Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Always awake when it comes to a nightmare

  Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

 
Ήταν περίεργη η διαδρομή από την αρχή. Κοιτούσα έξω απ' το παράθυρο τον παραλιακό δρόμο χαμηλά, έβλεπα τα κύματα της θάλασσας να σκάνε πάνω του, σαν να τρέχαμε πάνω σε μια ασφαλτώδη ακτή, καθώς δεν υπήρχε παραλία, δεν υπήρχε άμμος, δεν υπήρχαν ομπρέλες. Υπήρχε μόνο ο δρόμος και η θάλασσα από δίπλα του η οποία είχε περισσότερο βάθος απ' όσο έδειχνε και έμοιαζε σαν να μοχθούσε να συγκρατήσει το πάθος για καταστροφή μέσα της και να μην αφήσει τα κύματα να σκάσουν πάνω στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο. Το σίγουρο ήταν πως, έτσι όπως την έβλεπα, θα ξεχείλιζε σύντομα πάνω σ' ολόκληρη την πόλη.
  Ευτυχώς, το γεγονός ότι δεν θυμόμουν τίποτα απ' τη διαδρομή, ούτε πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, το έκανε πιο εύκολο για εμένα να καταλάβω πως πρωταγωνιστώ σε ένα ακόμη όνειρο και πως, ό,τι και να μου συμβεί, θα ξυπνήσω χαλαρή πάνω στο βολικό μου στρώμα. Οπότε, δεν δίσταζα να κάνω την οποιαδήποτε κίνηση. Παρόλα αυτά, ήλπιζα να μην έρθω αντιμέτωπη με κανένα απ' τους κλασσικούς μου εφιάλτες, ειδικά απ' τη στιγμή που ήταν ξεκάθαρο ότι σε αυτόν θα έπαιζε κύριο ρόλο η θάλασσα, εκείνη η θάλασσα που έβλεπα να παλεύει με τη φύση της μπροστά μου.
  Είναι αλήθεια πως στα όνειρα συναντάς κρυφές πτυχές του υποσυνείδητού σου, που σημαίνει ότι συχνά ξεβράζονται στην επιφάνεια σιλουέτες και παράγραφοι που δεν έχεις γευτεί προηγουμένως και που προφανώς ποτέ δεν πίστευες πως θα γνώριζες. Έτσι κι εγώ μπορώ να διατυπώσω με απόλυτη ειλικρίνεια-και χωρίς να μου χρεώσουν ότι προσπαθώ να προβληθώ ή να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός-ότι τέτοια μορφή θάλασσας δεν είχα δει ξανά ποτέ μου. Χαρίζω και τα δυο μου χέρια γι' αυτή την αλήθεια.
  Ήταν η πιο άγρια θάλασσα που έχω συναντήσει-σε πλαίσια πραγματικότητας κι ονείρου. Τα κύματά της ήταν, όχι σε κάποια θεόρατη μορφή, αλλά αρκετά μεγάλα και φουσκωμένα, γεμάτα, τόσο γεμάτα που άλλο δεν πήγαινε-από τι πράγμα γεμάτα, δεν γνωρίζω. Ήταν φουσκωμένα, χοντρά, τούμπανο ρε φίλε, πώς να το πω. Πλάτος που μόνο σε κρουαζιερόπλοιο συναντάς, κατάλαβες; Και το χρώμα της ήταν πολύ βαθύ μπλε, μπλε σκούρο, μπλε σκοτεινό, μπλε που βαρέθηκε να κρύβει κρίσιμους αιώνες πίεσης μέσα του και είναι έτοιμο να ξεβράσει κάθε του απόκρυφο καταστροφικό μυστήριο, θαλάσσια τέρατα, σειρήνες, εξαγριωμένους θεούς και ατλαντίδες. Ήταν μια θάλασσα του σινεμά που δεν τη συγκρατούσε η λευκή οθόνη μπροστά στα μάτια μου.
  Εκείνος, που κρατούσε το τιμόνι δίπλα μου, μου έδειξε με το δάχτυλο προς τη θάλασσα, κάτι περίεργα πέτρινα σπίτια που επέπλεαν στην επιφάνειά της, λες κι ήταν ζωγραφισμένα πλαστικά κουτιά ιδιαίτερου μεγέθους. Σκέφτηκα μέσα μου πως ίσως παλιά η στάθμη του νερού ήταν χαμηλότερα και πως εκεί που βλέπω τα σπίτια κάποτε υπήρχε μια πόλη που ζούσαν άνθρωποι και σκυλιά και διάφοροι ζητιάνοι στους δρόμους και πως κάποια άτυχη καταστροφική μέρα η θάλασσα τους εκδικήθηκε που την εκδικούνται και τη μισούν χωρίς αιτία-όπως κι εγώ.
  "Μη σκέφτεσαι ανοησίες. Τις τελευταίες μέρες έχει ανακοινωθεί ότι αυτά τα σπίτια ενοικιάζονται και κάποια από αυτά πωλούνται. Αν θες πάμε να τα δούμε." Είπε εκείνος λες και μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις μου-ή και να τις διαβάσει με κάποιο τρόπο αποτυπωμένες καθώς ήταν πάνω στην έκφραση του προσώπου μου. Εγώ τότε ένιωσα ένα μικρό πιάσιμο στο στήθος και τα χείλη μου είχαν παγώσει μονάχα στην ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ κάποιος να προσφερθεί να με οδηγήσει μέσα στη θάλασσα-και μάλιστα σε ένα τέτοιο αρπακτικό σαν κι εκείνη την εξαγριωμένη φύση που εκτεινόταν μπροστά μου-απλώς για να μου δείξει κάτι εγκαταλελειμμένα, μοναχικά, απροσδιόριστης εποχής, ίσως και λιγάκι στοιχειωμένα σπίτια που επέπλεαν σταθερά στην επιφάνεια.
  "Ρε κοπέλα μου, θα μας τρελάνεις; Δεν είναι εγκαταλελειμμένα, χτίστηκαν πρόσφατα και μάλιστα ενοικιάζονται, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να τα επισκεφθεί και να τα δει όποια στιγμή θέλει. Κατάλαβες;" Είπε αγανακτισμένος και δε χωρούσε πλέον αμφιβολία ότι εκείνος γνώριζε ακριβώς τι σκεφτόμουν. Τότε, κοίταξα πάλι έξω απ' το παράθυρο όντας σίγουρη πως εκείνος, εφόσον γνώριζε κάθε μου σκέψη, θα είχε εξακριβωμένη την απάντησή μου στη γενναιόδωρη πρότασή του. Ωστόσο, δεν ήμουν βέβαιη για τους σκοπούς του και δεν είχα την ασφαλή άποψη για το ποια ήταν η ιδέα του όταν μου είπε να τον ακολουθήσω στο αυτοκίνητο-εάν μου το πρότεινε εκείνος.
  "Εμένα μου αρέσουν αυτά τα σπίτια" ακούστηκε μια φωνή από τα πίσω καθίσματα που με τσάκισε γιατί τη γνώριζα αρκετά καλά και ήταν δεδομένο ότι μόνο σε έναν εφιάλτη θα μπορούσε να υπάρξει για 'μένα πλέον. Δεν ήμασταν μόνοι με εκείνο τον τύπο στο αυτοκίνητο.
- Τι ακριβώς σου αρέσει, ηλίθιε; του είπα χωρίς να μπορώ να ελέγξω  τη σταθερότητα και την αλληλουχία του ονείρου πλέον.
- Πρέπει να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο; Απλώς μου αρέσουν.
- Σου αρέσει δηλαδή μια μάζα από πέτρες που επιπλέον πάνω στο νερό;
- Ναι, εσένα;
- Όχι.
- Αφού δεν έχεις πάει, δεν τα 'χεις δε από μέσα πώς είναι, πώς το ξέρεις;
- Το ξέρω.
- Δεν είναι ότι δεν σου αρέσουν, απλώς φοβάσαι, γι αυτό είναι πολύ απλό να αποφύγεις κάτι λέγοντας ότι δεν σου αρέσει.
  Και τότε είναι που ο τύπος που οδηγούσε, αγανακτισμένος από την επιθετική μας συζήτηση και εκνευρισμένος από το θράσος μου να αρνούμαι τη δήθεν ομορφιά αυτών των κτηρίων, πάτησε απότομα φρένο, πάτησε το κουμπί για να ανοίξουν όλα τα παράθυρα κι έπειτα είπε με ένταση στη φωνή του δείχνοντας προς τη θάλασσα, ενώ το χέρι του έτρεμε: "Εμένα ξέρετε τι μου αρέσει; Αυτό εκεί." Και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα πως προσευχόμουν βαθιά σε κάποιον ανύπαρκτο θεό μέσα μου αυτός ο άνθρωπος που έχει τον έλεγχο του οχήματος και κρατάει το τιμόνι να μην έδειχνε πραγματικά προς εκείνο το τεράστιο σκουρόχρωμο κύμα που έμοιαζε να με ειρωνεύεται.

