Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

For the Intellectual Destruction

She had a home but it wasn't built with stone or concrete.
Her body was her home-the only home she'd ever known.
But she had to share this home with two other homeless souls.
And each soul had a spirit within.
The other two had two dragons-Morgone and Daemorge.
And two wolves-Morganess and Dallyamorge.
Mysterious elves, dark fairies, gothic mermaids.
But by her side-what did she have?
She only had a damaged, confused and clumsy horse.
Only nothingness and bare feet she had.
A mortal horse.
But that horse could walk and run on the ground.
And swim playfully in lakes at night.
While raising its head up to the shiniest skies.
And so she was the strongest one.

So that's what she got.
Human bravery and wilderness-a wild mind.
A mind that couldn't be tamed by any creature-human or demon.
But there was a strict curse on her.
Ever since she was a newborn, she was cursed.
Cursed to live in this body of hatred and mutual destruction.
For both souls desired to rule this home of bones.
Cursed to survive both worlds-the internal and the external.
For thy spirit to be eternal, she had to.
And she attempted to fight the demons inside.
Several times in her life, she did.
But the only attempt that shined was the brilliant one.
The one that obtained her the glorious possibility.
The possibility of Death.
The control of both Death and Life.
On a sharp knife she stood barefoot and innocent.
For she was the strongest one.

And from this moment her heart was darkened nevermore.
Her dreams were breathed into nightmares no more.
Thy spirits were seperated and declared peace.
They no longer desired to release the Erebus.
The Erebus of the depth of Darkness.
For the souls could not survive without the home of bones.
And they knew that now she had power on thy skeleton of Misery.
So she controls both the souls and their spirits.
And makes them work together to fight the external ones.
For the Evil has now jumped out of their will.
And runs in the unknown blood of other people around her.
Whose demons and souls are still untamed.
And envy her menacing success.
But now she knows she is the strongest one.

What demons could rule this madness if not her?"



Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Στην Πολύχρωμη / She comes in colors everywhere

     Αυτό το κείμενο δεν είναι για κυνικούς. Αυτό το κείμενο δεν είναι για ρεαλιστές. Αυτό το κείμενο δεν είναι για όσους δρουν και έχουν δύναμη, πάθος και οργή, δεν είναι γι' αυτούς που βγάζουν σπυριά όταν ακούν για αγάπη και άλλες τέτοιες χριστιανικές μπούρδες-συνεπώς και αυτό το κείμενο δεν είναι για 'μένα. Αυτό το κείμενο είναι για αυτούς που είναι αδύναμοι να δράσουν, επειδή νιώθουν τόσο δυνατά που πληγώνονται να πληγώνουν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει αυτοάμυνα. Αυτό το κείμενο, δηλαδή, είναι για εσένα, Έιπριλ. Όπως και αυτός ο κόσμος, δηλαδή. Και αυτή η καθημερινή εναλλαγή από νύχτα σε μέρα, από χειμώνα σε καλοκαίρι μες στον Γενάρη, από πνοή σε λέξεις φορτικές, από νεύρα και θυμό σε απρόσμενες αγκαλιές. Αυτό είναι ένα κείμενο αντισυμβατικό με εμένα και τον ανθρώπινο κόσμο μου. Αυτό είναι για τα ηλιοτρόπια..
     Σε πιέζω και σε μαλώνω. Σε περιορίζω και σου κάνω κήρυγμα. Ότι δεν είναι έτσι ο κόσμος, ότι δεν αρκεί το να αγαπάς τους ανθρώπους, ότι δεν λύνονται όλα με τα λουλούδια και τα μπιχλιμπίδια σου. Ότι τα κίτρινα χαμόγελα που τους δίνεις δεν τους αγγίζουν, όπως δυνατά και με το παιδικό σου θάρρος πιστεύεις. Ότι τα πολύχρωμα all star σου και οι ριγέ χρωματιστές σου παιδικές κάλτσες δεν τους σταματούν απ' το να πληγώνουν. Ότι τα λούτρινα αρκουδάκια σου και τα τραγούδια που ακούς, αυτά που θυμίζουν θάλασσα και ήλιο και ζωή, δεν τους γιατρεύουν το σκοτάδι. Σου γκρινιάζω και γίνομαι σκληρή. Να μην ελπίζεις, γιατί η ελπίδα μας σκοτώνει και τις δύο. Να μην κοιτάς τον ουρανό, γιατί με ζαλίζεις και δεν μπορώ να κοιτάξω καλά στο έδαφος που πρέπει να πατάω. Για εμάς πατάω. Πρέπει να είμαι σκληρή. Γιατί με μπερδεύεις όταν βγαίνεις στους δρόμους και πιάνεις ανθρώπους και τους λες πόσο ερωτευμένη είσαι μαζί τους και με τη ζωή και με τον ίδιο τον έρωτα. Με μπερδεύεις. Και γιατί με μπερδεύεις; Γιατί με τυφλώνει ο κόσμος στον οποίο μόνη σου μες στο κεφάλι μας ζεις. Τον επιθυμώ τόσο πολύ, που πρέπει να σε απομακρύνω από εμένα κάθε φορά που τον επικαλείσαι, γιατί είμαι ευάλωτη ψυχή και φοβάμαι μήπως μεταπηδήσω σε αυτόν μαζί σου και ζήσω για πάντα εκεί. Και δεν πατήσω εν τέλει στο έδαφος για να μας σώσω.
     Αισθάνομαι αυτήν την ανεκδιήγητη ανάγκη να γράψω αυτά τα λόγια για εσένα, γιατί νιώθω ένοχη-συνένοχη. Δεν θέλω να σε πληγώνω. Δεν θέλω να σου δείχνω υποτιμητικά πόσο παιδί είσαι. Δεν θέλω να σου κάνω αυτό που μισείς περισσότερο, να σε μειώσω, να "εξηγήσω" τάχα όλες σου τις ανησυχίες και όσα νιώθεις με την εύκολη δικαιολογία της παιδικότητάς σου, όπως μισούσες πάντα. Δεν θέλω να είμαι η "μεγάλη", η "λογική", η "σώφρων". Αλλά πρέπει. Πρέπει, γιατί εγώ δεν πρέπει να είμαι φιλάνθρωπος όπως εσύ. Πρέπει, γιατί εγώ δεν πρέπει να αφήνομαι στα συναισθήματα και στον ουρανό, όπως εσύ. Πρέπει, γιατί πρέπει να κάνω κάτι για εσένα και για εμένα. Και για αυτούς που αγωνίζονται και είμαι πλάι τους, αν και σιωπηλή. Και το χειρότερο είναι ότι το ξέρεις, αλλά δεν σε νοιάζει. Δεν σε νοιάζει η θυσία, η οργή, το μίσος, η εκδίκηση. Δεν σε νοιάζει να πάρεις πίσω αυτό που σου στέρησαν. Γιατί όλα όσα έχεις είναι η αγάπη και το γέλιο. Και αυτά δεν στα έχει στερήσει κανείς.. Εσύ πάντα δίνεις αγάπη και γελάς με το γέλιο της αποδοχής σε όσους περνούν απ' τη ζωή σου-είτε για να την θίξουν, είτε για να την αγγίξουν. Σε θαυμάζω γι' αυτό. Γιατί είσαι αυθεντική και καμία θρησκεία δεν σε έκανε έτσι. Έτσι γεννήθηκες, πριν από εμένα.
     Κυρίως σε θαυμάζω γι' αυτό. Γιατί είσαι αληθινή. Εγώ δεν είμαι. Είμαι ειλικρινής και χρησιμοποιώ την ειλικρίνεια και την αδεξιότητα πάντοτε εναντίον της διπλωματίας και της πολιτικής. Αλλά η ειλικρίνεια δεν με κάνει αληθινή, αυθεντική. Διότι εμένα με έπλασαν οι συνθήκες. Διότι τα ιδανικά μου τα έπλασε η κοινωνία-η αντι-κοινωνία, δηλαδή. Διότι την οργή που με καθοδηγεί την δημιούργησαν οι άνθρωποι που πληγώνουν. Την αυθάδεια μου την έπλασε η ευγενική κοινωνία και οι κανόνες συμπεριφοράς. Την οργή και το μίσος η εξουσία. Την περιθωριοποίηση ο νόμος και οι συμβάσεις. Την απρόσιτη στάση μου τα πρότυπα συμπεριφοράς. Την περίεργη όψη μου τα πρότυπα ομορφιάς. Την τρομοκρατική μου φύση τα ΜΜΕ και οι πολιτικάντηδες. Την αγένεια, το αλόγιστο θράσος, τον κυνισμό, μου τον δόμησαν οι άνθρωποι. Και το κοινωνικό μου άγχος η αγχώδης κοινωνία. Είμαι πλαστή, από κάθε άποψη. Είμαι ψεύτικη. Δεν είμαι αυθεντική. Είμαι ένα έργο τέχνης-αντιτέχνης, παρατέχνης. Είμαι ένα κοινωνικό πείραμα. Ενώ εσύ... ήσουν όλα αυτά πριν καν υπάρξω. Είσαι όλα αυτά ανεξάρτητα. 
     Ναι, θα σε μαλώνω. Θα το ανεχτείς. Θα σε περιορίζω και θα περιμένω τη μέρα που θα γυρίσω στα γνωστά λιβάδια μας στην Κρήτη για να σε αφήσω ελεύθερη να παίξεις, να τρέξεις, να χτυπήσεις και να έχεις ροδαλά γόνατα για τις επόμενες δυο μέρες. Να είσαι εσύ. Μην με έχεις για κακιά, δηλαδή. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που να μου δίνει δύναμη σε αυτήν την σφαιρική πλατεία. Κανένας αγώνας, καμία πορεία με πλήθος, καμία κατάληψη, κανείς αλληλέγγυος, κανένα βιβλίο, καμία μουσική, κανείς επαναστάτης. Καμία νίκη, κανείς εραστής. Μόνο εσύ. Γιατί αν δεν ήσουν εσύ, εγώ δεν θα ήμουν. Εσύ ήσουν πριν από εμένα. Και θα είσαι και μετά από εμένα-και αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος κι εχθρός του εχθρού μας. Κι αν σου γκρινιάζω, μη σταματήσεις να είσαι έτσι. Γιατί το δικό τους σκοτάδι μπορεί να μην το γιατρεύεις πάντα, το δικό μου όμως μπορείς. Και συγγνώμη, δεν μπορώ να αφήσω την Έρικα. Και οι δύο είστε ανεκτίμητες και απαραίτητες. Ούτε θα την αφήσω να σου κάνει κακό, φυσικά. Μα, τι λέω, είσαι πιο δυνατή από εμένα. Ηλιοτρόπιο..


Έχω φυλάξει τα ροζ σταράκια σου από το καλοκαίρι του '10, εντάξει; 




-Don't people make love?
-Yes, they do. They just can't love like you do.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η παράνοια είναι η αλήθεια, το ξανάπα;

Έξω απ' την πόρτα μου τριγυρνά ένας τρελός.
Τον βλέπω τα πρωινά που βγάζω τα σκουπίδια.
Ή που γυρνάω από τα μέρη μου που δεν είναι δικά μου.
Και τοποθετώ ξανά τα σκουπίδια μέσα εν κατακλείδι.
Γελάει και φωνάζει και χαιρετάει τον κόσμο όταν εκείνος περνά.
Χαιρετάει μονάχα, τίποτε άλλο, γεια σας κύριοι, λέει.
Οι γείτονες λένε πως είναι σχιζοφρενής.
Βλέπει κυρίους με κουστούμια να του δίνουν εντολές.
Να του λένε τι να κάνει, πώς να πράξει.
Και τον καθοδηγούν.
Στο καλό ή στο κακό, δεν έχει σημασία.
Του δίνουν εντολές, λένε, είναι τρελός.
Είναι σχιζοφρενής.
Γιατί δεν τους βλέπει κανείς άλλος, μόνο αυτός.
Γιατί δεν τους ακούει κανείς άλλος, μόνο αυτός.
Γι' αυτό είναι τρελός, επειδή ακούει και βλέπει.
Και του δίνουν εντολές.
Είχε πιάσει λέει μια κλωστή και πήγε να πνίξει τη γάτα του.
Κι έπειτα ένα σύρμα και έπνιξε την μικρή του αδερφή.
Όλα αυτά του τα 'παν λέει οι μαυροφορεμένοι κουστουμάτοι κύριοι.
Τον έβλεπα από την πρώτη μέρα το Σεπτέμβρη που μετακόμισα εδώ.
Και τον έβλεπα μέχρι που κατέβηκα Κρήτη, δηλαδή.
Για τα Χριστούγεννα.
Ναι, είχαν έρθει Χριστούγεννα, γι' αυτό δεν πολυέγραφα δηλαδή.
Δεν ήθελα να με έχετε για μισητή.
Ή για γκρινιάρα, ρε παιδί μου.
Ήθελα να έχω πλάκα.
Και να είμαι καλή στις παρέες.
Και να λέω αστεία και οι άλλοι να γελούν.
Και να λένε αστεία και να κάνω πως γελάω.
Και να δακρύζω μα να λέω πως είναι απ' το γέλιο.
Και όχι απ' την αθάνατη ματαιότητα που κυοφορώ.
Τι πιο όμορφο να δακρύζεις από χαρά, δηλαδή..
Ήθελα.
Μερικές φορές θέλω να φωνάξω πως είμαι κι εγώ αστεία με τον τρόπο μου.
Και πως ερωτεύομαι με τον τρόπο μου.
Και πως είμαι ευγενική με τον τρόπο μου.
Και πως χορεύω, γελάω, παίζω, χαίρομαι.
Και πως είμαι καλή..
Και πως είμαι κοινωνική και ευχάριστη με τον τρόπο μου.
Και πως.
Αλλά δεν με ακούτε.
Κι αυτό κυρίως επειδή-
Δεν έχω πλάκα.
Και μιλάω με γρίφους που δεν είναι γρίφοι.
Και το παίζω περίεργη και εξωπραγματική.
Κι αν είμαι;
Γιατί να μην είμαι;
Τι πειράζει τέλος πάντων και με σκοτώνετε με την άρνηση;
Εμένα δεν με πειράζει που είστε επιφυλακτικοί.
Και ίσως σας πειράζω στο δρόμο και στα πάρκα και στα σπίτια σας με πετραδάκια.
Και ίσως να σας μιλάω για πλανήτες με Έψιλον σταγόνες.
Και λιβάδια με ηλιοτρόπια και άλογα.
Και αριθμούς που δεν ολοκληρώνονται.
Και πρόσωπα και νεράιδες που είναι στείρες και τρανσέξουαλ.
Στο δρόμο και στα πάρκα και στα σπίτια σας με πετραδάκια.
Αλλά δεν θέλω να σας διώξω.
Είναι ο τρόπος μου.
Γιατί ο τρόπος μου είναι ένας τρόπος αλλόφρων και αλλότριος;
Πέρασαν τα Χριστούγεννα που αγαπούσα παιδί.
Κι όταν το λέω αυτό τρομάζω που κατά κάποιο τρόπο δεν είμαι τόσο παιδί.
Ήρθα Αθήνα.
Και έψαξα να βρω τον τρελό.
Να με χαιρετήσει ήθελα.
Με τον τρόπο του.
Όχι ότι κι αυτός θα δεχόταν τον δικό μου.
Και ήρθα και δεν ήταν εκεί πια.
Περίμενα τα πρωινά έξω απ' την πόρτα να τον δω να περνάει.
Και περίμενα και περίμενα.
Δεν έχω πλάκα, σκεφτόμουν.
Και δάκρυζα.
Και ενώ περίμενα εκείνος δε φάνηκε.
Μα ήρθαν άλλοι στη θέση του για μένα.
Ναι, μου 'στειλε ένα δώρο.
Επειδή ήξερε πως τον ψάχνω, λένε τώρα αυτοί.
Μου 'στειλε ένα δώρο.
Τους μαυροφορεμένους κουστουμάτους κυρίους.
Ήρθαν κι ήταν απρόσωποι, μα είχαν σπίτια με καθρέφτες και πιστωτικές.
Και μου έδειχναν το δάχτυλο επιβλητικά να μπω σε μια πορεία.
Και άρχισα να κάνω κύκλους γύρω απ' το τετράγωνο.
Κύκλους κύκλους κύκλους.
Δεν έχω πλάκα.
Κύκλους γύρω απ' αυτή τη φράση την ανούσια.
Γύρω απ' τον κρότο της.
Κάνοντας κύκλους πέρασα από ένα περβάζι με μια γλαστρούλα.
Και απ' το τζάμι καθρέφτιζε μια τηλεόραση και οι γκρίζες ανταύγειες μιας γριούλας.
Και μέσα στην τηλεόραση χρώματα νέον έντονα και προκλητικά.
Ανθρωποι γύρω από τετράγωνα να κάνουν κύκλους στο μπακράουντ.
Και άλλοι άνθρωποι με σπίτια με καθρέφτες και πιστωτικές να τους δείχνουν το δάχτυλο.
Σαν κι αυτούς εδώ που μου άφησε ο τρελός..
Σαν κι αυτούς εδώ γύρω μου που κάνεις πως δεν βλέπεις.