Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ο γιος του Θανάτου - ένα ηλίθιο κείμενο

                                                                                                              Ημέρα δύσκολη, έτος ασήμαντο
                                                                                                                                          Στην πόλη μου

Καλησπέρα. Ονομάζομαι Παντέρημος.

Είμαι μόνος,

Εισαγωγή ματαιόδοξη. Δεν θέλω να είμαι πια. Και αυτό το λέω επειδή σήμερα ξύπνησα νωρίς το πρωί για να δω τον ήλιο. Ποτέ κανείς μόνος δεν τολμά να δει τον ήλιο αν δεν ελπίζει να ξεσκίσει την μοναξιά του με τις δολοφόνες ηλιαχτίδες. Το φως διαπερνά τους μόνους και τους πληγώνει περισσότερο από την ανάμνηση. Είμαι μόνος εδώ και αρκετό καιρό, απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Η μάνα μου μού 'δωσε το όνομα του προπάππου μου που είναι νεκρός. Δεν μου το 'δωσε για τη μνήμη του. Μήτε γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να τον θυμάται. Μου το 'δωσε μονάχα επειδή είναι νεκρός. Νεκρός σαν εμένα όταν γεννήθηκα. Αυτό το γράμμα θα είναι πιο ελπιδοφόρο απ' όσο δείχνει.

Παράγραφος τελευταία. Γεννήθηκα μόνος και νεκρός. Το δέρμα μου ήταν ζαρωμένο και στα χέρια μου είχα ρυτίδες. Η μάνα μου με παράτησε για κάποιον μεγαλύτερο από εμένα. Η μάνα μου ήταν πουτάνα και με άφησε. Ο μόνος μεγαλύτερος από εμένα είναι ο Θάνατος, γιατί εγώ είμαι παιδί του. Σαν να λέμε δηλαδή πως η μάνα μου με άφησε για τον πατέρα μου, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας μου δεν έφυγε ποτέ από το πλάι μου και της το κρατούσε κρυφό πως με επισκεπτόταν. Ήθελε να γνωρίζει τα πάντα για 'μένα και με είχε από κοντά για να 'ναι βέβαιος πως θα πεθαίνω καλά. Όλους τους φίλους που γνώριζα ήθελε να τους γνωρίζει κι εκείνος. Ο παιδικός μου κολλητός τον φοβόταν πάντα, γιατί είχε εφιάλτες τις νύχτες πως βαδίζουν μαζί σε μια γέφυρα. Ο πατέρας μου όταν το έμαθε τον πιάσαν τα κλάματα και ψάχνοντας συγχώρεση τον αγκάλιασε και τον πήρε μακριά μου. Η πρώτη μου κοπέλα ήταν η Νεφέλη. Την φίλησα στο στόμα στον κήπο του σπιτιού της. Ο πατέρας μου άνοιξε το καλό κρασί όταν το έμαθε και την κάλεσε σπίτι να της κάνουμε το τραπέζι. Ήθελε να τη γνωρίσει γι' αυτό και την πήρε κι αυτή μαζί του.

Παράγραφος ρομαντική. Όλες οι κοπέλες έφευγαν από κοντά μου, γιατί ο πατέρας μου άθελά του τις έπαιρνε μακριά μου. Εγώ ήξερα πως οι μπαμπάδες είναι έτσι και δεν γκρίνιαζα πολύ. Άλλωστε η μάνα μου ήταν πουτάνα και δεν μπορούσα να στηριχτώ σε κάποιον άλλο. Ήταν ο μόνος που μου είχε απομείνει. Όταν ενηλικιώθηκα και το δέρμα μου άρχισε να σκουραίνει από την αποσύνθεση, γνώρισα τη Μυρτώ. Η Μυρτώ ήταν όμορφη και είχε πλεξούδες τα μαλλιά. Τα είχε βαμμένα ροζ και φορούσε μαγικά γυαλιά για να με βλέπει λιγότερο μόνο. Την αγάπησα τη Μυρτώ. Με φιλούσε και έκανε το δέρμα μου ροδαλό και ζεστό. Τα δόντια μου σταμάτησαν να πέφτουν και φύτρωναν νέα πιο γερά. Μπορούσα μάλιστα και να την κοιτάξω χωρίς τα γυαλιά μου. Εκείνη όμως όχι χωρίς τα δικά της. Εκείνη την περίοδο μου ήμουν με τη Μυρτώ, ο πατέρας μου είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη ζωή μου. Εγώ νόμιζα πως δεν με ήθελε πια γιατί τον είχα προδώσει. Όμως τελικά αποδείχθηκε πως εγώ τον έδιωχνα μακριά με την αγάπη μου για τη Μυρτώ. Η Μυρτώ έλεγε πως δεν είναι καιρός για να ζω με τον πατέρα μου. Πως όλα τα παιδιά πρώτα ζουν κι αγαπούν κι έπειτα γίνονται εξαρτημένα από τον πατέρα τους. Εγώ αυτό δεν το 'χα ξανακούσει. Για τη Μυρτώ έγραφα ποιήματα και έπλαθα εικόνες με το μυαλό μου πριν κοιμηθώ, αλλά και κατά τη διάρκεια της μέρας. Εκείνη τα 'λεγε όνειρα. Εγώ απλά εικόνες.

Παράγραφος τολμηρή. Ο πατέρας μου μου έστειλε γράμμα πως ήθελε να γνωρίσει τη Μυρτώ. Από τη γραφή του φαινόταν εκνευρισμένος και ανήσυχος. Είχε αρχίσει να νιώθει πως τον αντικαθιστώ. Κι εγώ το ίδιο ένιωθα, αλλά δε φαντάστηκα πως ήταν κακό. Η Μυρτώ όμως δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Έλεγε "ποτέ". Έλεγε πως εμείς θα ζήσουμε για πάντα. Και πως αν εγώ ήθελα να μείνω μαζί του, εκείνη δεν θα ερχόταν να με βρει. Έλεγε πως ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και να ελευθερώσει τη Ζωή. Ζωή λέγαν τη μητέρα της που ήταν κατάδικη σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Είχε βάλει στόχο ζωής να τη βρει και να την φυγαδεύσει και να τη γνωρίσει σε όλους. Έλεγε πως η μητέρα της έκανε έρωτα με πάθος και πως όλοι την ήθελαν. Ήθελε να την εκθέσει παντού. Τότε κατάλαβα πως δεν ήταν μόνο η δική μου μητέρα πουτάνα. Η Μυρτώ το πήρε πολύ στραβά αυτό και με άφησε. Είπε πως θα φύγει να παλέψει για τους ανθρώπους. Εγώ δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο εκτός από εκείνη. Γιατί όσους γνώριζα ο πατέρας μου είχε τον ενθουσιασμό να τους ελέγξει για μένα. Και τους έπαιρνε μακριά μου. Η Μυρτώ ήταν η μόνη που δεν ενδιαφέρθηκε να του συστηθεί.

Ανάσα για μια σκληρή παράγραφο που φοβάμαι να γράψω. Ο μπαμπάς μού έβαλε λόγια για τη συμπεριφορά της Μυρτούς. Έλεγε πως με απατά και πως ήταν δικαιολογία η στάση της για να φύγει μακριά μου μαζί με τον εραστή της. Εγώ τον εμπιστεύτηκα γιατί ήταν πάντοτε στο πλάι μου. Γι' αυτό και πήγα απ' το σπίτι της ένα βράδυ και την περίμενα στο κεφαλόσκαλο. Όταν πια έφτασε, ήταν αργά τη νύχτα και εκείνη ήταν μεθυσμένη. Η Μυρτώ δεν έπινε ποτέ, όμως είχε τα γονίδια της μητέρας της και συχνά ήταν μεθυσμένη από το πουθενά. Αυτό το είχα ερωτευτεί σε εκείνη, όμως τώρα πια δεν το άντεχα. Την πλησίασα και την χτύπησα στο κεφάλι με ένα ξύλο. Ο πατέρας μου είπε πως η συνάντηση με εκείνη ήταν νίκη αξιοσημείωτη και πως άξιζε να το γιορτάσουμε. Μου το έγραψε σε ένα γράμμα που έλεγε επίσης πως με συγχωρεί για την προδωσία μου απέναντί του και πως ήρθε καιρός ν'ανταμώσουμε και να μου κάνει κι εμένα το τραπέζι. Εγώ αφού είχα χάσει τη Μυρτώ, είχα χάσει ξανά και το χρώμα μου, μαζί με τα δόντια και την όρασή μου.

Παράγραφος. Έβαλα το καλό μου κουστούμι και αγόρασα μερικά γλυκά για να μην πάω στο τραπέζι με άδεια χέρια. Αποφάσισα να μην πάρω το αυτοκίνητο και να περπατήσω μέχρι το σημείο που θα αντάμωνα με τον πατέρα. Στο δρόμο όμως με συνάντησε ένα παλιό πρόσωπο που με είχε προδώσει εξ αρχής και με είχε καταδικάσει να είμαι νεκρός και μόνος. Ήταν η μητέρα μου. Βέβαια ήταν αρκετά διαφορετική από την τελευταία φορά που την είχα δει. Δεν μου φαινόταν καθόλου πουτάνα. Ήταν γλυκιά και πολύ όμορφη. Ήταν πιο όμορφη από τη Μυρτώ μου. Με πλησίασε και πήγε να με αγκαλιάσει, όμως δεν την άφησα γιατί μόνο η Μυρτώ μου ήθελα να με αγκαλιάσει. Μου είπε να φύγω, μου είπε να τρέξω. Μου είπε να αφήσω τον πατέρα μου στη λήθη και να εκπληρώσω το πεπρωμένο που είχα κλέψει από έναν άγγελο και που τώρα πια ήταν δικό μου. Είπε πως όταν σκοτώνεις έναν άγγελο το πεπρωμένο του γίνεται δικό σου. Τη ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο άγγελος και εκείνη έβαλε το χέρι της στην καρδιά μου, εκεί που θα ήταν δηλαδή αν δεν είχε ήδη σαπίσει από καιρό.

Ήθελα πολύ τελικά να σας γράψω ψέματα πως όλα πήγαν καλά για την αληθινή αυτή ιστορία, πως ο άγγελος ήταν η Μυρτώ, που ήταν δηλαδή, και πως η πλέον αποστολή μου θα ήταν να απομυθοποιήσω τον τύραννο πατέρα μου και να τρέξω να ελευθερώσω τη Ζωή. Όμως μετά η μάνα μου μου αποκάλυψε πως εκείνη ήταν η Ζωή τελικά και πως είχε στείλει την Μυρτώ σαν αγγελική της κόρη να τη σώσει από τη φυλακή της και εγώ έβαλα τα γέλια επειδή τόσο καιρό πηδούσα την αδερφή μου. Γι' αυτό και γέλασα όσο πιο δυνατά μπορούσα μες στα μούτρα της, πήρα το σάπιο τομάρι μου με τα γέρικα μου χέρια και τις ρυτίδες και πήρα το πρώτο πλοίο για να φύγω για τα νησιά. Και έμαθα πως ούτε η Ζωή η ίδια η πουτάνα δεν ξέρει το νόημα της ΖΩΗΣ και πως εγώ το βρήκα στις παραλίες που άραζα με τα σκυλιά που γνώρισα και τους ομοφυλόφιλους, όχι στον πόλεμο και τον αγώνα της ψευδαίσθησης. Έπειτα έγραφα άρθρα σε εφημερίδες καταγγέλοντας τη Ζωή ως προπαγανδίστρια και προβοκατόρισσα γιατί παρουσίαζε τον εαυτό της ως το ύψιστο αγαθό που πρέπει να ελευθερωθεί και με έκλεισαν στο τρελοκομείο.

Παράγραφος!!!!!! Αυτό το γράμμα κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει. Και θα τελειώσει ελπιδοφόροα όπως σας υποσχέθηκα. Αν εγώ, ο γιος του Θανάτου, κατάφερα να ζήσω περισσότερο από την ίδια τη Ζωή, τότε φαντάσου τι μπορείς να κάνεις εσύ, πουστόπαιδο.

                                                                                                   Αποφώνηση αιμομικτική,
                                                                                                                    
                                                                                                                            Παντυ.

2 σχόλια:

  1. ο φώσκωλος θα ενθουσιαζόταν

    (αγαπητοί φανς της βιλντέρια, μην με μισήσετε. την πειράζω.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή