Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Παραρμονία στυλιστική

Γεννήθηκα σαν μια ξεχαρβαλωμένη χορδή μπιλιάρδου, μέσα σε ένα παρακμιακό μπαρ στο μπαλκόνι ενός κινηματογράφου. Τόσοι βόλοι γύρω μου με προσδοκίες ζωτικές, μεθούν σνιφάροντας οργανικά υγρά ηλεκτρονικού τσιγάρου έχοντας πίστη σε κάθε νύχτα που τους τσακίζει στις υποσχέσεις. Η νύχτα είναι εκτυφλωτική, οι αχτίδες του ήλιου αγγίζουν την επιφάνεια του μπιλιάρδου μου και εγώ μέσα του τρεμοπαίζω, αφήνοντας τον εαυτό μου στο εκστασιακό σπαρτάρισμα της αναμονής. Ζαλισμένοι, οι βόλοι στριφογυρίζουν και κατρακυλούν απάνω στα υγρά μου πνευμόνια, γεμίζοντας βύσσινο ολόκληρο το σώμα τους, κάνοντάς το να κολλάει ενοχλητικά τα μαλλιά τους στο δέρμα τους, με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να μπερδεύονται οι τρίχες τους στις εσοχές του εγκεφάλου τους προκαλώντας τους ένα εξωφρενικό ξύσιμο στην ανάμνηση. Φοβάμαι πως δεν γεννήθηκα εδώ, φοβάμαι πως με φέρανε, γιατί δεν ξέρω να γλείφω τη μουσική με το σωστό τρόπο. Η κυρία με τον αριθμό 7 χαραγμένο στην κοιλιά πασχίζει να ξεριζώσει τον αφαλό της. Ανασαίνει γρήγορα και έχει πετάξει τα δόντια έξω και η μυρωδιά της αγωνίας της ερεθίζει ανακουφιστικά σχεδόν τα στήθη της λάμπας που κρέμεται απάνω απ' το μπιλιάρδο μου και αναβοσβήνει μανιωδώς σαν αλάρμ σε αυτοκίνητο κάποιου που έχει σταματήσει και ζητά μια μάρκα τσιγάρων που έπαψε να υπάρχει, αλλά που συνεχίζει να εξουσιάζει εθιστικά την ψυχή που αισθάνεται πως συμβιώνει με τα σάπια ζωύφια στο στομάχι του. Το στομάχι εκρήγνυται οπερατικά και τα ζωύφια εκτοξεύονται προς την καυτή σιλουέτα της λάμπας που έχει ήδη αρχίσει να στάζει τα πρώτα ηλεκτρόνια ηδονής απάνω στους βόλους του μπιλιάρδου μου. Ο μονόφθαλμος έφηβος με το ριγέ πρόσωπο τρίβει τις οθόνες του πάνω στο κούτελό του που δείχουν να αλλάζουν συνεχόμενα χρώματα, καθώς ρυάκια μουστάρδας κυλούν απ' τα αυτιά του κι εξατμίζονται απευθείας. Η λάμπα ζεσταίνεται ακόμη περισσότερο. Προσπαθώ να παίξω μουσική για να με πάρει μακριά από εδώ όπως λένε όλοι και να με πάει κάπου που θα υπάρχουν ειδικές μηχανές για να ξεριζώνουν τους αφαλούς και φάρμακα για να επιταχύνουν την εκσπερμάτωση των ζωυφίων, αλλά ο θόρυβος στο μπαρ είναι τόσο δυνατός που με υπνωτίζει και με παραπλανεί. Ένα σκυλί μπήκε μέσα και ξέρασε απάνω στον μεσήλικα βόλο με τον αριθμό 3, ο οποίος γούρλωσε φρικιαστικά τα νύχια του και άρχισε να ρουφάει με μανία τα ξερατά απ' τους τοίχους και το σώμα του. Η μαυροφορεμένη αριθμός 8 που τον παρακολουθούσε με εμμονή βούτηξε το σκυλί από τα πλευρά και άρχισε να τα γλείφει ένα ένα, ενώ το κίτρινο αίμα του την έλουζε οργασμικά και ερέθιζε βασανιστικά τον δικό της αφαλό που βρισκόταν στο κεφάλι, καθώς έσταζε γαργαλώντας τη απανω στις τρεις καμινάδες του κορμιού της. Δεν άργησε να αρχίσει να ουρλιάζει ρυθμικά με τα χτυπήματα της λάμπας και τις ανάσες της κυρίας με τον αριθμό 7, της οποίας τα δόντια ξαφνικά μεγάλωναν αντιστρόφως και τρυπούσαν μελωδικά το κρανίο της. Το ξέβγαλμα των βολβών του σκυλιού από τον μεσήλικα με τον αριθμό 3 συνείσφερε παραρμονικά στην χορωδία και τα ζωύφια απελευθέρωναν παρασιτικούς ήχους και κύματα που συρρίκνωναν τα σώματα όλων μας. Σε αυτό το σημείο, με κυρίευσε το άγχος και οι τύψεις που δεν μπορούσα να συνεισφέρω στη μουσική τους, γι' αυτό και αφέθηκα στο μουρμουρητό της νύχτας και μετά από μερικούς σπασμούς κοιμήθηκα ήσυχα απάνω στα δάχτυλα της ευλαβικής εκμηδένισης.  

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Οι χθεσινοί

Πλεγμένα μεταξύ τους δάχτυλα, ρομπότ καλωδιωμένα
που υπακούν σε σπίθες προγραμματισμένες
και εντολές κουτιών που λάμπουν στο σκοτάδι
με ένα ρυθμό που ζαλίζει
το είδωλό μου πίσω απ' τις βιτρίνες
και το κάνει να χορεύει τηλεσπασμωδικά,
βλέμμα με χιονάκι, σαν μουδιασμένη σιλουέτα
ποτισμένη με νέον χρώματα εκσυγχρονισμένα.

Αναλωμένες σιλουέτες, δυο
μπροστά μου στο πεζοδρόμιο χαράζουν βήματα
μεθυσμένα και χορευτικά
μυρίζουν κολόνια απογευματινή και ιδρώτα
είναι μεσάνυχτα
τραγουδούν Kill the cat και ουρλιάζουν
επικλήσεις σε ξεφθαρμένα πανκ σκαλοπάτια
πολυκατοικιών
πατημασιές χωμάτινες στους τοίχους και στην εξώπορτα
του διαμερίσματος
δερμάτινα μαύρα μεσάνυχτα.

Ακολουθώ τις σκιές τους γιατί οι μορφές τους
δεν σχετίζονται με την ανυπαρξία μου
και κινδυνεύω να με δω στο φως
να τρέμω τη ζωή που ξανά μου δόθηκε
-και πάνω που πήγα να την ξεπεράσω-
αναπνευστικό σύστημα από πλαστικό υλικό
λειτουργεί ρυθμικά και ανάλογα
με τις ματιές της όμορφης Παγίδας
θα 'μουν εντάξει αν δεν μου ξερίζωνες τα πνευμόνια.

Περπατούν και γελάνε
κρασί, ζαρτιέρες και μυστήριο
απ' αυτά που ζηλεύεις και μισείς να ξετυλίγονται
ανασαίνουν στον άνεμο
κι εκείνος επιστρέφει με τον βοριά
γυρεύει μια εσοχή στο στήθος μου
με τρυπά και θρηνεί ηχηρά και οπερατικά
για τα χαμένα μου πνευμόνια
εξόριστοι εραστές, γαμώ τις βιτρίνες του έρωτα
εξόριστη κι εγώ σαν ανυπάκουος λύκος απ' την αγέλη.

Να μου 'λεγαν που πήγαιναν, δεν θυμάμαι και 'γω
έχει περάσει καιρός, δεν πίνω πια κρασί
στα φεγγάρια αναζητώ την απουσία μου
σφυρίζω κλεφτά σε φαντάσματα
δεν θυμάμαι
παρακάτω.

Βόγκηξε κάτι απ' τη βιτρίνα
πορτοκαλί μάτια με κίτρινο υγραίνουν την ατμόσφαιρα
με ζαλίζει
χαχανητά γρυλίζουν στο μυαλό μου
σφυρίζει όλο μου το κεφάλι, ατμός
βογκά σαν χύτρα που εκλιπαρεί ν' αδειάσει
να ξεράσει τα μέσα της απάνω στα μαύρα μάτια της κουζίνας
οργασμός ή αγωνία ή κάτι το ενδιάμεσο.

Ξέχασα να πάρω τα ψευδαισθησιογόνα μου
θα τα 'χει πιει όλα η μάνα μου
δεν έχω μάνα
και πάλι όλα εκείνη μου τα πίνει.