Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Hair and Skin

  Θυμάμαι πως εκείνη τη μέρα είχα στο μυαλό μου συνεχώς εξωτικά μέρη με καταρράκτες. Δεν σκέφτομαι συχνά έτσι, δεν ονειρεύομαι ξωτικά και νεράιδες, ούτε γοργόνες και σοφούς δράκους, δεν είναι ο κόσμος μου αυτός. Όμως έτυχε να ταξιδέψω τυχαία μια μέρα. Θυμάμαι επίσης πως κρατούσα ένα τόξο και έψαχνα το άλογό μου, δεν φορούσα παπούτσια, είχα χαθεί.
 

  Catori, Catori. Άκουγα συνεχώς εκείνες τις παράξενες φωνές. Catori, where are you?


  Ήμουν τρομοκρατημένη, δεν είμαι συχνά. Ένιωθα τον άνεμο να με διαπερνάει σαν διάφανος μανδύας από λευκή σκόνη, πεντακάθαρη. Η καθαρότητα πάντα με παραλύει, με ακινητοποιεί, με στοχεύει, με τυφλώνει. Η κοπέλα που περπατούσε δίπλα μου είχε χαθεί στην αμμώδη θύελλα που απειλούσε πως θα καταπιεί κι εμένα. Δε γνώριζα τις προθέσεις των παραισθήσεων και δεν είχα προλάβει να συγκρατήσω την τελευταία εικόνα απ' τον πραγματικό κόσμο στον οποίο πλέον θα βάδιζα αυτόματα, αποπροσανατολισμένα.
  Υπήρχε ουρανός, υπήρχαν σύννεφα, υπήρχε βροχή. Θυμάμαι ενδεικτικά τις επιθυμίες της βροχής εκείνη τη μέρα, θυμάμαι τη δίψα της για καταστροφή και τη δική μου για εξιλέωση. Οι σταγόνες έπεφταν στο δέρμα μου σαν μυτερές κρυστάλλινες πέτρες και το αίμα απ' τις πληγές μου κυλούσε σε αντίθετη πορεία, αντιστεκόταν στην πτώση, δεν κατρακυλούσε στο κορμί μου, δεν άγγιξε στιγμή το έδαφος. Δεν ένιωσα το χρώμα του να αλλοιώνεται, να σκουραίνει κατά την επαφή του με το υγρό χώμα, δεν ξεδίψασα τη γη με την καταστροφή μου.
  Οι ερυθρές εκείνες σταγόνες σκαρφάλωναν στα σημάδια του κορμιού μου και είχαν βάλει στόχο το κεφάλι μου. Γεγονός είναι ότι δε θα υπάρξει πλέον η στιγμή που θα απέχει απ' τις αισθήσεις μου η υφή της καυτερής λίμνης να ρέει αντίστροφα απ' τις κατάρες μου ως τις γωνίες του προσώπου μου, να καλύπτει ο πορφυρός χιτώνας με το άρωμά του τα χείλη μου, να μετατρέπει το οξυγόνο μου σε αιμάτινες σπίθες και-εν τέλει-να καρφώνεται στο βλέμμα μου και να εισχωρεί στις κόγχες των ματιών μου.
  
Catori, Catori. Where are you? Please, come back! Catori, please, come back, I need you.

  Πάλι εκείνες οι φωνές να χωρίζουν την ανάσα μου σε κοφτές περίφοβες αέρινες κραυγές. Δεν μπόρεσα να ξεφύγω ξανά απ' την παράνοια, απ' το παραλήρημα. Τα μάτια μου έτσουζαν απ' τη σκόνη, απ' την καθαρότητα της αφής της ή κι από τις πληγές που είχαν διεισδύσει μέσα μου. Μοχθούσα ασταμάτητα να κινηθώ, όμως είχα παραλύσει και τα πόδια μου βυθίζονταν σιγά σιγά στο έδαφος, το υγρό χώμα με βούλιαζε μέσα του και μου έσκιζε τις φλέβες.
  Ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω, να παραδοθώ, είχα ξεχάσει την παραίσθηση, ζούσα σε μια παράλληλη πραγματικότητα, δεν υπήρχε η παραμικρή αίσθηση ψευδαίσθησης, όλα ήταν αληθινά, λευκά και λεία. Εγώ ήμουν λευκή. Εγώ ήμουν λεία. Για μια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αίσθηση της απόλυτης γαλήνης και στο σκηνικό της ανάγκης για μάχη, ανάγκης για να γυρίσω πίσω στο έδαφός μου-κι ας ήταν πάντοτε ασταθές.

 Catori, why can't you just come back? Please.. Help me!

  Ήμουν κρυσταλλωμένη απ' το φόβο και την αγωνία καθώς η φωνή εκείνη που έμοιαζε παιδική και αθώα ακουγόταν όλο και πιο κοντά μου, όλο και πιο βαθιά μέσα μου. Μέχρι που άρχισα να ακούω τους πρώτους καλπασμούς στην υγρή αυτή πλάνη. Ήταν η μοναδική στιγμή που ένιωσα το σώμα μου να αφήνεται ελεύθερο στην αέναη ροή της καταιγίδας, στο σκηνικό της απόλυτης αφοσίωσης στο σωτήριο πνεύμα που ένιωθα πως δεν είχε ακολουθήσει τη φυγή απ' τον δικό μου κόσμο.
  Καθώς η ομίχλη αποχωρούσε, από μέσα της γεννήθηκε ένα μικρό κοριτσάκι με ένα βαρύ σάκο γεμάτο βέλη στον ώμο που πάλευε να κρατήσει όσο πιο ψηλά μπορούσε, καθώς τα χάλκινα μαλλιά της έκρυβαν μέσα τους τα κατακόκκινα χείλη της με τις διάσπαρτες φακίδες στα μάγουλα και τη μύτη. Την ίδια στιγμή, ένιωσα κάτι να αναστατώνει την αδράνεια του εδάφους και αμέσως το υγρό χώμα με έφτυσε από μέσα του, με εκτόξευσε ψηλά στον αέρα και με εγκατέλειψε, με άφησε να προσγειωθώ με το κεφάλι πάνω σε κάτι σκουρόχρωμες πέτρες.
  Κι άλλοι καλπασμοί. Τους άκουγα παντού, αλλά δεν έβλεπα πουθενά την ψυχή εκείνη που περίμενα. Το κοριτσάκι είχε σταθεί δίπλα μου και έμοιαζε να μην μπορούσε να με δει, ήμουν διάφανη, είχα την απόχρωση των σκέψεών μου. Ήμουν διάφανη, όμως μπορούσα να νιώσω ξεκάθαρα τη ρίγη, τη βίαιη εξόρμηση του ψυχρού ανέμου στo στήθος μου. Μέχρι που τα μάτια της μικρής σκόνταψαν στις πληγές και τα σημάδια μου.

Catori! You found me! Where have you been? I couldn't make a step without you, don't you ever leave me alone again in this cold mad world! I've missed you so much, you can save me now! We can finally be together!

  Δεν ξέρω εάν ονειρευόμουν ή εάν ζούσα πραγματικά μέσα σε μια τόσο ρεαλιστική και πεντακάθαρη παραίσθηση, σε ένα από εκείνα τα λευκά μεγαλειώδη παιχνίδια του μυαλού μου, όμως οι καλπασμοί είχαν ξεσκίσει τα άκρα μου και είχαν εισχωρήσει σ' ολόκληρο το κορμί μου. Η μικρή με κοιτούσε, ένιωθα τις πληγές να ροκανίζουν την πλάτη μου, όμως ξεχώρισα καθαρά και σίγουρα μέσα σ' όλη αυτή την πλάνη ότι έπρεπε να κουβαλήσω εκείνο το κορίτσι και να το πάρω μαζί μου, να φύγουμε από εδώ.  
  


Το σκηνικό ξεθώριασε, ο μαγευτικά τρομακτικός κόσμος που δεν μου άνηκε κι όμως μου χάρισε πίσω κομμάτια μου είχε για μια ακόμη φορά εξαφανισθεί, όπως όλες οι εξωπραγματικές μου εμπειρίες, οι εικόνες και οι γεύσεις. Η κοπέλα που είχε χαθεί στην ομίχλη βάδιζε ξανά μαζί μου στο κέντρο της πόλης και το κορίτσι δεν βρισκόταν πουθενά, ούτε στις πλάτες μου.
Εγώ ήμουν ξανά μπερδεμένη, αν και θα 'πρεπε να 'χω συνηθίσει στα όνειρα της ημέρας, στις στιγμές που ξύπνια βυθίζομαι σε αβύσσους των σκοτεινών αναμνήσεών μου και ξεβράζομαι σε στοιχειωμένες ξένες ακτές ονειροπόλων περαστικών που απλώς γεύτηκα το άρωμά τους καθώς συγχρονίστηκα για μερικά δευτερόλεπτα στο βήμα τους, περνώντας από μέσα τους τυχαία σε κάποιο πεζοδρόμιο της πόλης.
Δεν θυμάμαι πολλά. Θυμάμαι μονάχα ότι μετά την υποτιθέμενη και όχι και τόσο σίγουρη προσγείωσή μου, γνώρισα ένα αγόρι. Είναι απίστευτο το πώς μπορεί, εκτός απ'το βλέμμα, ένα απλό χαμόγελο να φανεί τόσο γαλήνιο που να σε διαπεράσει σαν τόξο και να σε ρίξει απ' το άλογό σου. Εγώ δεν ένιωσα γαλήνια, ένιωσα όμως ότι ήθελα να γνωρίσω εκείνον, τον δικό του γαλήνιο εαυτό, που έμοιαζε να προσπαθεί να πλάσει, με την αστραφτερή υφή της χαράς που εξέπεμπε, ένα παραμύθι στην πραγματικότητά του και να βαδίζει πλάι του, αφήνοντας στην άκρη κάθε σπιθαμή χλωμής και σκοτεινής πτυχής της σκουρόχρωμης ζωής του, έως ότου να κατορθώσει να γνωρίσει τη γλύκα που ονειρεύεται στον δικό του κόσμο, αυτόν που έχει χτίσει με τις εικόνες που θάβει στο μαξιλάρι του τα πρωινά.
Κι έπειτα έρχεται το βράδυ κι εκείνος βουτάει το κεφάλι του εκεί μέσα, μέχρι να μην αντέχει άλλο και να διακόψει την αναπνοή του επιβεβαιώνοντας τη φυγή του από αυτήν την πραγματικότητα, αυτήν την αληθοφανής παράσταση που του επιβλήθηκε στη στροφή της διαδρομής. Και ο ρόλος του θα είναι καθοριστικός και μέρος των επιλογών του.
Εύχομαι να μην πνιγεί μέσα σε αυτές. Κι ίσως κάποτε καταφέρω να τον γνωρίσω, να τον συναντήσω, να τον αγγίξω, να τον διαβάσω.
Γράφω για 'σένα, αυτό σημαίνει ότι δε θα πεθάνεις ποτέ.


- Catori, you're gonna hurt him, stop.
- Why would I hurt him? Why would I stop?
- Because you make people trust you and then you always hurt them.
- And how do you know? What makes you feel that?
- I am you, Catori.
- Why do you call me like that? 
- Don't you know?
- No, what does that mean?
- It means.. something. It means something that sounds and tastes and looks exactly like you.
- Wait, don't leave me little girl, I need the truth! What does that mean?


 Και χάθηκε κι εκείνη. Και τώρα όταν τον σκέφτομαι ακούω στο κεφάλι μου μελωδίες και στίχους..


  Your hair and your eyes
I saw them in the night
Your face, your disguise
I felt it in the night
Your cool clammy skin
it could be right beside me
I saw you swimming over here
you looked so fragile
And don't you know her eyes were red?

Your hair and your skin
I know my desire
I felt akin
to my desire

Your eyes and your face
I dreamed them in the night
I saw them swimming over there
And don't you know you're life itself?

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

One of my parts has a party tonight I

"I look at myself and I see nothing that I like.
       Crowds don't make me happy, alone I don't feel right."

  
  Θέλω να νιώθω τους ανθρώπους. Όλους. Την ίδια στιγμή. Να είμαι με όλους το ίδιο δευτερόλεπτο, να μην υπάρχω για κανένα και να υπάρχω για εκείνους ταυτόχρονα. Να τρέφομαι απ' τις σκέψεις τους, να συναντάω τους κόσμους τους, να τους αγγίζω, να χαϊδεύω τα χείλη τους, να τους νιώθω όλους μαζί. Να μην είμαι με κανένα, να είμαι με όλους.
  Θέλω να αγαπήσω. Κάθε μέρα και ένα διαφορετικό κόσμο. Κάθε στιγμή και άλλη ψυχή. Να γνωρίσω τον ίδιο άνθρωπο μέσα απ' την αγάπη κι έπειτα μέσα απ' το μίσος και την απέχθεια. Να αδιαφορήσω ενώ εκείνοι θα έχουν εντυπωθεί πάνω μου, αν κι εγώ δεν θα υπήρξα ποτέ γι' αυτούς. Ζωγραφίζω τις σκέψεις μου με κάρβουνο στο πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου θα με καλύψουν, έτσι κι αλλιώς, δε θα χρειαστεί να δώσω εξηγήσεις για τη φθορά.
  Φθείρομαι. Γιατί φοβάμαι δύο πλάνα. Το σκηνικό της συντροφιάς κι εκείνο της μοναξιάς. Πού να χωρέσω; Δεν θέλω να χωρέσω. Είμαι εφήμερη. Προσωρινά παρούσα, πρόσκαιρα απούσα. Κυκλοφορώ με καθρέφτες και κρατάω πάντα στο χέρι τις διάφανες κατάρες μου, ποιος θα είναι ο τυχερός γι' απόψε; Ίσως ο εαυτός που θα συναντήσω στο τέλος της διαδρομής. Θα 'ναι απόψε;
  Ερωτεύτηκα την άγνοιά μου προς τις προθέσεις σου-αισθήσεις. Συνάντησα τον εαυτό μου πριν από λίγες λέξεις-ψευδαισθήσεις. Ανιαρά βήματα, χαχανητά που μετά βίας σπρώχνουν πληκτικές, φορτικές ανάσες, χημικές μελωδίες, αμμώδη τέρατα, παγίδες, ρουφάω την τραχιά σκόνη-παραισθήσεις. Ξέρω πως να καταπίνω πληγές, ξέρω πως να κρύβω τα σημάδια. Κι εσύ,ε;
  Damaged people are dangerous. They know they can survive.

 
Κι όλα αυτά ενώ σκέφτομαι αποπροσανατολισμένες σιλουέτες να περιστρέφονται γύρω μου και να βαδίζουν με ρυθμό πάνω σε ίχνη που δεν χαράχτηκαν ακόμη. Τα φώτα χαμήλωσαν, τα βλέμματα ψήλωσαν. Τα δικά μου έσβησαν και τα δύο. Ξαπλώνω στο πάτωμα, είναι βρεγμένο, μυρίζει ποτό και μισοτελειωμένα τσιγάρα. Τα μαλλιά μου κολλάνε πάνω στο ποτό που έχει στεγνώσει, μαζί και η μπλούζα μου και τα χέρια μου. Ωστόσο, μόνο τα μαλλιά μου νιώθω. Χάνω το άρωμά μου.
  Έχω σχέδιο. Θα με πατήσουν και θα τους νιώσω. Θα με προσπεράσουν, θα με προσπεράσω. Τους ερωτεύομαι.
  Θέλω να χορέψω, αλλά δεν ξέρω πώς. Δεν συνηθίζω να χορεύω μπροστά σε κόσμο. Λένε πως ντρέπομαι, όμως ίσως νιώθω άβολα να με κοιτάνε να προσπαθώ να αισθανθώ-ακόμη πιο άβολα όταν δεν καταφέρνω να προσποιηθώ ότι το αισθάνομαι. Παρόλα αυτά, ίσως και να μ'αρέσει να είμαι ξαπλωμένη στο έδαφος, να κοιτάζω πάνω και να βλέπω τις φιγούρες τους-των χαμένων αυτών που ξεβράστηκαν σε μια τυχαία αλκοολική ουτοπία, την ίδια.
  Πλάθω αποχρώσεις με τις κινήσεις τους. Τους ερωτεύομαι, κάντε κάτι. Δεν θέλω να σας δω αύριο, γιατί δεν μένετε μόνο γι' απόψε; Φοβάμαι να νιώθω ότι μείνατε.

  Φύγετε.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Πλήξη

  Μισώ τις μηχανές. Από σήμερα. Ή για σήμερα. Μάλλον για τώρα, για αυτή τη στιγμή. Και ξέρεις τι είναι απολύτως μηχανικό; Η αναπνοή. Θέλω να σταματήσει. Μισώ αυτή τη διαδικασία και δεν το είχα καταλάβει τόσο καιρό. Είναι ό,τι μισούσα και με έπνιγε. Θέλω να σταματήσει. Τώρα.

  Και ήμουν πάλι στην αρχή. Λένε πως όταν μισείς κάτι, οτιδήποτε συναντήσεις πάνω του σε απωθεί, από την κάθε του κίνηση, μέχρι και την ίδια του την αναπνοή, κάθε ανάσα που παίρνει. Έτσι κι εγώ, ρε μαλάκες, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα με αυτόν τον τρόπο να μισώ τον εαυτό μου. Κι όχι ότι είμαι και τόσο σκληρός τύπος και κάφρος, απλώς θα μου ήταν ευχάριστο αυτή τη στιγμή, θα με διασκέδαζε, να δω τον εαυτό μου τρυπημένο και κρεμασμένο σ' ένα δίχτυ, με το βλέμμα κενό-και δεν πρόκειται για καμιά ποιητική παπαριά, κενό, μάτια ξεριζωμένα, μηδέν, δυο τρύπες. Έτσι. Στον πούτσο μου.

- Όσκαρ;
- Τι; Αφού σου λέω είμαι μόνος. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος που είναι εθισμένος στο μίσος προς τους ανθρώπους. Κι αφού είμαι μόνος, βλέπεις κανένα άλλο εδώ γύρω να είναι πρόθυμος να δεχτεί την οργή μου;

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Χαμομήλι

Νύμφες
ακατοίκητες νήσοι κρεμασμένες απ' τις χαρές
στοιχειά
βλέπω
το χαρτί με κόβει
με χαρακώνει
μόνο
είναι πιο επώδυνο απ'το μαχαίρι μου
το χαρτί
- ζωγραφίζεις;
- ναι
- τι ζωγραφίζεις;
- εσένα
μπήγει το χαρτί μες στο χέρι μου
χαράζει σχήματα στο κορμί μου
όλα είναι λευκά
δεν τα βλέπεις;
λευκό
όλα είναι καθαρά
καθαρά, λευκά

Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου στον τοίχο
μέσα στον τοίχο
η καρδιά μου είναι πετρωμένη στον τοίχο
εγώ δεν μπορώ να κινηθώ
μονάχα να βαδίσω αχνά δίπλα του
περπατάω απάνω στα ενδεικτικά επόμενα ίχνη
είναι εκεί
ζωγραφισμένα στην άσφαλτο για 'μένα
τα ίχνη μου.

Σηκώνω τα βήματά μου στην πλάτη μου
τα νιώθω βαριά στο στήθος μου
πατάω, περπατάω πάνω μου
με κουβαλώ στις πλάτες μου
δεν με βρίσκω μπροστά μου ποτέ
πάντα στις πλάτες
πώς να με δω;
ο δρόμος είμαι εγώ, η άσφαλτος
η καρδιά μου ακόμη στον τοίχο
περιμένω-δεν μπορεί-θα με στοιχειώσουν πάλι.

Φτάνουν οι πρώτοι αρωματισμένοι κλόουν
μου σταματούν το περπάτημα
ανεβαίνουν στις πλάτες μου
βάρος
ντουβάρια στο κορμί μου
με πνίγουν τα αρώματα
εισχωρούν στη μπόχα των λαθών μου
χασκογελάνε και τραβάνε τα σκοινιά!
αισθάνομαι ηττημένη
νικήθηκα, περπατάω
όσο μπορώ, με χλευάζουν
η καρδιά μου στον τοίχο ακόμη κι εκείνοι θέλουν να με απομακρύνουν
βγάζουν το μαστίγιο
με πληγώνουν
η καρδιά στον τοίχο
εγώ λυγίζω
βαδίζω στο πλάι
αφήνω την ασφαλή ευθεία μου ν'αλλοιωθεί
η καρδιά στον τοίχο
πρώτο πλάνο εγώ, η λευκή
και η ζωή μου
που δε βρήκα ποτέ μπροστά μου
γιατί κουβάλησα στις πλάτες μου
κι όταν κοίταξα εκεί
την είχαν καβαλήσει άλλοι.

Η ώρα πλησιάζει
πάντα νοσταλγούσα τη στιγμή
που δεν είχα ζήσει
την απελευθέρωση
περίμενα να σωθώ
ή να με αποτελειώσουν χωρίς επόμενο
για να σωθώ απ' το μαρτύριο.

Ο τοίχος γρυλίζει
κάτι από μέσα του μοχθεί να ανασάνει
εγώ σαν θεατής της καταστροφής μου κοιτάζω
μέσα απ΄τα βλέφαρά μου
είναι χαρακωμένα, σκισμένα
μπορώ να δω μέσα τους
δεν με προστατεύουν απ' την οδύνη της εικόνας
και ο τοίχος φουσκώνει
αρχίζει να φουσκώνει σαν σεντόνι λευκό
απλωμένο, καθαρό και ανήσυχο απ' τον άνεμο
που το σπρώχνει να το πάρει μαζί του
όσο αντέξει.

Ο τοίχος στάζει, ο τοίχος μου
αιμορραγεί
ποικιλόχρωμα χημικά
από μέσα του
μάγια
Μάγια;
που είσαι άραγε;
θυμάμαι τ'αστέρια στο πρόσωπό σου
τη στίλβουσα παιδικότητά σου
σ'αγαπώ, Μάγια.

Ο τοίχος ξεχειλίζει
με τρώει
εκείνος βρίσκεται εκεί και τον χαράζει με ένα χαρτί
- τι κάνεις εκεί;
- ζωγραφίζω
- φύγε από εκεί, με τρυπάς
- ζωγραφίζω
- φύγε
- εσένα
πληρωμή
νερό
υγρές αμαρτίες
τις αφουγκράζομαι στην τελευταία μου παράσταση
δε συμμετέχω
ο τοίχος γκρεμίζεται στο στήθος μου
πέφτει πάνω μου και με κατευθύνει
με καθοδηγεί
μώλωπες
χαρακιές απ' το χαρτί
- μα, ζωγραφίζω, γιατί δε λες να το παραδεχτείς;
- σε μισώ
- θα μ'αγαπήσεις
το αρπακτικό πετάγεται απ' τον διαλυμένο τοίχο και ορμάει
με τρυπάει με τα νύχια
που 'χει στα βλέφαρα
με χαράζει κι εκείνο
μοχθώ να ξεφύγω
- όχι, δε θα ξεφύγεις, γιατί να ξεφύγεις;
- γιατί δε θέλεις να ξεφύγω;
- δε σε αφήνω, θα καταλάβεις
η μελωδία της φωνής του με κάνει να αισθάνομαι σίγουρη
ότι-ακόμη κι αν δεν είμαι τώρα-θα γίνω ζωντανή
και φοβάμαι λιγότερο
- αφέσου

Το αρπακτικό έσκισε το στήθος μου
ρουφούσε τις σκέψεις μου, τάραζε το μυαλό μου
το κεφάλι
το κεφάλι υπέκυψε
το αρπακτικό τα έβαλε με το κεφάλι
απ' το οποίο απέφευγα να δραπετεύσω τόσους αιώνες
μπήκε μέσα μου, πετρώθηκε εκεί ανάμεσα στις χαρακιές
και στα τραύματα
οι σκέψεις προκαλούν τραύματα
και ο καιρός
και η αγάπη
και οι άνθρωποι
κι εγώ
οι χτύποι είναι μέσα μου
τους αισθάνομαι, τους ακούω, μπορώ να τους αγγίξω εάν θέλω
ανασαίνω
- είδες; δεν είσαι το κεφάλι, θα το πετάξω κάτω να ραγίσει
- θα σπάσει;
δεν μου απαντάς, τερατόμορφε φίλε
- θα σπάσει;
σιγή
τουλάχιστον ξέρω πως είμαι ζωντανή
αν και υπάρχει κάτι που δεν θα του πω ποτέ
γιατί δεν ανασαίνει με χτύπους το δικό μου αρπακτικό
τουκ τουκ τουκ τουκ
δεν ακούς;
καλπασμοί
καλπασμοί
καλπασμοί.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Καλοκαίρι, μη μ'ακολουθείς

Πυρηνικά διαστημόπλοια
φτάνουν ως τ'άστρα, τα ντουβάρια, αερικά
κι η αίσθηση πως η πνοή μου έχει απόχρωση
καθώς ελευθερώνεται να μπήγει τις κατάρες της στα μάτια μου
και να μετατρέπει ανάλογα το χρώμα των ματιών μου
σε αέναες παλαβές εικόνες
παραληρών
κοιμήθηκα μόνο μια φορά
με καθορίζει το νυχτολούλουδο κι εσύ
αισθάνομαι κι αυτό σου φτάνει
γι αυτό μου λες να μην ξεχάσω την ελπίδα
να μην τη χώσω σε κάνα από 'κείνα τα συρτάρια
όπου θάβω τα όνειρά μου
τις αέρινες πραγματικότητες
τη φυγή
το νερό
τις αγάπες που μου υποσχέθηκαν
και με διαπέρασαν

Στάχτη η βροχή ψηφιακή
πάνω μου πέφτει και σκοντάφτει
στα μάτια μου
στα βλέφαρα που κρυστάλλωσαν
και 'μείναν ανοιχτά
μα βλέπω μαύρο φως να μου καίει την υγρή σιγή
πιο μαύρο από πριν
που 'ταν σφραγισμένα
συρραμμένα με καρφίτσες που έψαχνα στ' άχυρα
καλοκαιρινά

Άσπρο λουλούδι στις γάμπες τις
ανεβαίνει ριζωμένο απ' τον αστράγαλο
και ρουφάει το αίμα της
το παιδικό
θα ξεθωριάσει κι αυτό
όπως ολόκληρη η εφηβική σονάτα
με ροκανίζει το νέφος της
το διάφανο πέπλο γύρω απ' τα χείλη της
η λευκή της γύρη
που μου ζαλίζει τα πέταλα
με τον λευκό καπνό που διασχίζει την πύλη
που επιθυμώ να εξερευνήσω
να ρίξω άγκυρα ακολουθώντας τις αιωρούμενες στάχτες
την πνοή που ασπρίζει μέσα της
στις χορδές της ουτοπίας της
της λευκής
καθαρότητα
όταν ξεφυσήξει ο δράκος της
θα με πετάξει και θα τρυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο

Στα δάχτυλά της πινελιές ψυχώνουν
και στα μαλλιά της αρρώστειες
φύκια και σπασμένα μπουκάλια
αμμώδης ρουτίνα
καίει βλέπεις ακόμη το καντήλι
πάνω απ' τις αναμνήσεις που θάφτηκαν
σ'αυτή την υγρή αμμοφανή ρουτίνα
ρέουν
κλεψύδρες
τις ξεριζώνει το κύμα
θα τις ξανατραβήξει στο φως και θα καρφωθούν
στις φτέρνες της σαν αιχμηρές αλήθειες
θρύψαλα μπουκάλια μπύρας
φίλοι τον κύκλο συμπληρώνουν
-ο κύκλος πρέπει να συμπληρωθεί
για να τον ξαναταξιδέψεις-
ψυχές γελασμένες
χαχανητά
ψυχεδέλεια
ο καπνός μοιάζει ξανά λευκός
και μαζεύεται στο βάζο των ξεσκισμένων νιάτων

Κιθάρες όμορφες
πληγωμένες τραγουδούν χαρούμενα
ευτυχισμένες τραγουδούν πονεμένα
ψυχεδέλεια με ψιθυρίζεις
τον ξέχασα τον ήλιο που βυθίστηκε
στη θάλασσα και πνίγηκε
τον πνίξανε
τον ντύσανε φεγγάρι
και τον πέταξαν στον Αύγουστο
σαν πορτοκαλίζει στα μαλλιά σου
και ξανθαίνει στο δέρμα σου
μαύρη δεν ήσουν ψυχή;
οι κιθάρες ξανάρχισαν
ο καπνός γκρίζος
υψώθηκε ως τα μάτια σου
και σε λάβωσε
είσαι δική του
μα και δική μου

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Always awake when it comes to a nightmare

  Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

 
Ήταν περίεργη η διαδρομή από την αρχή. Κοιτούσα έξω απ' το παράθυρο τον παραλιακό δρόμο χαμηλά, έβλεπα τα κύματα της θάλασσας να σκάνε πάνω του, σαν να τρέχαμε πάνω σε μια ασφαλτώδη ακτή, καθώς δεν υπήρχε παραλία, δεν υπήρχε άμμος, δεν υπήρχαν ομπρέλες. Υπήρχε μόνο ο δρόμος και η θάλασσα από δίπλα του η οποία είχε περισσότερο βάθος απ' όσο έδειχνε και έμοιαζε σαν να μοχθούσε να συγκρατήσει το πάθος για καταστροφή μέσα της και να μην αφήσει τα κύματα να σκάσουν πάνω στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο. Το σίγουρο ήταν πως, έτσι όπως την έβλεπα, θα ξεχείλιζε σύντομα πάνω σ' ολόκληρη την πόλη.
  Ευτυχώς, το γεγονός ότι δεν θυμόμουν τίποτα απ' τη διαδρομή, ούτε πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, το έκανε πιο εύκολο για εμένα να καταλάβω πως πρωταγωνιστώ σε ένα ακόμη όνειρο και πως, ό,τι και να μου συμβεί, θα ξυπνήσω χαλαρή πάνω στο βολικό μου στρώμα. Οπότε, δεν δίσταζα να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση. Παρόλα αυτά, ήλπιζα να μην έρθω αντιμέτωπη με κανένα απ' τους κλασσικούς μου εφιάλτες, ειδικά απ' τη στιγμή που ήταν ξεκάθαρο ότι σε αυτόν θα έπαιζε κύριο ρόλο η θάλασσα, εκείνη η θάλασσα που έβλεπα να παλεύει με τη φύση της μπροστά μου.
  Είναι αλήθεια πως στα όνειρα συναντάς κρυφές πτυχές του υποσυνείδητού σου, που σημαίνει ότι συχνά ξεβράζονται στην επιφάνεια σιλουέτες και παράγραφοι που δεν έχεις γευτεί προηγουμένως και που προφανώς ποτέ δεν πίστευες πως θα γνώριζες. Έτσι κι εγώ μπορώ να διατυπώσω με απόλυτη ειλικρίνεια-και χωρίς να μου χρεώσουν ότι προσπαθώ να προβληθώ ή να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός-ότι τέτοια μορφή θάλασσας δεν είχα δει ξανά ποτέ μου. Χαρίζω και τα δυο μου χέρια γι' αυτή την αλήθεια.
  Ήταν η πιο άγρια θάλασσα που έχω συναντήσει-σε πλαίσια πραγματικότητας κι ονείρου. Τα κύματά της ήταν, όχι σε κάποια θεόρατη μορφή, αλλά αρκετά μεγάλα και φουσκωμένα, γεμάτα, τόσο γεμάτα που άλλο δεν πήγαινε-από τι πράγμα γεμάτα, δεν γνωρίζω. Ήταν φουσκωμένα, χοντρά, τούμπανο ρε φίλε, πώς να το πω. Πλάτος που μόνο σε κρουαζιερόπλοιο συναντάς, κατάλαβες; Και το χρώμα της ήταν πολύ βαθύ μπλε, μπλε σκούρο, μπλε σκοτεινό, μπλε που βαρέθηκε να κρύβει κρίσιμους αιώνες πίεσης μέσα του και είναι έτοιμο να ξεβράσει κάθε του απόκρυφο καταστροφικό μυστήριο, θαλάσσια τέρατα, σειρήνες, εξαγριωμένους θεούς και ατλαντίδες. Ήταν μια θάλασσα του σινεμά που δεν τη συγκρατούσε η λευκή οθόνη μπροστά στα μάτια μου.
  Εκείνος, που κρατούσε το τιμόνι δίπλα μου, μου έδειξε με το δάχτυλο προς τη θάλασσα, κάτι περίεργα πέτρινα σπίτια που επέπλεαν στην επιφάνειά της, λες κι ήταν ζωγραφισμένα πλαστικά κουτιά ιδιαίτερου μεγέθους. Σκέφτηκα μέσα μου πως ίσως παλιά η στάθμη του νερού ήταν χαμηλότερα και πως εκεί που βλέπω τα σπίτια κάποτε υπήρχε μια πόλη που ζούσαν άνθρωποι και σκυλιά και διάφοροι ζητιάνοι στους δρόμους και πως κάποια άτυχη καταστροφική μέρα η θάλασσα τους εκδικήθηκε που την εκδικούνται και τη μισούν χωρίς αιτία-όπως κι εγώ.
  "Μη σκέφτεσαι ανοησίες. Τις τελευταίες μέρες έχει ανακοινωθεί ότι αυτά τα σπίτια ενοικιάζονται και κάποια από αυτά πωλούνται. Αν θες πάμε να τα δούμε." Είπε εκείνος λες και μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις μου-ή και να τις διαβάσει με κάποιο τρόπο αποτυπωμένες καθώς ήταν πάνω στην έκφραση του προσώπου μου. Εγώ τότε ένιωσα ένα μικρό πιάσιμο στο στήθος και τα χείλη μου είχαν παγώσει μονάχα στην ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ κάποιος να προσφερθεί να με οδηγήσει μέσα στη θάλασσα-και μάλιστα σε ένα τέτοιο αρπακτικό σαν κι εκείνη την εξαγριωμένη φύση που εκτεινόταν μπροστά μου-απλώς για να μου δείξει κάτι εγκαταλελειμμένα, μοναχικά, απροσδιόριστης εποχής, ίσως και λιγάκι στοιχειωμένα σπίτια που επέπλεαν σταθερά στην επιφάνεια.
  "Ρε κοπέλα μου, θα μας τρελάνεις; Δεν είναι εγκαταλελειμμένα, χτίστηκαν πρόσφατα και μάλιστα ενοικιάζονται, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να τα επισκεφθεί και να τα δει όποια στιγμή θέλει. Κατάλαβες;" Είπε αγανακτισμένος και δε χωρούσε πλέον αμφιβολία ότι εκείνος γνώριζε ακριβώς τι σκεφτόμουν. Τότε, κοίταξα πάλι έξω απ' το παράθυρο όντας σίγουρη πως εκείνος, εφόσον γνώριζε κάθε μου σκέψη, θα είχε εξακριβωμένη την απάντησή μου στη γενναιόδωρη πρότασή του. Ωστόσο, δεν ήμουν βέβαιη για τους σκοπούς του και δεν είχα την ασφαλή άποψη για το ποια ήταν η ιδέα του όταν μου είπε να τον ακολουθήσω στο αυτοκίνητο-εάν μου το πρότεινε εκείνος.
  "Εμένα μου αρέσουν αυτά τα σπίτια" ακούστηκε μια φωνή από τα πίσω καθίσματα που με τσάκισε γιατί τη γνώριζα αρκετά καλά και ήταν δεδομένο ότι μόνο σε έναν εφιάλτη θα μπορούσε να υπάρξει για 'μένα πλέον. Δεν ήμασταν μόνοι με εκείνο τον τύπο στο αυτοκίνητο.
- Τι ακριβώς σου αρέσει, ηλίθιε; του είπα χωρίς να μπορώ να ελέγξω  τη σταθερότητα και την αλληλουχία του ονείρου πλέον.
- Πρέπει να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο; Απλώς μου αρέσουν.
- Σου αρέσει δηλαδή μια μάζα από πέτρες που επιπλέον πάνω στο νερό;
- Ναι, εσένα;
- Όχι.
- Αφού δεν έχεις πάει, δεν τα 'χεις δε από μέσα πώς είναι, πώς το ξέρεις;
- Το ξέρω.
- Δεν είναι ότι δεν σου αρέσουν, απλώς φοβάσαι, γι αυτό είναι πολύ απλό να αποφύγεις κάτι λέγοντας ότι δεν σου αρέσει.
  Και τότε είναι που ο τύπος που οδηγούσε, αγανακτισμένος από την επιθετική μας συζήτηση και εκνευρισμένος από το θράσος μου να αρνούμαι τη δήθεν ομορφιά αυτών των κτηρίων, πάτησε απότομα φρένο, πάτησε το κουμπί για να ανοίξουν όλα τα παράθυρα κι έπειτα είπε με ένταση στη φωνή του δείχνοντας προς τη θάλασσα, ενώ το χέρι του έτρεμε: "Εμένα ξέρετε τι μου αρέσει; Αυτό εκεί." Και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα πως προσευχόμουν βαθιά σε κάποιον ανύπαρκτο θεό μέσα μου αυτός ο άνθρωπος που έχει τον έλεγχο του οχήματος και κρατάει το τιμόνι να μην έδειχνε πραγματικά προς εκείνο το τεράστιο σκουρόχρωμο κύμα που έμοιαζε να με ειρωνεύεται.

  Δεν πίστευα ποτέ ότι θα υπήρχε όχημα που θα υπέκυπτε τόσο ταπεινά στις εντολές ενός αγανακτισμένου, εξοργισμένου και τσατισμένου με τον κόσμο, ειδικά με εμένα, ανθρώπου που βρισκόταν στο τιμόνι του, σαν υποδουλωμένο άλογο που υπακούει στα σκοινιά και τα μαστίγια χωρίς αντιρρήσεις και ενδείξεις πόνου, χωρίς να διαμαρτύρεται για την καταστροφή του.

 
Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

  Δεν με ένοιαζε που ήταν όνειρο και γνώριζα πως δεν θα πέθαινα στην πραγματικότητα, απλώς αυθόρμητα, πράττοντας από ένστικτο και υποδουλωμένη στο φόβο μου, κατάφερα να βγω απ' το παράθυρο και να αφήσω πίσω μου το άτομο που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα, ακόμη κι αν αισθανόμουν πως δεν γινόταν να τον χάσω ακόμη μια φορά, για δεύτερη φορά να τον πνίξω στο δικό μου φόβο. Ο τύπος που προηγουμένως βρισκόταν στο τιμόνι με κοίταξε με τη βίαιη γεμάτη έχθρα στάση του να προσπαθώ να σωθώ, ενώ εκείνος στεκόταν σταθερά στον πυθμένα και δεν έδειχνε να αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα αναπνοής μες στο νερό.

 
Έπειτα, η σκηνή άλλαξε και έγινε πιο ήπια, χειμερινή και ανιαρή. Βρισκόμουν μέσα σε ένα παλιό λεωφορείο που δεν είχε πολύ φως. Σε μια απ' τις τελευταίες θέσεις καθόταν ο τύπος που κρατούσε το τιμόνι στο αυτοκίνητο. Δεν ήξερα εάν είχαν όντως συμβεί όλα αυτά, είχα μπερδευτεί και δεν ήξερα εάν είχα ξυπνήσει στην πραγματικότητα ή σε ένα ακόμη πεδίο ονείρου. Παρόλα αυτά, τον πλησίασα και προσπάθησα να καταλάβω απ' τη στάση του εάν όντως ήξερε ποια ήμουν.
  Και η στάση του ήταν ενδεικτική. Ειρωνικός, γεμάτος μίσος και απέχθεια, με σιχαινόταν, δεν ήθελε να με κοιτάζει, ούτε του άρεσε η ιδέα ότι βρισκόμασταν στο ίδιο λεωφορείο. Το κλίμα ήταν αφόρητο, γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω. Ήθελα απλώς να του πω πως δεν φοβήθηκα τόσο το θάνατο, όσο το χαμό της ζωής που έχω ακόμη μπροστά μου. Ουσιαστικά, ήθελα να του πω πως δεν ήταν η ώρα μου να πεθάνω και το ένιωθα περισσότερο από ποτέ εκείνη τη στιγμή. Πως υπάρχουν τα όνειρά μου και δεν τα χω βρει ακόμα, οπότε δεν πρέπει, δεν είναι η ώρα μου αυτή.
  Αλλά αυτός δεν ασχολήθηκε να με ακούσει. Γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά και με απώθησε με τη στάση του. 

                                         
Hello, how do you feel?
What does that mean?
What does that mean?
Hi, I guess I feel high
cold sweat, dripping down my body

Are you trying to tell me something with your eyes?
All I wanna do is lay down and die
If you're gonna do it
you'd better do it right
or my heart won't stop swelling



Yes, if you're gonna kill me, you'd better do it right. But, oh, I'm sure you already knew that this was the only right way for me to die.