  Δεν πίστευα ποτέ ότι θα υπήρχε όχημα που θα υπέκυπτε τόσο ταπεινά στις εντολές ενός αγανακτισμένου, εξοργισμένου και τσατισμένου με τον κόσμο, ειδικά με εμένα, ανθρώπου που βρισκόταν στο τιμόνι του, σαν υποδουλωμένο άλογο που υπακούει στα σκοινιά και τα μαστίγια χωρίς αντιρρήσεις και ενδείξεις πόνου, χωρίς να διαμαρτύρεται για την καταστροφή του.

 
Πλέον ένιωθα την αρμύρα να εισχωρεί στα πνευμόνια μου, η θάλασσα με άγγιζε και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, την έβλεπα, την άκουγα και την ένιωθα. Αυτός ο τύπος με κοιτούσε με απέχθεια καθώς έμοιαζα να προσπαθώ να ξεφύγω απ' τα κύματα, να ξεφύγω απ' το νερό, απ' τον πνιγμό, να ξεφύγω γενικά. Δεν ήθελε με τίποτα να με βλέπει να ξεφεύγω, ήθελε να με δει να απολαμβάνω την τελευταία μου πιο επώδυνη στιγμή. "Εσύ το είπες, μικρή. Αργά, σταθερά κι επώδυνα. Εσύ το ζήτησες." 

  Δεν με ένοιαζε που ήταν όνειρο και γνώριζα πως δεν θα πέθαινα στην πραγματικότητα, απλώς αυθόρμητα, πράττοντας από ένστικτο και υποδουλωμένη στο φόβο μου, κατάφερα να βγω απ' το παράθυρο και να αφήσω πίσω μου το άτομο που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα, ακόμη κι αν αισθανόμουν πως δεν γινόταν να τον χάσω ακόμη μια φορά, για δεύτερη φορά να τον πνίξω στο δικό μου φόβο. Ο τύπος που προηγουμένως βρισκόταν στο τιμόνι με κοίταξε με τη βίαιη γεμάτη έχθρα στάση του να προσπαθώ να σωθώ, ενώ εκείνος στεκόταν σταθερά στον πυθμένα και δεν έδειχνε να αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα αναπνοής μες στο νερό.

 
Έπειτα, η σκηνή άλλαξε και έγινε πιο ήπια, χειμερινή και ανιαρή. Βρισκόμουν μέσα σε ένα παλιό λεωφορείο που δεν είχε πολύ φως. Σε μια απ' τις τελευταίες θέσεις καθόταν ο τύπος που κρατούσε το τιμόνι στο αυτοκίνητο. Δεν ήξερα εάν είχαν όντως συμβεί όλα αυτά, είχα μπερδευτεί και δεν ήξερα εάν είχα ξυπνήσει στην πραγματικότητα ή σε ένα ακόμη πεδίο ονείρου. Παρόλα αυτά, τον πλησίασα και προσπάθησα να καταλάβω απ' τη στάση του εάν όντως ήξερε ποια ήμουν.
  Και η στάση του ήταν ενδεικτική. Ειρωνικός, γεμάτος μίσος και απέχθεια, με σιχαινόταν, δεν ήθελε να με κοιτάζει, ούτε του άρεσε η ιδέα ότι βρισκόμασταν στο ίδιο λεωφορείο. Το κλίμα ήταν αφόρητο, γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να νιώσω. Ήθελα απλώς να του πω πως δεν φοβήθηκα τόσο το θάνατο, όσο το χαμό της ζωής που έχω ακόμη μπροστά μου. Ουσιαστικά, ήθελα να του πω πως δεν ήταν η ώρα μου να πεθάνω και το ένιωθα περισσότερο από ποτέ εκείνη τη στιγμή. Πως υπάρχουν τα όνειρά μου και δεν τα χω βρει ακόμα, οπότε δεν πρέπει, δεν είναι η ώρα μου αυτή.
  Αλλά αυτός δεν ασχολήθηκε να με ακούσει. Γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά και με απώθησε με τη στάση του. 

                                         
Hello, how do you feel?
What does that mean?
What does that mean?
Hi, I guess I feel high
cold sweat, dripping down my body

Are you trying to tell me something with your eyes?
All I wanna do is lay down and die
If you're gonna do it
you'd better do it right
or my heart won't stop swelling



Yes, if you're gonna kill me, you'd better do it right. But, oh, I'm sure you already knew that this was the only right way for me to die.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου