Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Viva el riesgo, Viva la locura!

  Ήταν τέσσερις κι ήταν τέσσερις. Τέσσερις ανακατεμένες ψυχασθενικές υπάρξεις κι ήταν τέσσερις το πρωί σ' ένα επώνυμο πάρκο πλημμυρισμένο από ανώνυμους πόθους. Αραγμένες στα λερωμένα τους blue jeans, ατημέλητες μετά από ένα βράδυ πνιγμένο σε αλκοολούχα γέλια και φουγαρισμένους λυγμούς, έτυχε και πάλι να βρεθούν μπερδεμένες, δεμένες με νοητούς ιστούς μεταξύ τους, μα κι ελεύθερες συνάμα, σ' αυτό το πολυσυζητημένο πάρκο των δειλών εραστών-κι αν ζητούσατε τη γνώμη μου, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
  Το γρασίδι ήταν βρεγμένο κι εκείνες ξυπόλητες. Βάδιζαν πάνω σ' αυτό κουβαλώντας η καθεμιά τη φύση της ενδεικτικά, η μια να χορεύει και να τραγουδά προσπαθώντας να μην πατήσει την ουρά της, η άλλη να πηδάει ψηλά παλεύοντας να φτάσει τη σφαίρα εκείνη που τη γέννησε, η τρίτη να καλπάζει χωρίς πέταλα και να κυλιέται στο υγρό έδαφος κι η τελευταία να αιωρείται πάνω απ' αυτό και να τ' αγγίζει πού και πού με τα ακροδάχτυλά της. Όλα θύμιζαν μια λέξη αρκετά οικεία, μα καμία δεν ήταν σίγουρη-ή ίσως και να 'ταν μία.
  Έπιναν και χόρευαν και βάδιζαν πάνω σε στίχους που τις σημάδεψαν, μιλούσαν για ανθρώπους που τις σημάδεψαν, έγραφαν γι ανθρώπους που τις σημάδεψαν, έβριζαν ανθρώπους που τις σημάδεψαν κι ύστερα γελούσαν με το πώς εν τέλει σημάδευε η μια την άλλη. Σκόρπιες λέξεις ενδεικτικές που συμβόλιζαν την παλίρροια που συμπίεζε το κεφάλι και το στήθος τους, διασκορπισμένες φράσεις και στίχοι καρφιά που πίεζαν τα κορμιά τους από μέσα προς όλες τις κατευθύνσεις για να τα σπάσουν, για να σκάσουν και να βγουν έξω. Κι όσο η θερμότητα των πόθων αυξανόταν, τόσο πιο έντονη και πιο τάχιστη ήταν η κίνηση και η πίεση των δαιμόνων και των πολύχρωμων τόξων στα κρανία τους.
  Ακούω καλύτερα τη γάτα μου να κλαίει, παρά τους πόθους μου να ουρλιάζουν σαν σκυλιά. Θέλω μες στις γιορτές να σβήσεις το χθες, να μου λες πως με θες, για να χτυπάει η καρδιά μου παραπάνω φορές. Οι δαίμονες που στέλνεις τελικά, τα μπλέξανε τα μαύρα κέρατά τους.. Του ενός η φλόγα καίει του άλλου τα φτερά, μυρίζω γύρω μου καμμένα πλαστικά.. Θα 'ρθει ο καιρός που θα σπάσω την πόρτα και η καρδιά μου στο φως θα χιμήξει. You are the moon child and pretty soon child I've got a feeling that one day I'll make you smile forever. Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.. Οι ώρες έφευγαν γρήγορα, πολύ γρήγορα κι όμως εκείνες είχαν ξεφύγει απ' αυτές κι ήταν ακόμη τέσσερις το πρωί κι ο ήλιος ήταν ακόμη πολύ μακριά. Δε θα ξημέρωνε, μου τα λέγανε. Θα ερχόταν η μέρα που δε θα ξημέρωνε κι έχουν να 'ρθουν κι άλλες ακόμη.
  Τώρα, οι στίχοι και τα βήματα, τα γέλια και οι βρισιές γυρνούσαν με μη κανονικό ρυθμό γύρω από ορισμένες κι αόριστες μορφές. Άλφα βήτα και γάμα τα. Ο Μπάμπης ο Φλου κι ο Χ. Χημικές ασυναρτησίες που κυλάνε πάνω στα κορμιά τους και τις καίνε, μα κανείς δεν ένιωθε το νόημα των παλμών τους και κανείς δεν καταλάβαινε τι πρόφεραν εκείνες οι παράξενες κοπέλες, που μόνο ένα blue jean η κάθε μια φορούσαν κι ήταν ξυπόλητες και γυμνόστηθες. Έτοιμες για βουτιά, στόχοι. Τα βέλη θα εκτοξεύονταν από στιγμή σε στιγμή κι εκείνες ήταν απροφύλακτες μα θα το άφηναν να συμβεί-ίσως μια να μην το άφηνε εν τέλει.
  Ξαφνικά, τα πνεύματά τους ηρέμησαν για μια στιγμή όταν η Δέλτα έπιασε την κιθάρα κι άρχισε να τη χαϊδεύει τρυφερά, όπως θα χάιδευε κι εκείνος τα μαλλιά της, κάπου, κάποτε, σε αυτό το σύμπαν. Οι κινήσεις της ήταν απαλές κι αργές και το βλέμμα της είχε χαμηλώσει. Η κιθάρα έπαιζε μόνη της, τα χέρια της κινούνταν αυθόρμητα, όχι μηχανικά, αυθόρμητα κι εκείνη δεν ήταν εκεί, ήταν αλλού. Αφηρημάδα, αποχαύνωση, πού κοιτάς; Μου φάνηκε για μια στιγμή πως η ουρά της σπαρταρούσε στο βρεγμένο χώμα κι άφηνε σχήματα αρμυρά στο έδαφος.
  Από πίσω της ακριβώς, και με την πλάτη ακουμπισμένη στη δική της, ήταν η Νι. Κρατούσε ένα βιβλίο με τα δυο της χέρια, το χε σηκώσει ψηλά, ψηλά στον αέρα, κόντεψε να της βγάλει το μάτι της Μι. "Αμάν ρε Νι!", κόντεψε να την αγγίξει κι αν την άγγιζε, θα έσκαγε. "Καλά, συγγνώμη." Το βιβλίο είχε ένα σφαιρικό σχήμα πάνω στο εξώφυλλο, σαν παραφουσκωμένο πορτοκάλι ήταν, έτσι μου φάνηκε. Το 'χε σηκώσει ψηλά και το φανταζόταν να παίρνει φυσική μορφή και να υψώνεται στο άπειρο, να την παίρνει μαζί της, να τη σηκώνει και να την αφήνει να χορέψει πάνω στις θεόρατες μικροσκοπικές αυτές κουκίδες που άραζαν πάνω στο σκούρο μπλε θηρίο. Κι αν και δεν ήταν πραγματικότητα, το πρόσωπό της κάτι το 'χε φωτίσει πολύ έντονα, κάτι που μόνο νύχτα το συναντάς και σε πρόσωπα νόμιζα πως δε θα το 'βρισκα ποτέ. Κι έτσι το πρόσωπό της μαζί με το χαμόγελο είχε αστράψει κι η Δέλτα γύρισε και την κοίταξε γιατί τυχαία την σκούντηξε, μα δεν ήθελε κάτι. "Αχ, Νι."
 
Σε απόσταση μερικών χλιμιντρισμάτων, λίγο πιο πέρα, στεκόταν όρθια η Έψιλον, που, εκτός από το blue jean, φορούσε κι ένα κόκκινο καουμπόικο μαντήλι στο λαιμό της. Ήταν όρθια, γιατί τ' άλογα κοιμούνται πολλές φορές όρθια, αλλά αυτό τι σχέση έχει, δεν έχει σχέση αυτό. Κρατούσε έναν αναπτήρα σφιχτά, πολύ σφιχτά, τόσο σφιχτά που ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί. Τον κρατούσε και με τα δυο χέρια, τα λιγνά, ώστε μπορούσες να διακρίνεις ξεκάθαρα ένα ένα τα κόκαλα του χεριού της, τα λεπτά της δάχτυλα. Τον έσφιγγε δυνατά, τον άναβε συνεχώς κι άφηνε τη φλόγα να εισχωρήσει καλά ως τις κόγχες των ματιών της, να την τυφλώσει με φως, μπας και σταματήσει να βλέπει σκοτάδι πια. Μα πώς; Η φωτιά την διέγειρε και την έκανε να νιώθει ζωντανή, θερμή.
  Τέλος, ήταν και η Μι που κρατούσε ένα τσιγάρο τεράστιο, σαν πελώριο δυναμιτάκι, σαν φουγάρο ήταν. Περιτριγύριζε διαρκώς την Έψιλον και της ζητούσε φωτιά απ' τον αναπτήρα για ν' ανάψει το θεόρατο αυτό τσιγάρο και ν' αφήσει τον καπνό να διεισδύσει μέσα της μπας και βρει την άκρη εκείνος και τρόπο να βγει ξανά έξω. Και θα 'λεγα με σιγουριά πως ήλπιζε να μπορούσε να μπει κι εκείνος μέσα της σαν καπνός, σαν αέρας και να κάψει ό,τι βρει. "Έλα ρε μαλάκα Παβό, ξεκόλλα, ξεσκάλωσε λίγο και δώσ'μου τη φωτιά, θέλω τη φωτιά!". "Μα, η φλόγα είναι πορτοκαλί. Πορτοκαλί και κόκκινη κι ο αναπτήρας μαύρος, δεν βλέπεις;". "Πω, ρε μαλάκα άναψέ με σου λέω και τα λέμε μετά αυτά, θα σκάσω, θα σκάσω!" Και αιωρούνταν συνεχώς γύρω της, πάνω απ' το κεφάλι της, γύρω απ' το κορμί της, έκανε κύκλους γύρω της και της ψιθύριζε στ' αυτιά κάτι για τη φωτιά που δεν καταλάβαινε. Στροβιλιζόταν.
  Δε θα πετάξουμε μαζί ποτέ ξανά. Κούπα, κούπα, βάλε, βάλε, γέμισέ την ως απάνω, κούπα, τι φευγάτη ζωή, άσπρο πάτο, πάτο, κούπα σάλτο μορτάλε, βίβα στο ρίσκο! Βίβα στην τρέλα! Κούπα τι φευγάτη ζωή, πάνω κάτω, πήγαινε έλα! Suzie Q, I like the way you walk, I like the way you talk. My body is a cage that keeps me from dancing with the one I love, but my mind holds the key. Αφού σου το 'πα, πως των πόθων η ντόπα είναι η πρώτη! Ψηλά, το κεφάλι ψηλά, θα βγουν πάλι φτερά και ψηλά θα πετάξω, θα φύγω, θα ψάξω αυτούς που δεν ζουν χαμηλά!
 
Κι εκεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στο σκηνικό εκείνο με τις ολοζώντανες συγχορδίες της Δέλτα, τους αλλόκοτους συνδυασμούς κουκίδων της Νι, τη διεγερτική ηδονική φλόγα της Έψιλον και τους ασταμάτητους στροβιλισμούς της Μι, συνέβη αυτό το αναπόφευκτο κάτι που θα τις σημάδευε για το υπόλοιπο της διαδρομής τους και θα έκανε εκείνη τη νύχτα να μην ξημερώσει ποτέ όσους κύκλους κι αν έκανε ακόμη η γη γύρω απ' τον ήλιο. Η Δέλτα σταμάτησε να γραντζουνάει την κιθάρα. Η Νι έκλεισε το βιβλίο με τα δάχτυλά της μέσα σε αυτό. Η Έψιλον άφησε τον αναπτήρα να καταπιεί τη φλόγα μέσα του. Η Μι διέκοψε τους στροβιλισμούς και προσγειώθηκε στο βρεγμένο γρασίδι αυτού του πάρκου, τις κοίταξε και τις τρεις με τα μάτια ορθάνοιχτα και φώναξε "Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ.."
"ΦΑΣΑΡΙΑ"
είπε η Δέλτα ματώνοντας τα δάχτυλά της πάνω στις χορδές της κιθάρας.
"ΦΕΓΓΑΡΙ" αναφώνησε η Νι ρίχνοντας ένα γερό σάλτο και κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
"ΦΩΤΙΑ" ψιθύρισε αναστενάζοντας η Έψιλον αφήνοντας ελεύθερη την πυρομανή της φύση και αγγίζοντας τη φλόγα στο λαιμό της.
"ΦΟΥΓΑΡΟ!" ούρλιαξε η Μι, αρπάζοντας τον αναπτήρα από την Έψιλον, ανάβοντας το πελώριο τσιγάρο κι αφήνοντας τον καπνό να χύνεται σαν ομίχλη ανάμεσα στις σιλουέτες τους και να καίει τα μάτια τους που είχαν ήδη βουρκώσει από την ξεσηκωτική αυτή γαλήνη.
  Και τότε συνέβη. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα διαδραματίστηκε ολόκληρη αυτή η πλάνη. Η Δέλτα βαρούσε με μανία την κιθάρα στο έδαφος κάνοντάς τη χιλιάδες μικρά κομματάκια, αφού είχε σκίσει με τα νύχια της τις χορδές δείχνοντας τα δόντια στην παρόρμηση του πόθου. Η Νι έσκιζε μία μία τις σελίδες του βιβλίου με τη σφαιρική αυτή μπάλα και χοροπηδούσε κάθε που πετούσε και μια σελίδα πάνω στα απομεινάρια της κιθάρας. Κι έπειτα η Έψιλον έβαλε φωτιά στους θησαυρούς αυτούς και, αφού περίμενε λίγο τη φωτιά να δυναμώσει και να φτάσει ελάχιστα ως τις κουκίδες της Νι, βούτηξε μέσα της και χόρευε καλπάζοντας ανάμεσα στις πορτοκαλοκόκκινες φλόγες.
  Η Δέλτα και η Νι έκαναν ν' ακολουθήσουν αλλά κάποιοι περίεργοι ήχοι, ένας αλλόκοτος θόρυβος τους τράβηξε την προσοχή ΒΖΖΖΝ ΜΠΖΖΖΖ ΜΠΑΜ ΚΡΑΣ ΜΠΖΖΖ ΜΠΑΜ ΒΖΖΖΝ! ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ! Η Μι είχε ανάψει το τσιγάρο-φουγάρο κι αυτό είχε εκραγεί στα χέρια της, οι σπίθες είχαν διεισδύσει βίαια και τρυφερά μες στο κορμί της, μες στο κεφάλι της και δεν άντεξε την πίεση, φούσκωσε, έγινε πελώριο μέχρι που εν τέλει έσκασε κι η έκρηξη αυτή απλώθηκε σ' ολόκληρο το σκηνικό, σ' ολόκληρο το πάρκο, σ' ολόκληρη την πόλη, μέχρι το σπίτι του έφτασε, μέχρι την εξώπορτά του.
  Όλο το πάρκο πνίγηκε στις φλόγες και οι τέσσερις παράξενες κοπέλες είχαν διαμελιστεί κι είχαν μείνει τα σώματά τους καμμένα και σκορπισμένα από δω κι από κει. Δελτία ειδήσεων, φωτογραφίες σε εφημερίδες, νέα τραγούδια, φήμες, ιστορίες. Όλοι μιλούσαν για τις μπαφιάρες αυτές, τις αφελείς, τις αφηρημένες, τις σκόρπιες, τα ψυχάκια και τις ξιπασμένες που δεν αντιστάθηκαν στους πόθους τους, αφέθηκαν στο ουρλιαχτό των σκύλων αυτών και απελευθερώθηκαν απ' τα δειλά σώματά τους. Αν και δεν ήταν καθόλου δειλά. Κι αν και δεν ήταν μόνο τέσσερις. Ολόκληρο ρημαδιό ήταν.



Φασαρία, Φωτιά, Φεγγάρι και Φουγάρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου