Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

ο φίλος ~ μέρος πρώτο

                                                                     {1}

     Είδα όνειρο ότι -δεν θυμάμαι από πού ξεκινούσε -ήμασταν σε μια παραλία μετά από μια μεγάλη ταραχή. Ήταν απόγευμα, έφευγε ο ήλιος. Είχε προηγηθεί ένα χάος, είχε πάει να με πνίξει το μυαλό μου στο νερό. Το νερό με τιμωρεί και με απειλεί πάντοτε στα όνειρά μου. Κάπως είχα καταφέρει να μην τελειώσει το όνειρο στον πνιγμό, στο θάνατο. Και κάπως είχα βρεθεί να νιώθω την υγρασία στα ρούχα και στην αστάθεια της δύσης του ήλιου στα κόκκαλά μου. Και μετά ήρθε αυτός, ο φίλος. Μου χαμογέλασε και το σώμα του ήταν φιλόξενο. Μέσα σε πολλές αγκαλιές δεν νιώθω φιλόξενη. Η δική του εκείνη τη στιγμή ήταν.
     Αφέθηκα στο ότι είμαι επιθυμητή για λίγο και το μυαλό μου σώπασε. Την ξέρω τη συνταγή για να ηρεμεί το μυαλό μου, απλώς τα χέρια μου δεν έχουν εκπαιδευτεί να την εκτελούν αυθόρμητα. Αναζητώ διαρκώς στα χέρια μου τη λειτουργικότητα αυτή. Ίσως να είμαι απ' τις ανθρώπους που θα τη βρουν στα χέρια των άλλων. Στα χέρια του πάντως σε αυτό το όνειρο, τη βρήκα. Όχι τόσο την ασφάλεια. Τα χέρια του δεν είναι ασφαλή, ούτε εκτός ονείρου. Είναι άστατα, αδέξια. Όσες φορές του έχω δώσει να κρατήσει το μυαλό μου, του έχει γλιστρήσει στο χώμα. Δεν ήταν η ασφάλεια αυτό που μου πρόσφερε, αλλά η επιθυμία. Στα χέρια του εκείνη τη στιγμή ήμουν επιθυμητή.
     Με αγκάλιασε, με άγνοια. Δε γνώριζε για τη φουρτούνα, ή τουλάχιστον έτσι πίστεψα. Με πήρε από το χέρι και μου είπε ότι θέλει να προχωρήσουμε μαζί. Περπατήσαμε στην παραλία και μου πρόφερε λόγια αγάπης. Δυνατής φιλίας, συντροφικότητας και αγάπης. Δε θυμάμαι τις λέξεις, όμως θυμάμαι τη δυνατή αγάπη. Κάπου εκεί έγινε μια συμφωνία ανάμεσά μας, άρρητη: θα γυρίσουμε τον κόσμο. Θα γυρίσουμε τις πόλεις, τις γειτονιές, τις παρέες. Τους θρήνους. Τα σπίτια, τα μεροκάματα. Τους αγώνες μας, τους ανθρώπους. Θα γυρίσουμε μαζί τη ζωή. Ό,τι αντιλαμβανόμαστε εμείς ως κόσμο. Τον κόσμο μας, τον κόσμο τον δικό μας. Πλάι πλάι και κάποτε ο ένας στα χέρια της άλλης.
     Κοιταχτήκαμε για να σφραγίσουμε τη συμφωνία αυτή και μετά βρεθήκαμε μαζί μέσα στη θάλασσα. Με τράβηξε μέχρι εκεί που δεν μπορούσα να ακουμπήσω τα πόδια μου στην άμμο. "Είσαι επιθυμητή εδώ", μου είπε. "Η θάλασσα είναι φιλόξενη απόψε". 
     Μαζί περνούσαμε το ένα κύμα μετά το άλλο. "Ο ήλιος μας εγκατέλειψε", σκέφτηκα από μέσα μου. "Ο ήλιος μας αποχαιρέτησε και για σήμερα", είπε εκείνος με φωνή. Το φεγγάρι ήρθε να μας πει άλλο ένα ψέμα. Ήρθε κι ήταν το μισό. Κάθε βράδυ μου υπόσχεται πως θα μας δοθεί ολόκληρο και ακέραιο και κάθε επόμενη νύχτα όλο και προσθέτει, όλο κι αφαιρεί. Κι όταν έρθει η πανσέληνος, είναι ήδη αργά για εμάς, για το φεγγάρι κι εμένα, διότι εγώ δεν έχω την ψυχή να το πιστέψω πια. 
     Έκανα αυτές τις σκέψεις, πότιζα το δέρμα μου με αμφιβολία, όσο αγωνιζόμουν με το κύμα, μέχρι που αισθάνθηκα την απουσία του φίλου. Η ταραχή κυριάρχησε. Κοίταξα γύρω. Θάλασσα, θάλασσα απέραντη, σκοτάδι, μαύρος ουρανός. Μαύρο ατέρμονο, σαν μια ανεπιθύμητη μελανιά που τη βλέπω παντού πάνω στο σώμα μου. Έψαχνα τον φίλο, δεν ήταν πουθενά. Με εγκατέλειψε, σαν τον ήλιο. Μου άφησε σημάδια στο δέρμα σαν κι αυτόν. 
     Το ένστικτό μου με έσπευσε σε φυγή, εστίασα σε όλους τους μύες του σώματός μου και βρέθηκα πίσω στην ακτή. Ξάπλωσα στη βρεγμένη άμμο, έκλαψα με λυγμούς. Αφέθηκα στο θρήνο, το σώμα μου πονούσε από το θρήνο. Ο θρήνος για τους ανθρώπους μου είναι κομμάτι της ψυχής μου, έχει μια ξεχωριστή θέση που την κρατάω για εκείνους κάθε που ξεκινά μια φιλία. 
     Ο χρόνος περνούσε κι εγώ έμεινα κοντά στην παλίρροια να μετράω τον πόνο. Κι εκεί που είχα μεθύσει από τα δάκρυα, με ώθησε ο θυμός να σηκωθώ. Ο θυμός και η απελπισία μου σφίγγουν το χέρι δυνατά. Λίγο πριν μου σπάσουν τα οστά, σηκώθηκα και άρχισα ν' ανεβαίνω το βουνό. "Θα πάρω άλλο δρόμο και θα φτάσω μόνη", σκέφτηκα με τα δόντια σφιγμένα. "Θα γυρίσω τον κόσμο. Θα γυρίσω τη ζωή, τους ανθρώπους, τις παρέες, τα σπίτια, τα μεροκάματα".
     Άφησα πίσω μου τη θάλασσα κι ανέβηκα με τα πόδια και τα χέρια μου τους μεγάλους βράχους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου