hit you."
"But, you did."

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Hey, Blue

                                        Αγαπητή Θήτα,

 
Σου γράφω γιατί κάθε φορά που σε κοιτάζω οι λέξεις μου μπλέκονται μεταξύ τους, μπερδεύονται, δημιουργούν χιλιάδες αχαλίνωτους ιστούς νοήματος που αγκαλιάζουν το κεφάλι μου και χορεύουν επιδεικτικά γύρω μου. Ξεφεύγουν με αυτόν τον τρόπο, σπάνε τα δεσμά μιας πρότασης με ορισμένη αλληλουχία νοήματος και ειρωνικά μου δείχνουν με το δάχτυλο τον καταδικασμένο μου φυλακισμένο ανάμεσά τους εαυτό. Το στόμα μου, η φωνή μου, η γλώσσα δημιουργούν όλα μαζί μια τρομοκρατική για εμένα διαδικασία, κυνηγάω τα νοήματα των φράσεων και των λυγμών μου γύρω απ' τον εαυτό μου, κάνοντας κύκλους και-ζαλισμένη καθώς καταλήγω-δεν καταφέρνω να 'χω εκφράσει ούτε στο ελάχιστον την παραμικρή ουσία. Να 'το, πάλι αυτό κάνω, Θήτα. 
  Είμαι σίγουρη ότι δε μ'έχεις νιώσει και δε σ'έχω νιώσει ούτε λεπτό στη ζωή μου αληθινά. Χώρια του ότι δεν έχει τύχει να βρεθούμε οι δυο μας και να αφεθούμε η μια στην άλλη, χώρια και του ότι εγώ δεν αφήνομαι. Δεν αφήνομαι. Μου φαίνεται όμως πως έχουμε μιλήσει η μια στην άλλη και αισθάνομαι πως αυτή η διαδικασία είναι η μοναδική που μπορεί να ευνοήσει μια επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς τις δύο, αυτή κατά την οποία πετάμε τις κοφτερές και τις ζαχαρωτές μας πέτρες η μια στην άλλη όταν εκείνη θα 'χει γυρίσει πλέον την πλάτη της. Και τώρα πια, ασυνείδητα πλέον, όταν μια από εμάς επιλέξει να χυθεί συναισθηματικά πάνω στην άλλη, εκείνη γυρνάει κατευθείαν πλευρό με την πρώτη αθώα ένδειξη ενδιαφέροντος. Δεν αφήνομαι.
  Ξέρω δύο κοπέλες που σε έχουν συνδέσει με μια άλλη κοπέλα, τη Δέλτα. Λένε πως έχει κι εκείνη το χρώμα σου και πως σου μοιάζει, εντάξει εγώ δεν έχω φέρει αντίρρηση και βλέπω πώς νιώθει όταν βρίσκεται δίπλα σου, μέσα σου, γύρω σου, όμως εγώ σ'έχω συνδέσει με μια ονειρεμένη μου παιδική ηλικία και ήσουν εσύ μια απ' τις πάνινες εκείνες κούκλες που τις έτριβα κρυφά κάτω απ' το σεντόνι μου απάνω στις μελανιές και τα σημάδια. Μια πάνινη κούκλα που με απάλυνε απ' τις οδυνηρές μου σκέψεις, απ' τη θεόρατη αχαλίνωτη φαντασία μου, απ' τους λύκους που έρχονταν το βράδυ και μου γραντζουνούσαν την πόρτα, απ' τις στιγμές που έτρεμα και κρυβόμουν κάτω από το κομοδίνο, από τα γεράκια που ήθελαν να με πάρουν μακριά για να με σώσουν, για να με σώσουν.. όπως ήξεραν εκείνα. Εκείνη, εκείνη η πάνινη κούκλα, η ίδια που σήκωσε το χέρι ψηλά στον αέρα και με αφάνισε με μια κίνηση, η ίδια που με έσωσε, η ίδια που με διέλυσε ξανά, ένα ακόμη γεράκι. Κι εγώ έχω μείνει ακόμα με το κλασικό πολυσυζητημένο "γιατί".
  Όμως δε μ'ενδιαφέρει πια, αν και πάντα θ'απορώ, δε μ'ενδιαφέρει. Ξέρω μονάχα πως θέλω να 'μαστε απλοί συνοδοιπόροι, να πορευόμαστε πλάι πλάι, να μην αγγίξουμε ποτέ ξανά η μια την άλλη, να μη συγκρουστούμε, όπως σου είπα όταν μου 'χες γυρίσει ξανά ένα Σάββατο την πλάτη. Δε θέλω να 'χω παρτίδες μαζί σου με λίγα λόγια. Θέλω να είσαι ένα μυστήριο που θα παραμείνει μυστήριο, κάτι που θα εκτιμάω κι έπειτα θα απαξιώνω γνωρίζοντας τη δυναμική μου μεταβαλλόμενη φύση, αναγνωρίζοντας και τη δική σου σταθερή. Εγώ το ελάχιστον προσπαθώ, πάω κόντρα στις καταστάσεις, πάω κόντρα και στις αδυναμίες μου, ενώ εσύ, εσύ ακολουθείς τους κανόνες με τους οποίους σε σημάδεψε η φύση. Και ναι, έχεις ένα τίτλο εκεί που εγώ δεν έχω κανένα, όμως θα το δεις πως θα σε περιμένω στη γωνία και θα σου δείξω τότε. Δε σε φοβάμαι, δεν αφήνομαι, δε σε φοβάμαι.

Με εκτίμηση και όχι,
E.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Άγνωστε,

.. Όχι, δεν ισχύει αυτό που μου λες, ότι το χω στο να γίνεται στο τέλος πάντα το δικό μου. Γιατί ακόμη κι αν παλεύω γι αυτό, κι αν η μάχη φτάσει μέχρι το τέλος, θα κρατήσει μέχρι να συνειδητοποιήσω ξανά ότι δεν έχω τίποτα δικό μου. Οπότε τίποτα δικό μου δεν γίνεται, γιατί τίποτα δικό μου δεν έχω. 

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;"

  "Την ιστορία, αν την προσεγγίζαμε συνολικά, θα χάναμε ίσως το σημαντικότερο που θα μπορούσε να μας δώσει η μελέτη της: τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στο ιστορικό γεγονός, στις επιλογές της εξουσίας, στη λειτουργία των ιδεολογιών... Πιστεύω πως, αν επιζητούμε από την μελέτη της ιστορίας μια κάποια ανθρωπιστική γνώση, αν δηλαδή η μελέτη της ιστορίας μπορεί να συμβάλλει στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, αυτό, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο όταν καταφέρουμε και προσεγγίσουμε την ιστορία, όχι απλώς στο επίπεδο των γεγονότων και των εξουσιαστικών παραγόντων που δρουν μέσα σ΄ αυτήν, εξουσία, ιδεολογία, συνθήματα και λοιπά, και εν πολλοίς την καθορίζουν, αλλά όταν στη μελέτη της ιστορίας επιχειρήσουμε να ταυτιστούμε με τη μοίρα, με το όραμα, με την επιθυμία αυτού του ανεπανάληπτου όντος που λέγεται άνθρωπος, που έχει όνομα, βλέμμα, λόγο, σκέψη, συναίσθημα, αγάπες, όνειρα, επιθυμίες. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος, ο καθένας, ο ξεχωριστός και ανεπανάληπτος, όσο ταπεινός και στερημένος κι αν φαίνεται, ένας κόσμος ολόκληρος...Αντώνιο, στάσου, υπάρχουν και τα λουλούδια, τα φυτά, τα ζώα...Δε μιλώ για τον άνθρωπο στη σχέση του με τη φύση, αλλά για τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον...Αντώνιο, νομίζω πως μαζί πάνε αυτά. Αν, π.χ. την ιστορία τη συλλαμβάνουμε ως πορεία του πολιτισμού μας, δεν μπορούμε παρά να συλλαμβάνουμε αυτή την ενότητα, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα μικρό μόριο της φύσης...Σωστά, αλλά μιλάω απλώς για την ιστορία όπως γράφεται. Μόνο λοιπόν όταν μπορέσουμε να συλλάβουμε την ιστορία σαν πολυκύμαντη κίνηση κόσμων ολόκληρων, όπως είναι ο κάθε άνθρωπος, σαν πολυκύμαντη κίνηση από γαλαξίες ανθρώπινων ιστοριών, μόνο όταν θα μπορέσουμε να καταξιώσουμε στη συνείδησή μας το άτομο ως τον πρωτογενή παράγοντα του πολιτισμού, που η ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους επιτρέπει την παραγωγή και την εξέλιξη του, τότε ίσως θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε τη σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα του ιστορικού γεγονότος, των επιλογών και των ιδεολογιών... Όταν δηλαδή ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τον Γιώργο, για την Ελένη, για τον Γιάννη, για τη Ρηνιώ... Όταν δηλαδή δεν αποσπούμε καμιά στιγμή μέσα στην πάλη για την πραγμάτωση του ανθρωπιστικού μας σκοπού, από τη συγκεκριμένη υπεράσπιση της ζωής του κάθε ανθρώπου... Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ΄ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση... Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ΄ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση "εκατό χιλιάδες νεκροί" ή "ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας"... Αν μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, να τον νιώσει ως εαυτόν... Ζήσαμε την ομορφιά των πιο γενναιόδωρων ιδεολογιών και χάσαμε τον άνθρωπο μέσα στον ουμανισμό τους... Δεν μπορούμε πια ν΄ αποδεχτούμε τη μακιαβελική αντίληψη της ιστορίας ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, γιατί εμείς ξέρουμε πια ότι και ο πιο γενναιόδωρος ανθρωπιστικός σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά αντίθετα προδίδεται απ΄ αυτά. Είναι οδυνηρά βιωμένο ιστορικά ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε καμιά κατεύθυνση ανθρώπινου πολιτισμού, όταν δεν επαγρυπνούμε και δεν υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, το σεβασμό της ιδιαιτερότητάς του, τις διαφορετικές φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αν δε διασφαλίζουμε σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή τις διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν την εκρηκτική άνθιση της προσωπικότητας του ατόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη αυτού του ιδιαίτερου και μοναδικού κόσμου που είναι ο καθένας από μας... Έχει δικαιολογηθεί τόση βία και τόση βαρβαρότητα εν ονόματι των ανθρωπιστικών ιδανικών και των απελευθερωτικών επαναστάσεων, ώστε δεν έχουμε πια το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης, δεν μπορούμε να μιλάμε για σύνολα και αριθμούς, αλλά να αναζητούμε, να εξετάζουμε κάθε φορά τη "μοίρα" του ατόμου μέσα στο ιστορικό γεγονός... Διαφορετικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό, για τη δυνατότητα ανανέωσης και εξέλιξής του... Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μια κοινωνία που θα βιώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου, όπου δε θα υπάρχει η έννοια του λάθους, όπου ιδανικό της θα είναι η ομοιομορφία και όχι η διαφορά, γιατί τότε θα βρεθούμε σε μια κοινωνία όπου η έννοια του διανοείσθαι, αυτή η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιαιτερότητα μέσα στο φυσικό κόσμο, θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από τη λειτουργία του ενστίκτου... Η γενιά μας, αγαπητέ μου, εβίωσε με το δραματικότερο τρόπο τους εφιαλτικούς κύκλους της ιστορίας, αυτού του Καιάδα των ανθρώπινων συναισθημάτων, όπου οι δήμιοι μετατρέπονταν σε θύματα και τα θύματα σε δήμιους... Έτσι ώστε κάθε βήμα στη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του ανθρώπου έχει τόσο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οδύνη, δυστυχία και διάψευση, ώστε να καταντά απάνθρωπο..."