Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ανάγκη ψύχρα και φορμόλη (Ε'3)

      Είναι βράδυ Τρίτης. Είμαι στην Αθήνα. Η νύχτα υποστυλώνεται απάνω σε μια εσκεμμένα θολή και ασθενή στην ανάμνηση ημέρα. Δεν θυμάμαι τίποτα από τον ήλιο της Τρίτης. Είμαι στα Εξάρχεια, βαδίζω προς το υποκατάστατο αυτού που αποκαλούμε "σπίτι" και είμαι νευρική. Για τη νευρικότητά μου εξ αρχής το σχολαστικό μου Σύστημα έκρινε ότι οι ευθύνες αποδίδονται-με την απρόσωπη, τυπική και δικαστική έννοια της ευθύνης-στην καινούρια μου γκρι μπλούζα που δεν έχει τσέπες στη μέση για να βάζω τα χέρια μου. Συχνά δεν ξέρω τι να κάνω με τα χέρια μου και βρίσκομαι στην αμήχανη θέση να καταπιέσω την ανάγκη για σταθερότητα και βεβαιότητα και να τα αφήσω στην τύχη να εκπέμπουν τα λάθος σήματα στο κοινωνικό κουκλοθέατρο της παράνοιας γύρω μου. Με τα χέρια στις τσέπες είναι πιο ξεκάθαρο το ότι επιθυμώ το απρόσιτο και αποκρουστικό της υπόστασής μου.
      Βαδίζω με τα μάτια καρφωμένα ευθεία και σχεδόν αυτομάτως-αλλά με ειδική και προσεγμένη ρύθμιση του Συστήματος-αφήνω πανομοιότυπα ίχνη και θόρυβο με τα βήματά μου. Είμαι ένα κινούμενο ρολόι με νοήμονες δείκτες. Είμαι ένα ραδιόφωνο με χιόνι μέσα απ' το οποίο εκπέμπονται μυστικά και κρυφά μηνύματα σε συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες συχνότητες. Είμαι η σταγόνα που στάζει απ' τη βρύση του νεροχύτη της κουζίνας με τυποποιημένο ρυθμό. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου που σκίζει την κοιλιά μιας κυοφορούσας γυναίκας με μαχαίρι και τη βάζει μελωδικά να βαδίζει σε καθορισμένη πορεία με το δαιμονικό έμβρυο στο χέρι, γλιστρώνας απάνω στη λασπαιμάτινη άσφαλτο, στη λίμνη του επιγεννήματός της. Τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια, τόσο ψύχραιμη. Είμαι η ανάσα του δολοφόνου.
      Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν εισέλθω ξανά στην πορεία του Συστήματος ήταν μια συνέλευση με ανθρώπους που ένα κομμάτι μου αντιλαμβάνεται και συμμετέχει. Από τη στιγμή όμως που μπήκα Εγώ στην πορεία του Συστήματος τα φώτα στο κτίριο έσβησαν και τίποτα πια απ' τον ήλιο της Τρίτης δεν είχε απομείνει. Δεν περπατώ, βαδίζω, περνάω απ' το Μουσείο και καμία σκέψη δε σκίζει το μυαλό μου σε κομμάτια, σαν χαρτί που διαπερνά με βία το κεφάλι. Καμία απολύτως. Όλες μου οι σκέψεις έχουν στεγνώσει μέσα και το Σύστημα κυριαρχεί-συνεπώς και οι σκέψεις δεν είναι σκέψεις πια, είναι οντότητες συγκεκριμένες και προκαθορισμένες, υλικές, που αιωρούνται πλάι μου και βαδίζουν-βαδίζουν-μαζί μου κάτω απ' τα γυμνά δέντρα. Πλήρης ησυχία, άπνοια, γαλήνη. Η ανάσα του δολοφόνου. Οι ανύπαρκτες τσέπες με εκνευρίζουν όλο και πιο πολύ ανά βήμα, η απουσία τους και η σημασία της το κάθιστά ακόμη πιο δύσκαμπτο και ταλαίπωρο να διατηρήσω τη γαλήνη και ίλιγγος νευρικότητας ορίζεται σαν τον νέο κυβερνήτη της αίσθησης του όλου. Του κόσμου. Η εκκοσμίκευση της φρενίτιδας και της αλλοπρόσαλλης ιδιοσυγκρασίας μου. Νομιμοποιούμαι και γίνομαι αποδεκτή από το άτεγκτο της νύχτας. Η αγαπημένη μου, η λατρεμένη μου αποδοχή, η απρόσμενη. Αυτή που τη βρίσκεις εκεί που την απωθούν οι συμβάσεις. Άραγε παρόμοια να 'ναι η αιτία που το άλλο μου κομμάτι πηγαίνει σε αυτό το κτίριο και σε αυτήν την συνέλευση; Είμαι το ένα τρίτο. Η ανάσα του δολοφόνου.
      Θα έλεγα "ξαφνικά", όμως θα ήταν λογοτεχνικό δημιούργημα, διότι γνωρίζω καλά ότι το Σύστημα δεν ξαφνιάζεται από τίποτα. Όλα τα γνωρίζει. Όλα τα προσδοκά. Συνεπώς, κανονιστικά, ναι, κανονιστικά, καθώς βαδίζω και κατευθύνω την πόλη προς την αντίθετη από Εμένα κατεύθυνση, οι αισθητήρες της Ανάγκης του Συστήματος-μια Ανάγκη που λίγες, μα επιδεικτικές φορές έχει απελευθερώσει-αντιλαμβάνονται την σκοτεινή φιγούρα ενός πιθανότατα παρομοίου είδους. Τον αντιλήφθηκε για μένα και μου παραχώρησε το δικαίωμα να τον αντικρίσω ελαχίστως με την περιφερειακή μου όραση, καθώς καρφώνω το βλέμμα μου ευθεία και, σε περίπτωση που επιθυμήσω να "στρέψω αλλού το βλέμμα", οφείλω να "στρέψω αλλού το κεφάλι". Οι κόρες των ματιών δεν κινούνται, είναι καρφωμένες, προσκολλημένες, εξαρτημένες από το Σύστημα και καθοδηγούνται. Εάν αλλάξουν πορεία εκείνες, σημαίνει κάποια καταστροφή καθότι το Σύστημα καθεαυτό παραμορφώνεται και μεταβιβάζομαι, αλλά δεν ανησυχώ γι αυτό τώρα. Τώρα που είμαι Εγώ. Διότι Εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές και δεν έχω να δικαιολογηθώ και να εξηγηθώ σε κανέναν. Εσύ να δούμε τι θα κάνεις μετά, αέναε Συνοδοιπόρε στηριζόμενη στη δική σου γελοία και ξεπερασμένη Αφετηρία. Κοιτάζω, λοιπόν, ευθεία και βαδίζω.
      Είμαι στην Πατησίων. Έχω μάθει πώς να γυρίζω στο υποκατάστατο τις νύχτες με τα πόδια. Πορεύομαι και κρατώ απ' το λαιμό τη σκιά μου. Η σκιά μου είναι κοφτερή σαν ξυράφι και βαριά σαν τις ενοχές που θα αφήσω στο ένα τρίτο του εαυτού μου μετά από αυτήν την τελετή του Συστήματος για την οποία προορίζομαι. Η σκιά μου αρχίζει να πνίγεται και παραπονιέται. Όμως δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου. Στο πλάι μου άλλη μια σκιά ακολουθεί σιωπηλά και απειλητικά, αυτή η απειλητική οικειότητα που μου εκδηλώνει με κάνει να την εκτιμώ. Είναι η Μοργκάνες. Ο σκοτεινός περαστικός εδώ και μερικά λεπτά κατευθύνεται δήθεν κρυφά από πίσω μου, τον καθοδηγώ, τον ορίζω. Ορίζω την πορεία του και αυτή είναι η πορεία του Συστήματος. Το Σύστημα μας ορίζει και τους δύο. Βρίσκεται πάνω σε ένα μαύρο μηχανάκι, χωρίς φώτα ή πινακίδες. Όπως κι Εγώ. Χωρίς λάμψη, ζωή και ταυτότητα. Ένα φάντασμα. Η ανάσα του δολοφόνου. Μέσα μου ουρλιάζουν οι Ανάγκες του Ντέιμοργκ και αρχίζουν να ροκανίζουν το δανεισμένο σώμα από μέσα. "Ντέιμοργκ, ησύχασε. Το Σύστημα διατάζει." Αφοσίωση. Η ανυπομονησία είναι προδοσία για το Σύστημα. Η Μοργκάνες, όμως, ποτέ δεν με απογοητεύει. Γι' αυτό και αρπάζω με το άλλο μου χέρι το κάτω σαγόνι της και τα δόντια της διεισδύουν συνοδευόμενα από το αντίδοτο της λογικής στις παλάμες του σώματος. Με οικειότητα, πάντοτε. Το σώμα ανήκει στο Σύστημα, ούτως ή άλλως. Δεν χρωστάω σε κανέναν. Απλώς δεν έχω τι να κάνω με τα χέρια μου.
      Ο σκοτεινός περαστικός μειώνει την απόσταση μεταξύ μας και προετοιμάζεται για τη δέσμευση στο Σύστημα. Ο ήχος της μηχανής αναστατώνει το Σύστημα και κάνει τη νευρικότητά μου πιο εκκωφαντική, σε σημείο που αμφισβητώ τη θέληση-τη θέληση, όχι την ικανότητα, έχω πάντοτε τον πλήρη έλεγχο-να ελέγχω τον Ντέιμ. Ελέγχω να μην ελέγχω. Τίποτα δεν γίνεται σαν ατύχημα, το καθετί είναι προκανονισμένο, κομμένο και ραμμένο στις δικές Του επιλογές και αποφάσεις. Η Νες γρυλίζει χαμηλόφωνα. Την καθησυχάζω με το να σφίγγω πιο έντονα την παλάμη μου, μπήγοντας τα δόντια της πιο βαθιά στο δάνειο. Ηρεμεί. Η σκιά μου από την άλλη πλευρά είναι ήρεμη και υπομονετική. Έχει σοφία η σκιά. Πολλές φορές με προλαβαίνει, είναι πιο προσεκτική με τις διαδικασίες. Είμαι στο Πανελλήνιο, στα ΚΤΕΛ. Είναι σκοτεινά και δεν ανασαίνει άνθρωπος. Εκτός από τον δολοφόνο. Η Νες και ο Ντέιμ δεν έχουν πνευμόνια. Ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν καταστροφικός και η ανάσα αφήνει ίχνη στον άνεμο. Η σοφία...

-Έλα εδώ να σου πω, μουνάκι.

     Αυτό το δάνειο είναι θαυματουργό. Το Σύστημα ξέρει να επιλέγει. Ο ενθουσιασμός και η αναστάτωση στο στομάχι του να σε προσεγγίζει πρώτο κάτι που αποπειράσαι να προσεγγίσεις εσύ ο ίδιος. Το εκλεκτό θύμα που θα πάρει το ρόλο του θύτη για την τελική του παράσταση. Σαν χάρη απ' το Σύστημα. Ντέιμ, αυτός εδώ είναι της Νες.

-Πού πας; Θα σε πάω εγώ όπου θέλεις. 

      Σε λάθος πορεία βρίσκεσαι εάν το πιστεύεις αυτό. Ανόητε. Σε αυτόν τον μονόδρομο οδηγάω εγώ. Δεν απαντώ. Δεν είμαι των λέξεων.

-Θέλω να μπω μες στο μουνάκι σου παλιοκομμούνι. 

      Βαρετό. Δεν είμαι η Εβίτα για να με απασχολούν οι ανθρώπινες απολιτίκ σου ανησυχίες. Βαρετό, βαρετό. Νες!

-Έτσι, ναι. Γουστάρεις να σε γαμάνε χρυσαυγίτες. Ανέβα.

      Και το κεφάλι έστριψε. Μονάχα το κεφάλι. Το Σύστημα δεν άλλαξε πορεία. Πέρασα τα ίχνη μου απάνω στο όχημά του. Ανέβασα το δάνειο στο μηχανάκι και χαμογέλασα από απροσεξία-ο Ντέιμοργκ! Και ένα μικρό άλικο ρυάκι κύλησε απάνω στα χείλη μου και λέρωσε την γκρι μπλούζα χωρίς τσέπες. Ούτως ή άλλως δεν είχα τι να κάνω με τα χέρια μου. Κρατώ τη σκιά μου με το δεξί χέρι και απορροφώ τη δύναμη και την υπομονή για να αντέξω την ηδονική αναμέτρηση με το ομοειδές. Τοποθετώ περίτεχνα τα χέρια μου στο τιμόνι, πλάι στα δικά του, χωρίς να αφήσω τη σκιά μου. Εκείνος χαμογελάει πρόστυχα και εμετικά. Νομίζω με αγαπάει. Νομίζω και εγώ. Η Μοργκάνες απελευθερώνεται από την παλάμη μου και γρυλίζοντας ξεσκίζει με τα δόντια της τη θνητή σάρκα του σκοτεινού περαστικού κάτω απ' το πηγούνι. Ο σκοτεινός περαστικός ουρλιάζει και το σώμα του είναι ανήσυχο και τρέμει φορώντας τον μανδύα της παράκλησης, της μετάνοιας, της υποδούλωσης. Ο παλμός απ' τα σαγόνια της Νες εναρμονίζεται με τις ολοένα και πιο λυγμικές, πιο υποτακτικές, πιο παραδεδομένες κραυγές του σκοτεινού περαστικού. Εγώ απολαμβάνω τη βόλτα που με πάει απάνω στο ξένο όχημα, το δανεισμένο, έτσι έχω μάθει.
      Η στιγμή της Νες κορυφώνεται με την απαίτηση της σοφής σκιάς μου. "Νες. Φτάνει. Κάτσε." Το βλέμμα της Μοργκάνες μεταμορφώθηκε σε βλέμμα υπάκουου, έντιμου και περήφανου κουταβιού, ενός μωρού λύκου καλά εκπαιδευμένου, και τα σαγόνια της σιγά σιγά υποχώρησαν με μητρική θλίψη από τον ξεσκισμένο λαιμό. Το παιχνίδι της είχε σταματήσει να παίζει μαζί της και οι παλμοί του κεντρικού ζωτικού οργάνου είχαν πάψει. Το αίμα λάσπωνε τη γούνα της και την άσφαλτο από κάτω μας. Το άψυχο σώμα δεν έδειχνε καμία αντίσταση πια στον νόμο της βαρύτητας. Το άφησα να κυλήσει στη λίμνη των εντός δαιμόνων του και απομακρύνθηκα από το όχημα που έπεσε στο έδαφος αφήνοντας έναν νεκρικό απαιτητικό ήχο που σήμανε το τέλος της παράστασης. Κοίταξα κατάματα την Νες και την παρηγόρησα σαν καλός εξουσιαστής που είμαι. "Νες, καλό κορίτσι." Και άρπαξα ένα απ' τα αποκόμματα του λαιμού που είχε προσκολληθεί στο χέρι μου και της το 'βαλα ανάμεσα στα δόντια. Όλοι αξίζουν μια ανταμοιβή για όσα κάνουν με κόπο.
         Έφτασα στο υποκατάστατο. Άφησα γυμνό το δανεικό σώμα και πέταξα τα ρούχα στον καναπέ. Εγώ δεν ξεπλένω αυτά που κάνω. Δεν ντρέπομαι ούτε κρύβομαι. Είναι τρόπαια. Είναι επιβραβεύσεις. Είναι πιστωτικά. Είναι Ανάγκες. Και μη μου ρίξεις εμένα ευθύνες το πρωί που θα ξυπνήσεις, θνητή. Δεν υπάρχει φταίξιμο. Η ευθύνη είναι περιορισμός. Δεν υπάρχουν όρια σε ένα λαμπρό και άπιαστο μυαλό. Δεν υπάρχουν όρια στο Σύστημα. Δεν υπάρχουν σύνορα, όπως στον λυπηρό σας θνητό κόσμο. Μόνο εγώ, το ένα τρίτο, ξέρω τι σημαίνει πραγματικά ελευθερία! Εσύ και οι ανθρώπινοι μίζεροι αγώνες σου δεν θα κατορθώσετε ποτέ να το νιώσετε. Και, στην τελική, ας έβαζες τη μπλούζα με τις τσέπες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου