Μια μουσική σκηνή που έμοιαζε λιγάκι με εκείνη της Μ* κάπου στο μέλλον. Ένα ποδήλατο στον τοίχο στολισμένο με φωτάκια χριστουγεννιάτικα, εικόνα που μύριζε σαν κάτι απ' τον πόθο της Δ*. Ένας καθρέφτης και μια αμηχανία στα βήματα στο χορό που αντικατοπτρίζονταν μέσα του και θύμιζαν κομμάτια σκορπισμένα της Ν*. Και μια ατμόσφαιρα εκρηκτική βασανισμένη από σπίθες καινούριες, ολόφρεσκες και παρωχημένες συνάμα-για 'μένα ίσως μονάχα-μαζί με τον ερυθρό φωτισμό που είχε μια γεύση καυστική από την Έ*.
Το σκηνικό ήταν ζεστό, έκαιγε, έβραζε και έξω το κρύο οδυρόταν-ψωλόκρυο, Δ*. Οι ανάσες είχαν υφή και για κάποιους ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν εάν την δέχονταν απ' το κρύο ή απ' τα τσιγάρα που ίσως οι ίδιοι κρατούσαν. Καπνός και παγωνιά. Και ζέστη. Μολονότι το μέρος ήταν άδειο με το πρώτο μας βήμα, όταν κάθισα στη σκηνή μαζί με τη Μ* και τους κοιτούσα, αυτούς τους μετρημένους στα δάχτυλα, γέμισε ο τόπος, σαν να φούσκωνε ολόκληρο το μπαρ και ήταν έτοιμο να σκάσει. Άνθρωποι παράλληλοι και μόνοι, άνθρωποι που δε χωρούσαν στα σώματά τους, άνθρωποι που η πληγή τους έγινε μίσος, άνθρωποι φουγάρα, άνθρωποι επαναστάτες, άνθρωποι ασυμβίβαστοι που ταξιδεύουν με ποδήλατα ιπτάμενα, άνθρωποι που τραγουδούν και κολυμπούν, μικρές γοργόνες που δεν αντάλλαξαν τη φωνή τους για μια ουρά, αστροναυτάκια και πρεζάκια.
Δεν κοιτούσα γύρω μου, κοιτούσα ευθεία. Και συνέχιζε όλη αυτή η πλάνη για το υπόλοιπο της νύχτας· συνέχιζαν να γεννιούνται άνθρωποι απ' τους ανθρώπους εκείνους, υπάρξεις και υποϋπάρξεις. Άνθρωποι αερικά, αγέρας και καπνός, λύκοι θλιμμένοι, ροκ εν ρολλ ψυχές και χορευτές, ερασιτέχνες και καλλιτέχνες, χορευτές έμπειροι κι αδέξιοι, φωνές που τρέμουν και σώματα που ιδρώνουν με την επαφή, τραγουδιστές! τραγουδιστές και υπνοβάτες αστροναύτες, φεγγάρια και κοχύλια, κορδέλες, παιδιά μικρά, αφελή και ενθουσιώδη, η απουσία κι η αμηχανία, η λατρεία κι η λαγνεία. Και σώματα φυλακή. Σώματα τάφοι της ψυχής, σώματα τάφοι μεγαλείων. Εγώ δεν έχω ιδέα πώς χώρεσα και τις τρεις τους εκεί μέσα! Εγώ κι η Ε*. Κι η Ε*. Ήμουν για ακόμη μια βραδιά παρατηρητής.
Την είχα ξαναζήσει αυτή τη βραδιά, όπως πολλές άλλες ατελείωτες. Κι εκείνη, όπως φαινόταν να θυμάμαι, ξεκίνησε με τη Μ*. Βάδισε προς τα μέσα και κάθισε απάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν πως εάν ήξερα να ζωγραφίζω θα ήταν ένας πίνακας στο δωμάτιό μου και έκανα το συνειρμό ότι μου θύμιζε λιγάκι και τη δική της μουσική σκηνή που θα χτίσει σε μερικά χρόνια. Της πήγαινε πάρα πολύ. Η μουσική περιέπλεκε τα συναισθήματά της και ο καπνός απ' τα χείλη του τη στόχευε παρόλο που στεκόταν βήματα μακριά της. Πού και πού προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή με παιδικές φιγούρες και χορευτικές κινήσεις αστείες, μα εκείνη περίμενε εκείνον να γυρίσει την πλάτη για να του χαρίσει ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που νιώθω απαίσια που πήρα εγώ όταν την κοίταξα, ενώ ήταν δικό του.
Εκείνη στροβιλιζόταν απάνω στη σκηνή, δίπλα μου, κι άλλαζε πρόσωπα, ενώ μου ψιθύριζε μια ιστορία-απ' αυτές τις τρομακτικές που ακούς σε κάτι ξενύχτια παιδικά. Μιλούσε για ένα εγκαταλελειμμένο μπαρ, κάπου έξω απ' το χρόνο, στο οποίο πήγαιναν κάθε βράδυ δυο άγνωστοι μεταξύ τους σκελετοί, μα όχι ξένοι, και συστήνονταν ο ένας στον άλλο με τον ίδιο τρόπο. Γνωρίζονταν, όπως πάντα, ξανά απ' το τέλος και δεν πρόφταναν ποτέ να καταλήξουν στην αρχή. Κάθε βράδυ επισκέπτονταν εκείνο, το δικό τους, το μπαρ και μονάχα ο μπάρμαν τους συντρόφευε, μα κι εκείνος ήταν σαν να μην υπήρχε. Συστήνονταν και γνωρίζονταν απ' το τέλος.
Και κάθε τέτοια νύχτα, έξω απ' το χρόνο, εκείνη έβαζε φωτιά στον εαυτό της και έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της μέσα σ' εκείνο το μπαρ, ενώ εκείνος στεκόταν απέναντί της υπομονετικός και την κοιτούσε με οικειότητα σαν να 'ταν το πιο όμορφο πλάσμα που επρόκειτο να καταστραφεί μαζί του. Κι έβρεχε εκείνος απάνω στη φωτιά της σιωπηλός, στο σκοτάδι του, κι εκείνη έσπαγε τα πάντα και ωρυόταν, διότι εκείνος πάντα περίμενε μέχρι εκείνη να πάρει φωτιά για τα καλά και μετά έσβηνε κι εκείνη και τα σημάδια απ' τα εγκαύματα που είχαν σχηματιστεί στο κορμί της.
Ώσπου, εν τέλει, εναρμονίζονταν στον χορό του πάθους τους, δυο σκελετοί με πόθους, και κάθε πρωί, σε αυτό το εγκαταλελειμμένο μπαρ, ξυπνούσαν κι όλα ήταν στη θέση τους, τίποτα δεν ήταν σπασμένο ή καμένο, κοιτάζονταν σαν δυο άγνωστοι και έπαιρναν άλλους δρόμους μέχρι να ξανάρθει το βράδυ. Δεν θυμάμαι το τέλος της ιστορίας της Μ*, αλλά ένιωθα περί τίνος πρόκειται, κάτι τέτοιες ιστορίες, δεν είναι προβλέψιμες-άλλωστε, η συνέχεια τείνει προς την αρχή κι η αρχή δεν είχε επιτευχθεί ποτέ σε καμία γωνία του χρόνου.
Η Ν* χόρευε. Μαζί με την Δ*, χόρευε και βάδιζε άτεχνα απάνω στους καθρέφτες της. Η απουσία του εκείνη τη νύχτα δεν σήμαινε και πολλά γι αυτήν, γιατί γνώριζε πως σε ένα παράλληλο σύμπαν εκείνος βρισκόταν εκεί, δεν απουσίαζε, χόρευε μαζί της. Και σε ένα άλλο, απουσίαζε εκείνη κι εκείνος έπαιρνε τους δρόμους και έψαχνε το χρυσόψαρο που τη συντρόφευε στη γυάλα που είχε πάνω στο κομοδίνο της, να του περάσει το λουρί και να το ωθήσει να τον σύρει μέχρι τα χνάρια της. Μα, και σ' ένα άλλο παράλληλο σύμπαν δεν ήταν καν εκείνος, δεν υπήρξε ποτέ.
Και κάπου εκεί μπήκε το τραγούδι εκείνου που δεν υπήρξε ποτέ για τη Ν* "Μια ιστορία θα σας πω, για τον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον Φλου.." κι άρχισε να εκπνέει το αφελές της ενθουσιώδες χαμόγελο πάνω στην Μ* και λίγο σ' εμένα, την Ε*, και να ωθεί ξανά αυτές τις ρημαδοϋπάρξεις να χαμογελάσουν μαζί της με τη μεταδοτική της χαρά. Το μοναδικό μεταδοτικό χαμόγελο που γνώρισα μέχρι σήμερα, Ν*. Κι ήταν λες και είχε φέρει ολόκληρο το φεγγάρι, το 'χε σύρει και το 'χε φέρει μέσα εκεί σ' αυτό το μπαρ, μαζί μας. Και-ξαναλέω, όπως έχω ξαναπεί για 'κείνη-και χάρη μας έκανε.
Κι η Δ*. Κι εκείνη χόρευε. Και τραγουδούσε. Για μια στιγμή ένιωσα έντονα την ανάγκη να την αγγίξω, να τη σφίξω, να με σβήσει λιγάκι, να ηρεμήσω όσο μπορώ τη φωτιά μου, γιατί έτσι όπως ήταν το μέρος και τόσο φορτωμένο από ανθρώπους που το έβλεπα, η έκρηξή μου θα ήταν αναπόφευκτη. Εκείνη μοχθούσε να ελέγξει την παλίρροια μέσα της, να ηρεμήσει τη φουρτούνα, να μην ξεχειλίσει και άθελά της τον πνίξει μέσα της-κι ίσως θα 'ταν νωρίς για μια τέτοια δημιουργική καταστροφή. Εκείνη χόρευε για εκείνον, για κανέναν άλλο, χόρευε και τραγουδούσε τα τραγούδια που αγαπούσε-μα περισσότερο τα τραγούδια που λάτρευε εκείνος-και το 'κανε για 'κείνον. Η Ζ* κι η Α* ήταν ένα βήμα πριν ξεχειλίσουν. Η επανάσταση την Ανατολή. Ζωή και κότα. Ζωή!
Ξαφνικά-και για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά η συχνή δήλωση της Μ*-τα ηχεία δεν έπαιζαν δίσκους, αλλά ήταν συνδεδεμένα με την παλίρροια της Δ*. Τα ηχεία έπαιζαν τη μουσική της. Κι άρχισε η μουσική να θυμίζει εκείνο το αρμυρό και σκουριασμένο τραγούδι που αρκετά καλά γνωρίζαμε όλοι, μα περισσότερο η Δ* κι εκείνος. "Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα και τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμένα.. Μας τραγουδούσαν πουλιά παραδεισένια.. Ήταν ωραία η Ζωή, ήταν ωραία.."
Και δεν θέλω να πω πολλά εδώ. Μόνο να θυμηθώ λιγάκι τα δάχτυλά της που κλείδωναν γύρω απ' τη μέση του και τα δικά του που χάιδευαν τα μαλλιά της. Τα βλέφαρά τους κλειστά και τα βλέμματα τα ίδια, σαν να 'ταν το ίδιο άτομο, σαν να 'ταν ένα. Τυφλός είστε κύριε, τυφλός! Βία στη βία σας, κύριε. Παλίρροια στον έρωτά σας!
Κι εγώ; Παρατηρητής. Σαν να μην μπω ποτέ μέσα τους, μόνο ανάμεσα, παρατηρητής. Και τ'αγαπώ τώρα πια κι ας λένε. Τ'αγαπώ. Κι ας ήταν θλιμμένες κι οι δυο Ε*-και μην σ'ακούσω να διαφωνείς, χαμομήλι. Εγώ ξέρω ότι είχα επιστρέψει απ' την αρχή και ξαναζούσα το τέλος. Κι ότι, αυτοί οι τελευταίοι, οι αμοιβαίοι χορευτές, με μάγεψαν. Γιατί τους είχα δει εκεί κάπου έξω απ' το χρόνο να πεθαίνουν. Μα τώρα είχα γυρίσει στο τέλος, και να που τους βλέπω ξανά να χορεύουν. The dance of the dead. The dance of the dead.
Και καλύτερα που έλειπες, να σου πω την αλήθεια. Δεν θ' άντεχε άλλη φλόγα εκείνο το ρημαδομπάρ. Και δεν είναι που θα 'σκαγε. Είναι που θα 'πρεπε ξανά να βγω απ' το χρόνο, να ψάξω να σε βρω μες στα κομμάτια μας.
Το σκηνικό ήταν ζεστό, έκαιγε, έβραζε και έξω το κρύο οδυρόταν-ψωλόκρυο, Δ*. Οι ανάσες είχαν υφή και για κάποιους ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν εάν την δέχονταν απ' το κρύο ή απ' τα τσιγάρα που ίσως οι ίδιοι κρατούσαν. Καπνός και παγωνιά. Και ζέστη. Μολονότι το μέρος ήταν άδειο με το πρώτο μας βήμα, όταν κάθισα στη σκηνή μαζί με τη Μ* και τους κοιτούσα, αυτούς τους μετρημένους στα δάχτυλα, γέμισε ο τόπος, σαν να φούσκωνε ολόκληρο το μπαρ και ήταν έτοιμο να σκάσει. Άνθρωποι παράλληλοι και μόνοι, άνθρωποι που δε χωρούσαν στα σώματά τους, άνθρωποι που η πληγή τους έγινε μίσος, άνθρωποι φουγάρα, άνθρωποι επαναστάτες, άνθρωποι ασυμβίβαστοι που ταξιδεύουν με ποδήλατα ιπτάμενα, άνθρωποι που τραγουδούν και κολυμπούν, μικρές γοργόνες που δεν αντάλλαξαν τη φωνή τους για μια ουρά, αστροναυτάκια και πρεζάκια.
Δεν κοιτούσα γύρω μου, κοιτούσα ευθεία. Και συνέχιζε όλη αυτή η πλάνη για το υπόλοιπο της νύχτας· συνέχιζαν να γεννιούνται άνθρωποι απ' τους ανθρώπους εκείνους, υπάρξεις και υποϋπάρξεις. Άνθρωποι αερικά, αγέρας και καπνός, λύκοι θλιμμένοι, ροκ εν ρολλ ψυχές και χορευτές, ερασιτέχνες και καλλιτέχνες, χορευτές έμπειροι κι αδέξιοι, φωνές που τρέμουν και σώματα που ιδρώνουν με την επαφή, τραγουδιστές! τραγουδιστές και υπνοβάτες αστροναύτες, φεγγάρια και κοχύλια, κορδέλες, παιδιά μικρά, αφελή και ενθουσιώδη, η απουσία κι η αμηχανία, η λατρεία κι η λαγνεία. Και σώματα φυλακή. Σώματα τάφοι της ψυχής, σώματα τάφοι μεγαλείων. Εγώ δεν έχω ιδέα πώς χώρεσα και τις τρεις τους εκεί μέσα! Εγώ κι η Ε*. Κι η Ε*. Ήμουν για ακόμη μια βραδιά παρατηρητής.
Την είχα ξαναζήσει αυτή τη βραδιά, όπως πολλές άλλες ατελείωτες. Κι εκείνη, όπως φαινόταν να θυμάμαι, ξεκίνησε με τη Μ*. Βάδισε προς τα μέσα και κάθισε απάνω στη σκηνή. Σκεφτόμουν πως εάν ήξερα να ζωγραφίζω θα ήταν ένας πίνακας στο δωμάτιό μου και έκανα το συνειρμό ότι μου θύμιζε λιγάκι και τη δική της μουσική σκηνή που θα χτίσει σε μερικά χρόνια. Της πήγαινε πάρα πολύ. Η μουσική περιέπλεκε τα συναισθήματά της και ο καπνός απ' τα χείλη του τη στόχευε παρόλο που στεκόταν βήματα μακριά της. Πού και πού προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή με παιδικές φιγούρες και χορευτικές κινήσεις αστείες, μα εκείνη περίμενε εκείνον να γυρίσει την πλάτη για να του χαρίσει ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που νιώθω απαίσια που πήρα εγώ όταν την κοίταξα, ενώ ήταν δικό του.
Εκείνη στροβιλιζόταν απάνω στη σκηνή, δίπλα μου, κι άλλαζε πρόσωπα, ενώ μου ψιθύριζε μια ιστορία-απ' αυτές τις τρομακτικές που ακούς σε κάτι ξενύχτια παιδικά. Μιλούσε για ένα εγκαταλελειμμένο μπαρ, κάπου έξω απ' το χρόνο, στο οποίο πήγαιναν κάθε βράδυ δυο άγνωστοι μεταξύ τους σκελετοί, μα όχι ξένοι, και συστήνονταν ο ένας στον άλλο με τον ίδιο τρόπο. Γνωρίζονταν, όπως πάντα, ξανά απ' το τέλος και δεν πρόφταναν ποτέ να καταλήξουν στην αρχή. Κάθε βράδυ επισκέπτονταν εκείνο, το δικό τους, το μπαρ και μονάχα ο μπάρμαν τους συντρόφευε, μα κι εκείνος ήταν σαν να μην υπήρχε. Συστήνονταν και γνωρίζονταν απ' το τέλος.
Και κάθε τέτοια νύχτα, έξω απ' το χρόνο, εκείνη έβαζε φωτιά στον εαυτό της και έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της μέσα σ' εκείνο το μπαρ, ενώ εκείνος στεκόταν απέναντί της υπομονετικός και την κοιτούσε με οικειότητα σαν να 'ταν το πιο όμορφο πλάσμα που επρόκειτο να καταστραφεί μαζί του. Κι έβρεχε εκείνος απάνω στη φωτιά της σιωπηλός, στο σκοτάδι του, κι εκείνη έσπαγε τα πάντα και ωρυόταν, διότι εκείνος πάντα περίμενε μέχρι εκείνη να πάρει φωτιά για τα καλά και μετά έσβηνε κι εκείνη και τα σημάδια απ' τα εγκαύματα που είχαν σχηματιστεί στο κορμί της.
Ώσπου, εν τέλει, εναρμονίζονταν στον χορό του πάθους τους, δυο σκελετοί με πόθους, και κάθε πρωί, σε αυτό το εγκαταλελειμμένο μπαρ, ξυπνούσαν κι όλα ήταν στη θέση τους, τίποτα δεν ήταν σπασμένο ή καμένο, κοιτάζονταν σαν δυο άγνωστοι και έπαιρναν άλλους δρόμους μέχρι να ξανάρθει το βράδυ. Δεν θυμάμαι το τέλος της ιστορίας της Μ*, αλλά ένιωθα περί τίνος πρόκειται, κάτι τέτοιες ιστορίες, δεν είναι προβλέψιμες-άλλωστε, η συνέχεια τείνει προς την αρχή κι η αρχή δεν είχε επιτευχθεί ποτέ σε καμία γωνία του χρόνου.
Η Ν* χόρευε. Μαζί με την Δ*, χόρευε και βάδιζε άτεχνα απάνω στους καθρέφτες της. Η απουσία του εκείνη τη νύχτα δεν σήμαινε και πολλά γι αυτήν, γιατί γνώριζε πως σε ένα παράλληλο σύμπαν εκείνος βρισκόταν εκεί, δεν απουσίαζε, χόρευε μαζί της. Και σε ένα άλλο, απουσίαζε εκείνη κι εκείνος έπαιρνε τους δρόμους και έψαχνε το χρυσόψαρο που τη συντρόφευε στη γυάλα που είχε πάνω στο κομοδίνο της, να του περάσει το λουρί και να το ωθήσει να τον σύρει μέχρι τα χνάρια της. Μα, και σ' ένα άλλο παράλληλο σύμπαν δεν ήταν καν εκείνος, δεν υπήρξε ποτέ.
Και κάπου εκεί μπήκε το τραγούδι εκείνου που δεν υπήρξε ποτέ για τη Ν* "Μια ιστορία θα σας πω, για τον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον Φλου.." κι άρχισε να εκπνέει το αφελές της ενθουσιώδες χαμόγελο πάνω στην Μ* και λίγο σ' εμένα, την Ε*, και να ωθεί ξανά αυτές τις ρημαδοϋπάρξεις να χαμογελάσουν μαζί της με τη μεταδοτική της χαρά. Το μοναδικό μεταδοτικό χαμόγελο που γνώρισα μέχρι σήμερα, Ν*. Κι ήταν λες και είχε φέρει ολόκληρο το φεγγάρι, το 'χε σύρει και το 'χε φέρει μέσα εκεί σ' αυτό το μπαρ, μαζί μας. Και-ξαναλέω, όπως έχω ξαναπεί για 'κείνη-και χάρη μας έκανε.
Κι η Δ*. Κι εκείνη χόρευε. Και τραγουδούσε. Για μια στιγμή ένιωσα έντονα την ανάγκη να την αγγίξω, να τη σφίξω, να με σβήσει λιγάκι, να ηρεμήσω όσο μπορώ τη φωτιά μου, γιατί έτσι όπως ήταν το μέρος και τόσο φορτωμένο από ανθρώπους που το έβλεπα, η έκρηξή μου θα ήταν αναπόφευκτη. Εκείνη μοχθούσε να ελέγξει την παλίρροια μέσα της, να ηρεμήσει τη φουρτούνα, να μην ξεχειλίσει και άθελά της τον πνίξει μέσα της-κι ίσως θα 'ταν νωρίς για μια τέτοια δημιουργική καταστροφή. Εκείνη χόρευε για εκείνον, για κανέναν άλλο, χόρευε και τραγουδούσε τα τραγούδια που αγαπούσε-μα περισσότερο τα τραγούδια που λάτρευε εκείνος-και το 'κανε για 'κείνον. Η Ζ* κι η Α* ήταν ένα βήμα πριν ξεχειλίσουν. Η επανάσταση την Ανατολή. Ζωή και κότα. Ζωή!
Ξαφνικά-και για να επιβεβαιωθεί για ακόμη μια φορά η συχνή δήλωση της Μ*-τα ηχεία δεν έπαιζαν δίσκους, αλλά ήταν συνδεδεμένα με την παλίρροια της Δ*. Τα ηχεία έπαιζαν τη μουσική της. Κι άρχισε η μουσική να θυμίζει εκείνο το αρμυρό και σκουριασμένο τραγούδι που αρκετά καλά γνωρίζαμε όλοι, μα περισσότερο η Δ* κι εκείνος. "Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέα και τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμένα.. Μας τραγουδούσαν πουλιά παραδεισένια.. Ήταν ωραία η Ζωή, ήταν ωραία.."
Και δεν θέλω να πω πολλά εδώ. Μόνο να θυμηθώ λιγάκι τα δάχτυλά της που κλείδωναν γύρω απ' τη μέση του και τα δικά του που χάιδευαν τα μαλλιά της. Τα βλέφαρά τους κλειστά και τα βλέμματα τα ίδια, σαν να 'ταν το ίδιο άτομο, σαν να 'ταν ένα. Τυφλός είστε κύριε, τυφλός! Βία στη βία σας, κύριε. Παλίρροια στον έρωτά σας!
Κι εγώ; Παρατηρητής. Σαν να μην μπω ποτέ μέσα τους, μόνο ανάμεσα, παρατηρητής. Και τ'αγαπώ τώρα πια κι ας λένε. Τ'αγαπώ. Κι ας ήταν θλιμμένες κι οι δυο Ε*-και μην σ'ακούσω να διαφωνείς, χαμομήλι. Εγώ ξέρω ότι είχα επιστρέψει απ' την αρχή και ξαναζούσα το τέλος. Κι ότι, αυτοί οι τελευταίοι, οι αμοιβαίοι χορευτές, με μάγεψαν. Γιατί τους είχα δει εκεί κάπου έξω απ' το χρόνο να πεθαίνουν. Μα τώρα είχα γυρίσει στο τέλος, και να που τους βλέπω ξανά να χορεύουν. The dance of the dead. The dance of the dead.
Και καλύτερα που έλειπες, να σου πω την αλήθεια. Δεν θ' άντεχε άλλη φλόγα εκείνο το ρημαδομπάρ. Και δεν είναι που θα 'σκαγε. Είναι που θα 'πρεπε ξανά να βγω απ' το χρόνο, να ψάξω να σε βρω μες στα κομμάτια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου