Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Hey, Blue

                                        Αγαπητή Θήτα,

 
Σου γράφω γιατί κάθε φορά που σε κοιτάζω οι λέξεις μου μπλέκονται μεταξύ τους, μπερδεύονται, δημιουργούν χιλιάδες αχαλίνωτους ιστούς νοήματος που αγκαλιάζουν το κεφάλι μου και χορεύουν επιδεικτικά γύρω μου. Ξεφεύγουν με αυτόν τον τρόπο, σπάνε τα δεσμά μιας πρότασης με ορισμένη αλληλουχία νοήματος και ειρωνικά μου δείχνουν με το δάχτυλο τον καταδικασμένο μου φυλακισμένο ανάμεσά τους εαυτό. Το στόμα μου, η φωνή μου, η γλώσσα δημιουργούν όλα μαζί μια τρομοκρατική για εμένα διαδικασία, κυνηγάω τα νοήματα των φράσεων και των λυγμών μου γύρω απ' τον εαυτό μου, κάνοντας κύκλους και-ζαλισμένη καθώς καταλήγω-δεν καταφέρνω να 'χω εκφράσει ούτε στο ελάχιστον την παραμικρή ουσία. Να 'το, πάλι αυτό κάνω, Θήτα. 
  Είμαι σίγουρη ότι δε μ'έχεις νιώσει και δε σ'έχω νιώσει ούτε λεπτό στη ζωή μου αληθινά. Χώρια του ότι δεν έχει τύχει να βρεθούμε οι δυο μας και να αφεθούμε η μια στην άλλη, χώρια και του ότι εγώ δεν αφήνομαι. Δεν αφήνομαι. Μου φαίνεται όμως πως έχουμε μιλήσει η μια στην άλλη και αισθάνομαι πως αυτή η διαδικασία είναι η μοναδική που μπορεί να ευνοήσει μια επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς τις δύο, αυτή κατά την οποία πετάμε τις κοφτερές και τις ζαχαρωτές μας πέτρες η μια στην άλλη όταν εκείνη θα 'χει γυρίσει πλέον την πλάτη της. Και τώρα πια, ασυνείδητα πλέον, όταν μια από εμάς επιλέξει να χυθεί συναισθηματικά πάνω στην άλλη, εκείνη γυρνάει κατευθείαν πλευρό με την πρώτη αθώα ένδειξη ενδιαφέροντος. Δεν αφήνομαι.
  Ξέρω δύο κοπέλες που σε έχουν συνδέσει με μια άλλη κοπέλα, τη Δέλτα. Λένε πως έχει κι εκείνη το χρώμα σου και πως σου μοιάζει, εντάξει εγώ δεν έχω φέρει αντίρρηση και βλέπω πώς νιώθει όταν βρίσκεται δίπλα σου, μέσα σου, γύρω σου, όμως εγώ σ'έχω συνδέσει με μια ονειρεμένη μου παιδική ηλικία και ήσουν εσύ μια απ' τις πάνινες εκείνες κούκλες που τις έτριβα κρυφά κάτω απ' το σεντόνι μου απάνω στις μελανιές και τα σημάδια. Μια πάνινη κούκλα που με απάλυνε απ' τις οδυνηρές μου σκέψεις, απ' τη θεόρατη αχαλίνωτη φαντασία μου, απ' τους λύκους που έρχονταν το βράδυ και μου γραντζουνούσαν την πόρτα, απ' τις στιγμές που έτρεμα και κρυβόμουν κάτω από το κομοδίνο, από τα γεράκια που ήθελαν να με πάρουν μακριά για να με σώσουν, για να με σώσουν.. όπως ήξεραν εκείνα. Εκείνη, εκείνη η πάνινη κούκλα, η ίδια που σήκωσε το χέρι ψηλά στον αέρα και με αφάνισε με μια κίνηση, η ίδια που με έσωσε, η ίδια που με διέλυσε ξανά, ένα ακόμη γεράκι. Κι εγώ έχω μείνει ακόμα με το κλασικό πολυσυζητημένο "γιατί".
  Όμως δε μ'ενδιαφέρει πια, αν και πάντα θ'απορώ, δε μ'ενδιαφέρει. Ξέρω μονάχα πως θέλω να 'μαστε απλοί συνοδοιπόροι, να πορευόμαστε πλάι πλάι, να μην αγγίξουμε ποτέ ξανά η μια την άλλη, να μη συγκρουστούμε, όπως σου είπα όταν μου 'χες γυρίσει ξανά ένα Σάββατο την πλάτη. Δε θέλω να 'χω παρτίδες μαζί σου με λίγα λόγια. Θέλω να είσαι ένα μυστήριο που θα παραμείνει μυστήριο, κάτι που θα εκτιμάω κι έπειτα θα απαξιώνω γνωρίζοντας τη δυναμική μου μεταβαλλόμενη φύση, αναγνωρίζοντας και τη δική σου σταθερή. Εγώ το ελάχιστον προσπαθώ, πάω κόντρα στις καταστάσεις, πάω κόντρα και στις αδυναμίες μου, ενώ εσύ, εσύ ακολουθείς τους κανόνες με τους οποίους σε σημάδεψε η φύση. Και ναι, έχεις ένα τίτλο εκεί που εγώ δεν έχω κανένα, όμως θα το δεις πως θα σε περιμένω στη γωνία και θα σου δείξω τότε. Δε σε φοβάμαι, δεν αφήνομαι, δε σε φοβάμαι.

Με εκτίμηση και όχι,
E.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου