Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Φρούτα και μαύρο

Φλεβάρης.
Στη φλέβα ενός στενού ένα παράθυρο ανοίγει.
Μπαίνει φως.
Ταξιδεύω.
Είναι δωρεάν, δεν με νοιάζει ο προορισμός.
Τα καλύτερα ταξίδια δεν χρειάζονται διαβατήριο και πούλμαν.
-Πάμε Ιρλανδία;
-Ξέρω 'γω.
-Πάμε, έχει τα δάση που μου 'λεγες.
-Παγωτά είναι αυτά εκεί;
-Λέγε ρε!
-Πω, το ψήνω για παγωτό.
-Πόσο λες να μας πάρει μέχρι να φτάσουμε;
-Α, άκυρο. Γιαούρτι λέει παγωμένο. Μούφα.
-Δεν έχει παγωτά πια εδώ.
-Ε, ας φτιάξουμε δικό μας. Ποιος έχει κατσίκα;
-Θα πάρουμε το τραίνο ή τους δράκους;
-Τους δράκους, ρε. Πού θα βρούμε κατσίκα;
-Στην Ιρλανδία θα έχει κατσίκες. Και κατσικοπρόβατα.
-Τέλεια! Κάλεσες δράκο;
-Έλεγα να πάρουμε τους δικούς μας.
-Καλώς.

Βγαίνω απ' το σπίτι και περπατώ.
Καλοκαίρι - μα είσαι;
Στο δρόμο ο ήλιος μου στρώνει χαλί.
Να 'μαστε πάλι, σε ζητούσα.
Ταξίδεψες ως εδώ, μα για 'μένα;
Αυτό το πρωινό δεν σκέφτομαι ποια είμαι.
Γιατί δεν είμαι.
Ένα ζευγάρι ανδρών μοιράζεται το χαλί μαζί μου.
-Φρούτα να πάρουμε.
-Από πότε τρως φρούτα;
-Ρε, για 'σένα το λέω.
-Από πότε αγοράζεις φρούτα για 'μένα;
-Έλα τώρα.
-Πολύ αστυ-εραστικό.
-Χαχα, άρχισες πάλι.
-Αστεραστικό.
-Μικρό ή μεσό;
-Λέγε, τώρα.
-Από τότε που αφήνεις τα ψιλά και τα κομμένα εισιτήρια στον πάγκο μου.
-Οι αστοί πρέπει να δουν τ'αστέρια. Αστερισμός.
-Τα λογοπαίγνιά σου..
-Αστερασμός..

Πεδίον του Άρεως, 16 Φλεβάρη, 9:54 πμ.
Θέλω να τρέξω.
Απορώ γιατί οι άνθρωποι αποζητούν τα φτερά των πουλιών.
Τρέχω και τα παπούτσια μου μαζεύουν λάσπη.
Όλο και περισσότερη, ανεβαίνω ύψος.
Το να πετάς είναι υπερεκτιμημένο.
Στο βάδισμα μπορώ και βρίσκω δύναμη και θάρρος.
Τα όνειρά μου απέχουν μερικά βήματα.
Ο ήλιος ξαπλώνει σε ένα παγκάκι και αράζει.
Δύο μετανάστριες χαϊδεύουν ένα σκυλί.
-Περίεργα δεν είναι τα σκυλιά εδώ;
-Τι θες να πεις;
-Τα σκυλιά, εδώ, στην Αθήνα, είναι παράξενα, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί.
-Τι να σου πω, δεν βρίσκω τη διαφορά απ' τα δικά μας.
-Μα, κοίτα τα.
-Δεν σ'αρέσουν;
-Δεν ξέρω, μα, είναι παράξενα.
-Δεν μου εξηγείς.
-Απλώς είναι παράξενα..
-Κι εμείς.
-Εμείς γιατί;
-Ρώτα τους. Είμαστε.
-Δεν ξέρω καλά τη γλώσσα τους. Ρώτα εσύ.
-Εγώ έχω ρωτήσει.
-Και τι απάντησαν;
-Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.
-Κατάλαβα. Πάντως είναι πολύ όμορφα..
-Τα σκυλιά λες;
-Ναι. Και εμείς.

Αναζητώ τη θάλασσα.
Θέλω να βαδίσω δίπλα στη θάλασσα.
Μακριά απ' τα κύματα, αλλά σε απόσταση αναπνοής.
Αυτό μου λείπει τελικά απ' αυτήν την πόλη.
Η θάλασσα.
Και η δυνατότητα να την βλέπεις και να την συναντάς ανά πάσα στιγμή.
Στην παλιά μου πόλη πάντα τη συναντούσα στις δύσκολες ώρες.
Και της ψιθύριζα και ανταποκρινόταν.
Όμως, τώρα, είναι μακριά, δεν φτάνει ο ψίθυρος.
Αλλά η Ζωή αστράφτει όσο τίποτα.
Θα ανταμώσουμε.
Ξαπλώνω στο έδαφος για να βλέπω τον ουρανό.
Άλλωστε, η θάλασσα είναι καθρέφτης του.
Τον κρύβει μέσα της.
Άνθρωποι περνούν και ξέρω καλά πώς είναι οι ζωές τους.
Όμως, από εδώ κάτω έχουν φόντο τον ουρανό.
Και τους ακούω να μιλάνε σαν να είναι για πάντα καλοκαίρι.
-Θα πάμε για ρακόμελα;
-Ρωτάς;
-Σου αρέσει το αλκοόλ, ε;
-Μου αρέσει το γέλιο σου όταν δεν το ελέγχεις.
-Δεν ξέρω αν μπορώ να γελάσω νηφάλια. Είναι παράξενος ο κόσμος.
-Ξέρεις κάτι;
-Όχι.
-Χαχα. Πάμε για χυμό.
-Κλισέ!
-Τι σε κάνει να το βλέπεις σαν κλισέ;
-Ποιο;
-Το ότι σ'αγαπώ.

Καιρό είχα να την κάνω αυτήν την βόλτα.
Μα, ήταν υπόσχεση παιδική.
Πάντα θα καταλήγω σε αυτήν εδώ
Την βόλτα.



*Δώρα, η Ανατολή έλεγε "The West is the best".
Ποια; Η Ανατολή!

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ανάγκη ψύχρα και φορμόλη (Ε'3)

      Είναι βράδυ Τρίτης. Είμαι στην Αθήνα. Η νύχτα υποστυλώνεται απάνω σε μια εσκεμμένα θολή και ασθενή στην ανάμνηση ημέρα. Δεν θυμάμαι τίποτα από τον ήλιο της Τρίτης. Είμαι στα Εξάρχεια, βαδίζω προς το υποκατάστατο αυτού που αποκαλούμε "σπίτι" και είμαι νευρική. Για τη νευρικότητά μου εξ αρχής το σχολαστικό μου Σύστημα έκρινε ότι οι ευθύνες αποδίδονται-με την απρόσωπη, τυπική και δικαστική έννοια της ευθύνης-στην καινούρια μου γκρι μπλούζα που δεν έχει τσέπες στη μέση για να βάζω τα χέρια μου. Συχνά δεν ξέρω τι να κάνω με τα χέρια μου και βρίσκομαι στην αμήχανη θέση να καταπιέσω την ανάγκη για σταθερότητα και βεβαιότητα και να τα αφήσω στην τύχη να εκπέμπουν τα λάθος σήματα στο κοινωνικό κουκλοθέατρο της παράνοιας γύρω μου. Με τα χέρια στις τσέπες είναι πιο ξεκάθαρο το ότι επιθυμώ το απρόσιτο και αποκρουστικό της υπόστασής μου.
      Βαδίζω με τα μάτια καρφωμένα ευθεία και σχεδόν αυτομάτως-αλλά με ειδική και προσεγμένη ρύθμιση του Συστήματος-αφήνω πανομοιότυπα ίχνη και θόρυβο με τα βήματά μου. Είμαι ένα κινούμενο ρολόι με νοήμονες δείκτες. Είμαι ένα ραδιόφωνο με χιόνι μέσα απ' το οποίο εκπέμπονται μυστικά και κρυφά μηνύματα σε συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες συχνότητες. Είμαι η σταγόνα που στάζει απ' τη βρύση του νεροχύτη της κουζίνας με τυποποιημένο ρυθμό. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου που σκίζει την κοιλιά μιας κυοφορούσας γυναίκας με μαχαίρι και τη βάζει μελωδικά να βαδίζει σε καθορισμένη πορεία με το δαιμονικό έμβρυο στο χέρι, γλιστρώνας απάνω στη λασπαιμάτινη άσφαλτο, στη λίμνη του επιγεννήματός της. Τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια, τόσο ψύχραιμη. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου.
      Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν εισέλθω ξανά στην πορεία του Συστήματος ήταν μια συνέλευση με ανθρώπους που ένα κομμάτι μου αντιλαμβάνεται και συμμετέχει. Από τη στιγμή όμως που μπήκα Εγώ στην πορεία του Συστήματος τα φώτα στο κτίριο έσβησαν και τίποτα πια απ' τον ήλιο της Τρίτης δεν είχε απομείνει. Δεν περπατώ, βαδίζω, περνάω απ' το Μουσείο και καμία σκέψη δε σκίζει το μυαλό μου σε κομμάτια, σαν χαρτί που διαπερνά με βία το κεφάλι. Καμία απολύτως. Όλες μου οι σκέψεις έχουν στεγνώσει μέσα και το Σύστημα κυριαρχεί-συνεπώς και οι σκέψεις δεν είναι σκέψεις πια, είναι οντότητες συγκεκριμένες και προκαθορισμένες, υλικές, που αιωρούνται πλάι μου και βαδίζουν-βαδίζουν-μαζί μου κάτω απ' τα γυμνά δέντρα. Πλήρης ησυχία, άπνοια, γαλήνη. Η ανάσα του δολοφόνου. Οι ανύπαρκτες τσέπες με εκνευρίζουν όλο και πιο πολύ ανά βήμα, η απουσία τους και η σημασία της το κάθιστά ακόμη πιο δύσκαμπτο και ταλαίπωρο να διατηρήσω τη γαλήνη και ίλιγγος νευρικότητας ορίζεται σαν τον νέο κυβερνήτη της αίσθησης του όλου. Του κόσμου. Η εκκοσμίκευση της φρενίτιδας και της αλλοπρόσαλλης ιδιοσυγκρασίας μου. Νομιμοποιούμαι και γίνομαι αποδεκτή από το άτεγκτο της νύχτας. Η αγαπημένη μου, η λατρεμένη μου αποδοχή, η απρόσμενη. Αυτή που τη βρίσκεις εκεί που την απωθούν οι συμβάσεις. Άραγε παρόμοια να 'ναι η αιτία που το άλλο μου κομμάτι πηγαίνει σε αυτό το κτίριο και σε αυτήν την συνέλευση; Είμαι το ένα τρίτο. Η ανάσα του δολοφόνου.
      Θα έλεγα "ξαφνικά", όμως θα ήταν λογοτεχνικό δημιούργημα, διότι γνωρίζω καλά ότι το Σύστημα δεν ξαφνιάζεται από τίποτα. Όλα τα γνωρίζει. Όλα τα προσδοκά. Συνεπώς, κανονιστικά, ναι, κανονιστικά, καθώς βαδίζω και κατευθύνω την πόλη προς την αντίθετη από Εμένα κατεύθυνση, οι αισθητήρες της Ανάγκης του Συστήματος-μια Ανάγκη που λίγες, μα επιδεικτικές φορές έχει απελευθερώσει-αντιλαμβάνονται την σκοτεινή φιγούρα ενός πιθανότατα παρομοίου είδους. Τον αντιλήφθηκε για μένα και μου παραχώρησε το δικαίωμα να τον αντικρίσω ελαχίστως με την περιφερειακή μου όραση, καθώς καρφώνω το βλέμμα μου ευθεία και, σε περίπτωση που επιθυμήσω να "στρέψω αλλού το βλέμμα", οφείλω να "στρέψω αλλού το κεφάλι". Οι κόρες των ματιών δεν κινούνται, είναι καρφωμένες, προσκολλημένες, εξαρτημένες από το Σύστημα και καθοδηγούνται. Εάν αλλάξουν πορεία εκείνες, σημαίνει κάποια καταστροφή καθότι το Σύστημα καθεαυτό παραμορφώνεται και μεταβιβάζομαι, αλλά δεν ανησυχώ γι αυτό τώρα. Τώρα που είμαι Εγώ. Διότι Εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές και δεν έχω να δικαιολογηθώ και να εξηγηθώ σε κανέναν. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις μετά, αέναε Συνοδοιπόρε στηριζόμενη στη δική σου γελοία και ξεπερασμένη Αφετηρία. Κοιτάζω, λοιπόν, ευθεία και βαδίζω.
      Είμαι στην Πατησίων. Έχω μάθει πώς να γυρίζω στο υποκατάστατο τις νύχτες με τα πόδια. Πορεύομαι και κρατώ απ' το λαιμό τη σκιά μου. Η σκιά μου είναι κοφτερή σαν ξυράφι και βαριά σαν τις ενοχές που θα αφήσω στο ένα τρίτο του εαυτού μου μετά από αυτήν την τελετή του Συστήματος για την οποία προορίζομαι. Η σκιά μου αρχίζει να πνίγεται και παραπονιέται. Όμως δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου. Στο πλάι μου άλλη μια σκιά ακολουθεί σιωπηλά και απειλητικά, αυτή η απειλητική οικειότητα που μου εκδηλώνει με κάνει να την εκτιμώ. Είναι η Μοργκάνες. Ο σκοτεινός περαστικός εδώ και μερικά λεπτά κατευθύνεται δήθεν κρυφά από πίσω μου, τον καθοδηγώ, τον ορίζω. Ορίζω την πορεία του και αυτή είναι η πορεία του Συστήματος. Το Σύστημα μας ορίζει και τους δύο. Βρίσκεται πάνω σε ένα μαύρο μηχανάκι, χωρίς φώτα ή πινακίδες. Όπως κι Εγώ. Χωρίς λάμψη, ζωή και ταυτότητα. Ένα φάντασμα. Η ανάσα του δολοφόνου. Μέσα μου ουρλιάζουν οι Ανάγκες του Ντέιμοργκ και αρχίζουν να ροκανίζουν το δανεισμένο σώμα από μέσα. "Ντέιμοργκ, ησύχασε. Το Σύστημα διατάζει." Αφοσίωση. Η ανυπομονησία είναι προδοσία για το Σύστημα. Η Μοργκάνες, όμως, ποτέ δεν με απογοητεύει. Γι' αυτό και αρπάζω με το άλλο μου χέρι το κάτω σαγόνι της και τα δόντια της διεισδύουν συνοδευόμενα από το αντίδοτο της λογικής στις παλάμες του σώματος. Με οικειότητα, πάντοτε. Το σώμα ανήκει στο Σύστημα, ούτως ή άλλως. Δεν χρωστάω σε κανέναν. Απλώς δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου.
      Ο σκοτεινός περαστικός μειώνει την απόσταση μεταξύ μας και προετοιμάζεται για τη δέσμευση στο Σύστημα. Ο ήχος της μηχανής αναστατώνει το Σύστημα και κάνει τη νευρικότητά μου πιο εκκωφαντική, σε σημείο που αμφισβητώ τη θέληση-τη θέληση, όχι την ικανότητα, έχω πάντοτε τον πλήρη έλεγχο-να ελέγχω τον Ντέιμ. Ελέγχω να μην ελέγχω. Τίποτα δεν γίνεται σαν ατύχημα, το καθετί είναι προκανονισμένο, κομμένο και ραμμένο στις δικές Του επιλογές και αποφάσεις. Η Νες γρυλίζει χαμηλόφωνα. Την καθησυχάζω με το να σφίγγω πιο έντονα την παλάμη μου, μπήγοντας τα δόντια της πιο βαθιά στο δάνειο. Ηρεμεί. Η σκιά μου από την άλλη πλευρά είναι ήρεμη και υπομονετική. Έχει σοφία η σκιά. Πολλές φορές με προλαβαίνει, είναι πιο προσεκτική με τις διαδικασίες. Είμαι στο Πανελλήνιο, στα ΚΤΕΛ. Είναι σκοτεινά και δεν ανασαίνει άνθρωπος. Εκτός από τον δολοφόνο. Η Νες και ο Ντέιμ δεν έχουν πνευμόνια. Ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν καταστροφικός και η ανάσα αφήνει ίχνη στον άνεμο. Η σοφία...

-Έλα εδώ να σου πω, μουνάκι.

     Αυτό το δάνειο είναι θαυματουργό. Το Σύστημα ξέρει να επιλέγει. Ο ενθουσιασμός και η αναστάτωση στο στομάχι του να σε προσεγγίζει πρώτο κάτι που αποπειράσαι να προσεγγίσεις εσύ ο ίδιος. Το εκλεκτό θύμα που θα πάρει το ρόλο του θύτη για την τελική του παράσταση. Σαν χάρη απ' το Σύστημα. Ντέιμ, αυτός εδώ είναι της Νες.

-Πού πας; Θα σε πάω εγώ όπου θέλεις. 

      Σε λάθος πορεία βρίσκεσαι εάν το πιστεύεις αυτό. Ανόητε. Σε αυτόν τον μονόδρομο οδηγάω εγώ. Δεν απαντώ. Δεν είμαι των λέξεων.

-Θέλω να μπω μες στο μουνάκι σου παλιοκομμούνι. 

      Βαρετό. Δεν είμαι η Εβίτα για να με απασχολούν οι ανθρώπινες απολιτίκ σου ανησυχίες. Βαρετό, βαρετό. Νες!

-Έτσι, ναι. Γουστάρεις να σε γαμάνε χρυσαυγίτες. Ανέβα.

      Και το κεφάλι έστριψε. Μονάχα το κεφάλι. Το Σύστημα δεν άλλαξε πορεία. Πέρασα τα ίχνη μου απάνω στο όχημά του. Ανέβασα το δάνειο στο μηχανάκι και χαμογέλασα από απροσεξία-ο Ντέιμοργκ! Και ένα μικρό άλικο ρυάκι κύλησε απάνω στα χείλη μου και λέρωσε την γκρι μπλούζα χωρίς τσέπες. Ούτως ή άλλως δεν είχα τι να κάνω με τα χέρια μου. Κρατώ τη σκιά μου με το δεξί χέρι και απορροφώ τη δύναμη και την υπομονή για να αντέξω την ηδονική αναμέτρηση με το ομοειδές. Τοποθετώ περίτεχνα τα χέρια μου στο τιμόνι, πλάι στα δικά του, χωρίς να αφήσω τη σκιά μου. Εκείνος χαμογελάει πρόστυχα και εμετικά. Νομίζω με αγαπάει. Νομίζω και εγώ. Η Μοργκάνες απελευθερώνεται από την παλάμη μου και γρυλίζοντας ξεσκίζει με τα δόντια της τη θνητή σάρκα του σκοτεινού περαστικού κάτω απ' το πηγούνι. Ο σκοτεινός περαστικός ουρλιάζει και το σώμα του είναι ανήσυχο και τρέμει φορώντας τον μανδύα της παράκλησης, της μετάνοιας, της υποδούλωσης. Ο παλμός απ' τα σαγόνια της Νες εναρμονίζεται με τις ολοένα και πιο λυγμικές, πιο υποτακτικές, πιο παραδεδομένες κραυγές του σκοτεινού περαστικού. Εγώ απολαμβάνω τη βόλτα που με πάει απάνω στο ξένο όχημα, το δανεισμένο, έτσι έχω μάθει.
      Η στιγμή της Νες κορυφώνεται με την απαίτηση της σοφής σκιάς μου. "Νες. Φτάνει. Κάτσε." Το βλέμμα της Μοργκάνες μεταμορφώθηκε σε βλέμμα υπάκουου, έντιμου και περήφανου κουταβιού, ενός μωρού λύκου καλά εκπαιδευμένου, και τα σαγόνια της σιγά σιγά υποχώρησαν με μητρική θλίψη από τον ξεσκισμένο λαιμό. Το παιχνίδι της είχε σταματήσει να παίζει μαζί της και οι παλμοί του κεντρικού ζωτικού οργάνου είχαν πάψει. Το αίμα λάσπωνε τη γούνα της και την άσφαλτο από κάτω μας. Το άψυχο σώμα δεν έδειχνε καμία αντίσταση πια στον νόμο της βαρύτητας. Το άφησα να κυλήσει στη λίμνη των εντός δαιμόνων του και απομακρύνθηκα από το όχημα που έπεσε στο έδαφος αφήνοντας έναν νεκρικό απαιτητικό ήχο που σήμανε το τέλος της παράστασης. Κοίταξα κατάματα την Νες και την παρηγόρησα σαν καλός εξουσιαστής που είμαι. "Νες, καλό κορίτσι." Και άρπαξα ένα απ' τα αποκόμματα του λαιμού που είχε προσκολληθεί στο χέρι μου και της το 'βαλα ανάμεσα στα δόντια. Όλοι αξίζουν μια ανταμοιβή για όσα κάνουν με κόπο.
         Έφτασα στο υποκατάστατο. Άφησα γυμνό το δανεικό σώμα και πέταξα τα ρούχα στον καναπέ. Εγώ δεν ξεπλένω αυτά που κάνω. Δεν ντρέπομαι ούτε κρύβομαι. Είναι τρόπαια. Είναι επιβραβεύσεις. Είναι πιστωτικά. Είναι Ανάγκες. Και μη μου ρίξεις εμένα ευθύνες το πρωί που θα ξυπνήσεις, θνητή. Δεν υπάρχει φταίξιμο. Η ευθύνη είναι περιορισμός. Δεν υπάρχουν όρια σε ένα λαμπρό και άπιαστο μυαλό. Δεν υπάρχουν όρια στο Σύστημα. Δεν υπάρχουν σύνορα, όπως στον λυπηρό σας θνητό κόσμο. Μόνο εγώ, το ένα τρίτο, ξέρω τι σημαίνει πραγματικά ελευθερία! Εσύ και οι ανθρώπινοι μίζεροι αγώνες σου δεν θα κατορθώσετε ποτέ να το νιώσετε. Και, στην τελική, ας έβαζες τη μπλούζα με τις τσέπες.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το Αυτό

      Τι έλεγα για τη βία; Για την απάθεια, την καταστολή, την καταπίεση; Δεν χάθηκα τόσο, θυμάμαι τι έλεγα. Αυτή τη βία την καταλαβαίνω. Αυτό που σε καταπιέζει, σε στριμώχνει, σε αποπροσωποποίεί, σε περιορίζει και σε καθιστά ανίκανο να επιθυμείς το παραπέρα, αυτό που βρίσκεται πίσω απ' το τείχος. Ο μηχανισμός που σου απαγορεύει να ονειρεύεσαι να αγγίξεις την αόριστη γραμμή ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, αυτό που σε κάνει να αρκείσαι στο να ακουμπάς τα αστέρια με τον αντίχειρά σου, να περπατάς απάνω στα βουνά κάνοντας κινούμενες φιγούρες με τα δάχτυλά σου, ενώ βρίσκεσαι στο μπαλκόνι του σπιτιού σου. Αυτό το έχω βιώσει. Ο μηχανισμός. Αυτό που σε κάνει να θέλεις να τρέξεις μακριά και στη μέση της διαδρομής να σκοντάφτεις απάνω στις ενοχές σου, αυτό που καρφίτσωσε αυτές τις ενοχές πάνω σου και δεν έχει όνομα. Που δεν σου δίνει δρόμο διαφυγής. Που κάνει τον δρόμο στα μάτια σου να φαίνεται ασταθής, τους ανθρώπους πάνω σ'αυτόν ξένους και βρώμικους και τα αδέσποτα αποκρουστικά. Αυτήν την πίεση την αντιλαμβάνομαι.
      Αυτό που σε καθιστά σωματικά και ψυχοοργανικά αδύναμο να σηκώσεις το χέρι σου στην τάξη για να μιλήσεις ή να ζητήσεις φασολάκια στη λέσχη αντί για μπιφτέκι με πατάτες. Αυτό που σε πιέζει να στριμώχνεις τα δάκρυα και την αγανάκτηση ανάμεσα στα συναισθήματά σου, μέσα, βαθιά. Αυτό που κάνει ντριν ντριν μες στο αυτί σου το πρωί γιατί έχεις να δώσεις μάθημα στη σχολή. Αυτό που ακόμη κι αν πατήσεις το κόκκινο κουμπί στο τηλεκοντρόλ συνεχίζεις να ακούς μες στους διαδρόμους του μυαλού σου που είναι άδειοι κι αντηχούν. Αυτό που σε κάνει να ιδρώνεις όταν λες ψέματα. Ναι, αυτό, αυτό το καταλαβαίνω. Σε αυτό έχω τον έλεγχο. Αυτό που σε πιέζει να κάνεις προσευχή για να γίνει ο κολλητός σου καλά ή να ανάψεις κεράκι για τη γιαγιά σου. Αυτό που δεν σε αφήνει να ξεσπάσεις, αλλά σου επιτρέπει μια ασφαλή και ευτυχισμένη ζωή, σαν ταινία, σαν σήριαλ αμερικανικό, σαν μυθιστόρημα. Αυτό που έχει αποφασίσει για εσένα ότι χρειάζεσαι ομπρέλα για να βγεις στη βροχή, αλλιώς θα βραχείς. Αλλιώς θα βραχείς. "Αλλιώς θα βραχείς". Αυτό που σε πείθει ότι δεν θέλεις ή ότι δεν πρέπει να βραχείς. Αυτό είναι γνώριμο. Αυτό είναι αντιμετωπίσιμο. Αυτό είναι ευκολάκι για εμένα. Αυτό που ..
      Πού το πάω;
      Α, ναι. Αυτό το Αυτό είμαι αρκετά δυνατή και εκπαιδευμένη για να το αντιμετωπίσω. Προετοίμασα και ανέθρεψα τον εαυτό μου έτσι ώστε να αντεπεξέλθει και να χρησιμοποιεί το θράσος και την ειλικρίνεια και την αλαζονεία και όλα αυτά τέλος πάντων για τα οποία καυχιέμαι πως έχω σαν αρετές, αλλά μισώ παράλληλα αναλόγως τις περιστάσεις. Όμως, αυτό; Αυτό εδώ; Αυτό εδώ τι να το κάνω; Αυτό εδώ πώς να το αποφύγω και πώς να το νικήσω όταν δεν ξέρω ποτέ εάν έρχεται απειλητικά ή με καλές προθέσεις; Η βία του έρωτα. Τι πρόσημο έχει; Αυτό δεν ήξερα ότι έπρεπε να μου το διδάξω, όταν μου δίδασκα την επιβίωση.
      Είναι που θέλω και είμαι άνετη και ικανή να κόψω την καρωτίδα του μπάσταρδου που μου έκλεψε το μέλλον και να χαράξω σημάδι στη γλώσσα μου γεύοντας το θάνατό του. Να γεμίσω το στομάχι του μπάτσου με βενζίνη κακής ποιότητας-γιατί σιγά μην του κάνω και τη χάρη-και να του βάλω φωτιά από το άγιο κωλοφώς-γιατί σιγά μην χαράμιζα την δική μου πολύτιμη φλόγα για βδελύγματα. Να βγάλω το αγαπημένο μου περιλαίμιο με τα καρφιά από πάνω μου και να το φορέσω στον καθηγητή του Δικαίου μέχρι η χορωδία του αμφιθεάτρου να κηρύξει την παύση στη μουσική μας. Να είμαι ικανή και να έχω σκέψεις με όλα αυτά. Αλλά να μην μπορώ με τίποτα, με καμία δύναμη ή θάρρος, να υψώσω το βλέμμα και να κοιτάξω στα μάτια έναν άγνωστο που-δεν ξέρω καν τι.
      Μερικοί μοιάζουν να μου λένε ότι η καρδιά πολλές φορές ξέρει περισσότερα από εμάς. Όμως εγώ δεν μπορώ να τους εξηγήσω και δεν θα αντιληφθούν δηλαδή και τίποτε εάν τους το αναλύσω, αλλά όλα τα ερεθίσματα τα αισθάνομαι κάτω απ' τα μαλλιά μου, μέσα στο Σύστημα αυτό, στο μυαλό μου. Ακόμα και τον έρωτα. Και είναι χειρότερο σημείο αυτό. Γιατί μπερδεύει περισσότερο. Η καρδιά μου είναι μόνο για τα άλογα και για τον εαυτό της. Το μυαλό μου είναι που μοιράζεται, που παραδίδεται, που προσφέρει, που αγκαλιάζει. Και εκεί σε νιώθω. Αλλά, αυτή τη βία που αισθάνομαι, πώς τη νικάω; Και πώς επαναστατώ εναντίον της και απαιτώ απελευθέρωση, από τη στιγμή που με παραλύει με εκρήξεις θετικών συναισθημάτων και σκέψεων και εικόνων κινούμενων και ηχητικών μες στο κεφάλι μου; Και πώς σε συνδέω με τα υπόλοιπα μέλη του σώματός μου και όργανα, εάν το επιθυμώ και εάν το θέλεις κι εσύ;
      Είμαι σε μηδενικό στάδιο. Καταλαβαίνω περισσότερα από άλλους, αλλά και λιγότερα από τους ίδιους, το παραδέχομαι. Έχει κανείς την απάντηση; Τι είδους βία είναι αυτή και ποιοι είναι οι σκοποί της; Ποια εξουσία επικαλείται και τι είδους συμφέροντα έχει; Ή είμαι τόσο σπασικλάκι με τις θεωρίες και τις αναλύσεις μου που τώρα δεν ξέρω καν για τι πράγμα μιλάω...; Ε αγαμήσου.